Double Dragon IV

Καλύτερα να μείνετε με τις αναμνήσεις σας…

Double Dragon. Ένα όνομα που ξυπνάει αναμνήσεις μίας μακρινής arcade εποχής, όπου το ασταμάτητο ξύλο, ενός εκ των πρώτων beat ‘em up, δημιουργούσε ρίγη χαράς. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τη λακωνική αλλά τόσο εύστοχη εισαγωγή μερικών δευτερολέπτων, που έφτανε και περίσσευε για να μας δώσει την κλασική damsel in distress πλοκή; Ήταν ένα από τα παιχνίδια που αποτελούσε προπομπό και εμπνευστή τίτλων όπως τα Cadillacs and Dinosaurs, Golden Axe, Final Fight κ.λπ. δημιουργώντας τις βάσεις για ένα ολόκληρο είδος. Η χαρά των κατόχων NES ήταν σίγουρα τεράστια (μαζί και του γράφοντος) όταν εμφανίστηκε στα ράφια των καταστημάτων η μεταφορά της επιτυχημένης arcade έκδοσης. Αυτή η χαρά βέβαια δεν άργησε να μετριαστεί από την αποκαρδιωτική πρώτη εικόνα από έναν κουτσουρεμένο οπτικό τομέα, ενώ η δεύτερη ψυχρολουσία ερχόταν με την πλήρη απουσία co-op mode στο campaign.

Οι δύο συνέχειες του 1988 και 1990 συνοδεύτηκαν από τις αντίστοιχες μεταφορές στο NES, που με τη σειρά τους φαινόντουσαν ως ο φτωχός συγγενής των arcade εκδόσεων. 16 χρόνια μετά ανακοινώνεται το τέταρτο μέρος της σειράς και μάλιστα από το βασικό δημιουργό των Double Dragon, Yoshihisa Kishimoto. Είναι αλήθεια ότι στους retro gamers μία τέτοια ανακοίνωση δεν γινόταν παρά να χτυπήσει κατευθείαν τους retro αισθητήρες, και παρόλο που το τέταρτο μέρος φαινόταν εξ αρχής πως θα ακολουθεί την τεχνοτροπία του NES σε αντίθεση με την ανώτερη των arcades, η ρομαντικοποιημένη εικόνα που είχαμε στο μυαλό μας λειτούργησε ως παρωπίδες.

Μερικά λεπτά με το Double Dragon IV ήταν αρκετά ώστε ο γράφων να θυμηθεί ότι ακόμα και στη νεαρή του ηλικία, με τις χαμηλές gaming προσδοκίες, όταν είχε πρωτοασχοληθεί με το Double Dragon του NES, η εμπειρία ήδη φάνταζε ιδιαίτερα φτωχή σε σχέση με το arcade. Το τέταρτο μέρος της σειράς ακολουθεί πιστότατα αυτό το δρόμο, μην επιχειρώντας (ή μπορώντας) να προσφέρει την οποιαδήποτε μορφή εκμοντερνισμού, εκτός από κάποια τυπικά combos, τα οποία όμως αμφιβάλουμε αν θα μπει κανείς στη διαδικασία να μάθει. Φυσικά δεν τίθεται θέμα οποιουδήποτε βάθους στη δράση. Button mashing μέχρι να εξαφανιστεί ο αντίπαλος και εκνευρισμός όταν μας κυκλώνουν οι εχθροί, ρίχνοντάς μας συνεχώς αριστέρα-δεξιά με ένα χτύπημα. Τα λιγοστά όπλα δεν μπορούν στο ελάχιστο να προσφέρουν την παραμικρή αλλαγή στη μάχη, ενώ ο σχεδιασμός των επιπέδων δεν είναι τίποτα περισσότερο από υπέρ-απλουστευμένα backgrounds, άνευ έμπνευσης.

Όσον αφορά τη γενικότερη ποιότητα της δουλειάς, αρκεί να πούμε ότι αποτελεί άθλο να χρειάζεται να μιλήσουμε για κακή A.I σε απλό beat ‘em up παιχνίδι που έχει τις ρίζες του στο μακρινό 1987. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσουμε την A.I. όταν οι αντίπαλοι κολλάνε σε διάφορες χαμηλές πλατφόρμες επειδή, πολύ απλά, δεν γνωρίζουν πώς να κάνουν ένα στοιχειώδες απλό άλμα ή να ανεβοκατέβουν σκάλες; Για να μη μιλήσουμε για τις αυτοκτονικές τους τάσεις όταν απλά περπατούν προς το γκρεμό. Η δικαιολογία του πιστού φόρου τιμής στο παρελθόν μάλλον θα πρέπει να έχει και κάποια όρια, προτού χαρακτηριστεί ως απροθυμία για μία στοιχειώδη βελτίωση.

Τα platform σημεία με τη σειρά τους είναι τα απολύτως τυπικά, δίχως ίχνος πρόκλησης ή φαντασίας. Μόνα φωτεινά σημεία που μπορούσαμε να διακρίνουμε είναι τα μουσικά θέματα, πιστά στο πρωτογενές υλικό, καθώς και οι στατικές cutscenes που έχουν τη μοναδική αφέλεια και το ερασιτεχνικό γράψιμο των arcades της εποχής. Σε γενικές γραμμές δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο του παιχνιδιού που να μας πείθει ότι η ανάπτυξή του έγινε με μεράκι. Αντιθέτως, είδαμε μία αυτούσια ανακύκλωση από assets με μηδαμινή προσπάθεια προκειμένου να προσφερθεί κάτι παραπάνω.

Το Double Dragon αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση παιχνιδιού που αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του μέσου, όμως έχει ξεπεραστεί τόσο πολύ, που πέρα από ρομαντικοποιημένες αναμνήσεις δεν μπορεί να προσφέρει κάτι περισσότερο σε κάποιον που θα ασχοληθεί εκ νέου. Όταν το νέο κεφάλαιο βγαίνει 25 χρόνια μετά, παραμένοντας αυτούσιο με ένα παιχνίδι, που μάλιστα ήταν το ελλιπές port του κατά πολύ ανώτερου πρωτογενούς υλικού, είναι μάλλον σαφές ότι δεν έχει τίποτα ουσιαστικό να προσφέρει. Θεωρούμε ότι οι αναμνήσεις σας από τα Double Dragon δεν θα καταφέρουν να κρατήσουν το ενδιαφέρον σας για παραπάνω από 5 λεπτά. Όσος χρόνος χρειαστεί δηλαδή μέχρι να “ξεφτίσει” ο παράγοντας της νοσταλγίας.

To review βασίστηκε στην PC έκδοση του παιχνιδιού.


Exit mobile version