The Dwarves

Ένα παραμύθι για γερά νεύρα!

Πάντα μου άρεσαν οι νάνοι… Όχι αυτοί της Χιονάτης ή του γκαζόν, αλλά οι πιο… μάχιμοι. Σαν αυτούς που συναντάμε στα fantasy έργα (και κυρίως του Tolkien) και κυρίως ο νάνος από το Golden Axe και η μυθική του τούμπα. Οπότε, ένα tactical/ RPG παιχνίδι με θέμα νάνους σαν αυτούς και σε βασικό πρωταγωνιστικό ρόλο ήρθε σα θείο δώρο στη download list. Επίσης, η epic θεματολογία εξυπηρετεί και μια άλλη ανάγκη των χειμερινών ημερών: την ενασχόληση και immersion σ’ έναν fantasy κόσμο, αλλά αυτό είναι καθαρά προσωπικό βίτσιο. The Dwarves, λοιπόν, από την King Art games και την THQ Nordic και με λίγο ψάξιμο παραπάνω, καθώς ο καφές βράζει, βρίσκω ότι αποτελεί μεταφορά ενός best-seller fantasy διηγήματος κάποιου Markus Heitz (πώς μου ξέφυγε αυτό;). Άψογα! Μάλλον βρήκα το “παραμυθιάρικο” παιχνίδι που ήθελα για τις προ-χριστουγεννιάτικες μέρες. Το μόνο που απομένει είναι να κανονίσω για γυναίκα και παιδιά ένα ταξίδι στην Αυστρία για να δούνε χιόνια, ώστε να πραγματποιήσω κι εγώ το δικό μου “ταξίδι”.

Η πραγματικότητα είναι διαφορετική, όμως, μη γελιέστε. Το ταξίδι για μια ολόκληρη οικογένεια αποτελεί πλέον αγαθό πολυτελείας και το παιχνίδι δε βγήκε τόσο καλό όσο περίμενα. Ξεκλέβοντας πολύτιμο χρόνο ύπνου (σχεδόν πάντοτε η πιο αποδοτική ώρα για gaming), κάνω τη μετάβαση στη Girdlegard και παρακολουθώ την ιστορία που δημιούργησε η γόνιμη φαντασία ενός ακόμη συγγραφέως. Εκεί, λοιπόν, μαθαίνω την προϊστορία, μέσα από μια μάχη-tutorial και βλέπω undeads, dark-elves και νάνους να πλάθουν το βάθρο όπου στήθηκε το lore του παιχνιδιού.

Για να μεταφερθώ στο ήρεμο παρόν, με μια σαφή πτώση της έντασης και της δράσης, όπου ο Tungdil, ένας νεαρός νάνος σιδεράς, δουλεύει για λογαριασμό μιας σχολής μαγείας. Δε γνώρισε ποτέ την οικογένειά του, ούτε την ίδια του την φυλή, παρά μόνο αγοράστηκε σαν ορφανός από τον μάγο που διαφεντεύει τις εγκαταστάσεις της σχολής. Αγαπά τα βιβλία, είναι έξυπνος και προσεκτικός, καθώς γνωρίζει ότι κάθε του κουβέντα αλλάζει κατά τι την εξέλιξη της ίδιας της ιστορίας και κατ’ επέκταση του παιχνιδιού. Όταν αναλάβει ένα απλό quest για λογαριασμό του Iot-Ionan, του δάσκαλου, μάγου ευεργέτη του, βγαίνει για πρώτη φορά στον έξω κόσμο, επιτρέποντας την πλοκή να ξεκινήσει. Θα ακολουθήσουν προδοσίες, συμμαχίες, εύκολες και δύκολες καταστάσεις, ευχάριστες και δυσάρεστες συναντήσεις, δολοπλοκίες, πονηριές, παζαρέματα, λάθη, υπέρβαση, κι ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο υπετροφοδοτούμενος με καφεΐνη λογισμός μου. Όλα τους δοσμένα με καταπληκτική αφήγηση και voice acting υψηλού επιπέδου.

Για πολλή ώρα απόλαυσα την ψηφιακή αυτή απόδοση ενός -κατά τα φαινόμενα- ενδιαφέροντος fantasy βιβλίου. Αλληλεπίδρασα με αντικείμενα όπως σε κάθε RPG, διάβασα ατέλειωτες σειρές διαλόγων κι όντας “μαγεμένος” από τη γραφή και την απόδοση, αποφάσισα να παραμερίσω την ενόχληση που μου προκάλεσε ο τεχνικός τομέας. Με γραφικά που ανήκουν σε άλλη δεκαετία (αν όχι… χιλιετία) και με cutscenes που καταστρέφουν την ατμόσφαιρα του περιεχομένου με απαράδεκτη παλέτα, λεπτομέρεια και σχεδιασμό, στο μυαλό άρχισε να διαγράφεται η λέξη “κρίμα”, αυτή που μαζί με τη φράση “χαμένη ευκαιρία” αποτελούν μεγάλη κατάρα στο gaming.

Ικανοποιημένος, παρ’ όλα αυτά, μέχρι εκείνη τη στιγμή, έφτασε η ώρα για τη μάχη. Όπως και στο ανεπαρκές tutorial, αυτή εξελίσσεται σε πραγματικό χρόνο καθώς ελέγχω την κίνηση του ήρωα. Αυτός επιτίθεται αυτόματα όταν βρει εχθρό, ανάλογα με τα stats του και μου δίνεται η επιλογή για την χρήση δύο ή τριών ειδικών κινήσεων που θα προσφέρουν γεύση (αλλά και αποτέλεσμα) στη μάχη. Καθώς το παιχνίδι προόδευε, είχα στη διάθεσή μου κι άλλα μέλη στην ομάδα, που συμμετείχαν κανονικά -και σε πραγματικό χρόνο- στη δράση. Οι ειδικές κινήσεις όλων είναι το Α και το Ω στο gameplay του παιχνιδιού. Γι αυτό και η συντριπτική πλειοψηφία του βάρους της τακτικής μου ρίπτεται στο πώς θα εναλάσσω τον έλεγχο μεταξύ των ηρώων, πότε θα χρησιμοποιήσω την κάθε ειδική κίνηση, ποιες θα έχω προετοιμάσει πριν τη μάχη, ακόμα και ποια βοηθητικά αντικείμενα κουβαλάει ο καθένας. Ακούγεται περίπλοκο, το ξέρω, αλλά δεν αποτελεί αυτό το μεγαλύτερό του πρόβλημα.

Η μάστιγα που καταστρέφει σχεδόν ολοκληρωτικά το gameplay του The Dwarves είναι ένας φονικός συνδυασμός, κακής ΑΙ, κακού level design, κακού balance μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών και υπερβολικών απαιτήσεων από πλευράς παιχνιδιού για την εκπλήρωση μιας αποστολής ή την επιτυχία της μάχης. Όταν ελέγχω έναν ήρωα, οι άλλοι απλά χρησιμοποιούν τη βασική τους επίθεση. Περιστασιακά εκτελούν κάποια ειδική, χαλόντας την τακτική που είχα καταστρώσει. Όμως η βασική επίθεση είναι εξαιρετικά αδύναμη, αποτέλεσμα του κακού balance κι η αναλογία εχθρών ξεπερνάει το 10/1, επίσης ως αποτέλεσμα του προαναφερθέντος χαρακτηριστικού.

Έχω, λοιπόν, δέκα και βάλε, overpowered αντιπάλους για κάθε, πρακτικά, ακίνητο χαρακτήρα και πρέπει να τους εναλάσσω με ζογκλερική μαεστρία και τακτική κινέζου φιλόσοφου. Όμως οι υπερβολικές απαιτήσεις του παιχνιδιού με βάζουν να κυνηγάω, παραδείγματος χάριν, ένα συγκεκριμένο αντίπαλο (από τους 40) και να μην χάσω, για παράδειγμα, κανέναν δικό μου. Ο αντίπαλος τρέχει με επιδόσεις μακράν ανώτερες όσων είχε μέχρι πρότινος, περνώντας μέσα από εμπόδια και συμμάχους, όπου ο δικός μου σκαλώνει κανονικά. Η κακή σχεδίαση των επιπέδων, που δεν επιτρέπει τη στοιχειώδη μετακίνηση των ηρώων, τα πλήττει με κορεσμό.

Το αποτέλεσμα; Οι ήρωες στις περισσότερες περιπτώσεις ακινητοποιούνται από το αέναο gang up, και το “game over” έρχεται από όταν δεν το περιμένει κανείς. Γιατί εκεί που παιδευόμουν να ξεμπλοκάρω κάποιον, ένας άλλος, υπακούοντας στις επιταγές της Α.Ι. βρήκε το θάνατο από τις ορδές των επιτιθεμένων. Η αλλαγή του επιπέδου δυσκολίας δεν έχει, παραδόξως, κανένα αποτέλεσμα. Έχανα ξανά και ξανα – κι όταν κέρδιζα, ένιωθα σαν να ήταν αποτέλεσμα τύχης και προϊόν συγκυρίας, παρά βελτίωσης της τεχνικής και τακτικής μου.

Για κάποιον λόγο, το παιχνίδι επέλεξε τις μάχες 60/5 για να προάγει το gameplay του. Αυτό απαιτεί κατάλληλα σχεδιασμένα επίπεδα, που να προσφέρουν ελευθερία κινήσεων (τουλάχιστον μερική) κι ακόμα καλύτερα την τοποθέτηση κάποιων vantage points που θα έδιναν τακτικό πλεονέκτημα σε όποιον ήταν έξυπνος κι ικανός αρκετά για να τα εκμεταλλευτεί. Τίποτα τέτοιο δεν υπάρχει κι η μάχη σταματάει, στις περισσότερες των περιπτώσεων, με απότομο τρόπο την πανέμορφη αφήγηση και την ενδιαφέρουσα εξερεύνηση, χαλώντας την όλη προσπάθεια. Το παραμύθι τελειώνει νωρίς και σίγουρα πριν φτάσει στο σχεδιασμένο του τέλος κι όταν συναντώ ένα παραμύθι χωρίς τέλος καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά.

“Κρίμα” και “Χαμένη Ευκαρία” λοιπόν… Δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα που μπορούν ακόμα να ειπωθούν για το The Dwarves της King Art games. Αφηγηματικά, η μεταφορά του έργου του Markus Heitz είναι πολύ καλή, αλλά “παιχνίδι” σημαίνει πρωτίστως “gameplay” κι εκεί τα πράγματα είναι άσχημα. Θα αναζητήσω λοιπόν την παραμυθιάρικη μαγεία που επιθυμώ κάπου αλλού κι ίσως, ακόμα καλύτερα, να πιάσω να διαβάσω το βιβλίο.

To review βασίστηκε στην PS4 έκδοση του παιχνιδιού.


Exit mobile version