Πολύ σκοτάδι για το τίποτα.
Τούτο το παιχνίδι, λένε, το έφτιαξε η δημιουργική δύναμη (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) πίσω από το Alone in the Dark. Είναι επίσης φτιαγμένο με όμορφα και γλυκούλικα πιξελάκια, και δοσμένο σε ισομετρική προβολή, όπως κάποια παλιά, καλά adventures. Έχει γερές δόσεις horror και stealth κι ένα σενάριο που κρατάει καθηλωμένο τον παίκτη, με πλοκή που ξεχωρίζει και με θέμα που αγγίζει ιδιαίτερα έντονα όσους παίκτες έχουν μικρά παιδιά. Πολύ ωραία όλα αυτά. Αν ο κόσμος περιγραφόταν με διαφημίσεις, τότε θα ήμασταν όλοι πολύ διαφορετικοί άνθρωποι και – το σημαντικότερο σε αυτήν εδώ την κριτική – όλα τα παραπάνω θα ήταν αλήθεια.
Ας δούμε λοιπόν τι απ’ όλα αυτά ισχύει και κατά πόσο πετυχαίνουν το σκοπό τους, όπως αυτός περιγράφηκε από την ομάδα προώθησης. Είναι φτιαγμένο με έντονα πιξελιασμένα γραφικά… Μάλιστα… Αυτό, ξέρετε, κάποτε ενοχλούσε τον κόσμο! Πότε κάποτε; Όταν όλα τα παιχνίδια έδειχναν ακριβώς έτσι και το μάτι ανυπομονούσε για την άφιξη νέας τεχνολογίας, που θα έκανε τις εικόνες πιο αληθοφανείς, πιο… όμορφες. Τώρα σε τι εξυπηρετεί; Μονάχα στην πρόκληση νοσταλγίας στο κοινό που τα βίωσε τότε, γιατί – υποθετικά πάντα μιλώντας – οι νεότερες γενιές δεν πρέπει να έχουν κανένα ενδιαφέρον σε μια τέτοια πρωτόλεια παρουσίαση.
Είναι δοσμένο σε ισομετρική άποψη… Υπήρχαν κάποια παλιά adventur-άκια, όπως το Valhalla and the lord of infinity, που διέθεταν τέτοιο στυλ απεικόνισης, ώστε να ξεφύγουν από το καθιερωμένο οριζόντιο μοτίβο των παιχνιδιών του είδους. Προφανώς ό δημιουργός σκόπευε να δημιουργήσει ένα αναγνωρίσιμο οπτικό αποτέλεσμα – σε ποιον άλλον; – στο κοινό που θα ένιωθε νοσταλγία βλέποντας μπαρμπαδάκια φτιαγμένα από πιξελάκια. Κάπου εκεί πρέπει να έχει τις αιτιάσεις του κι ο ισχυρισμός “φτιαγμένο από τη δημιουργό δύναμη πίσω από το Alone in the Dark”. Αλήθεια, γνωρίζει κανείς ποιο ήταν το Alone in the Dark; Σε αυτήν την ερώτηση μάλλον θα απαντήσει θετικά το ίδιο κοινό που αποτέλεσε στόχο των παραπάνω marketing αποπειρών, συν αυτούς που έχουν σαν hobby τους την αναμόχλευση και μελέτη της gaming ιστορίας.
Το Alone in the Dark ήταν ένα παλιό… survival horror με έντονα adventure στοιχεία, που βγήκε αρκετά πριν το Resident Evil. Γρήγορα όμως πέρασε στη gaming λήθη, αποτυγχάνοντας – όπως τόσα άλλα – να παράξει ένα αξιόλογο sequel. “Έι, εσείς οι παλιοί gamers! Εγώ έφτιαξα το Alone in the Dark! Θυμάστε;”. Ναι, θυμόμαστε… Στο Alone in the Dark υπήρχε σενάριο βασισμένο στα έργα του H.P. Lovecraft (μεταξύ άλλων) και ήταν το πρώτο παιχνίδι σε αυτό το γένος (το έγραψε και το Guiness!). Εδώ όμως, στο 2Dark, τι σημασία έχουν όλα αυτά; Την ίδια, χιλιοειπωμένη: αναγνωρισιμότητα και νοσταλγία. Το target group έχει οριστεί με μεγάλη λεπτομέρεια κι η παραπομπή στο ενδεχόμενο διάσωσης παιδιών σε κίνδυνο κλείνει το σύνολο αυτό ερμητικά, μιας και οι περισσότεροι από τους παίκτες που ανήκουν σε αυτό το group θα είναι πλέον γονείς.
Ωραία λοιπόν! Ο δημιουργός μπήκε σε λίιιγο παραπάνω κόπο να προωθήσει το έργο του, ποντάροντας σε νοσταλγία και ανάγκη για ένα πραγματικό survival horror με adventure ποιότητες του άλλοτε. Ελάχιστο το μεμπτόν εδώ. Ειδικά αν το παιχνίδι αξίζει, τότε λίγη παραπάνω παραπλάνηση μπορεί να περάσει αψήφιστα από την κριτική μας. Έτσι, λοιπόν, πηγαίνουμε με τη νοσταλγία να τρέχει από τα μπατζάκια και βλέπουμε την πλοκή του dev που κάποτε δανείστηκε στοιχεία από τον H.R.Giger στο σενάριο του παιχνιδιού του. Ο detective… Smith πήγε κάποτε για διακοπές με την οικογένεια του σε ένα δάσος, όπου και κατασκήνωσαν. Όντας, προφανώς, ελάχιστα ικανός σε τέτοιου είδους δραστηριότητες, κατάλαβε ότι χρειαζόταν ξύλα για τη φωτιά αφότου είχε νυχτώσει για τα καλά.
Έστειλε λοιπόν τη γυναίκα και τα δύο ανήλικα παιδιά του στο δάσος, τη νύκτα, να μαζέψουν ξύλα. Μετά από λίγη ώρα άκουσε ουρλιαχτά, βρήκε τη γυναίκα του διαμελισμένη και τα παιδιά του να τον εκλιπαρούν για βοήθεια από το πίσω τζάμι ενός άγνωστου οχήματος που απομακρυνόταν με τελεσίδικη ταχύτητα. Ακολούθησαν 7 χρόνια παλινδρόμησης μεταξύ δικαστηρίων, ψυχιατρικών κλινικών και χαμαιτυπείων, για να φθάσει στο σήμερα, όπου οι απαγωγές ανηλίκων έχουν γίνει νόρμα στη Gloomyville όπου διαδραματίζεται ο τίτλος. Εκεί ξεκινάει να διαλευκάνει τα μυστήρια αυτά όντας οπλισμένος με τη μιζέρια του και μπόλικο σκοτάδι. Εντάξει, δεν μπορούμε να το πούμε και Lovecraft, αλλά ένα κάποιο ενδιαφέρον το έχει. Αν παραβλέψει κανείς την υπερβολικά έντονη έλλειψη αληθοφάνειας.
Ισομετρικά, λοιπόν και… πιξελοβατώντας, ο mr Smith συλλέγει αντικείμενα και πληροφορίες μέσα στα επίπεδα του παιχνιδιού, προσπαθώντας να κινείται στο άπλετο σκοτάδι με δύο τρόπους: ο πρώτος είναι κραδαίνοντας σε κάποιο χέρι μια πηγή φωτός κι ο άλλος περιπλανώμενος στη μαυρίλα. Αν ακολουθηθεί η πρώτη επιλογή, ο γενναίος παίκτης θα πρέπει να διαθέτει στο ελεύθερο χέρι του κάποιου είδους όπλο – κι αυτό επειδή λίαν συντόμως οι υπόλοιποι npcs γίνονται άμεσα κι αμείλικτα εχθρικοί κι αποτελεσματικότατα θανάσιμοι. Μπορεί εσείς να έχετε skill και να χτυπήσετε έναν κλόουν 7 φορές με ένα ματσούκι, αυτός όμως θα παραμείνει αλώβητος και με δύο δικά του χτυπήματα θα σας στείλει στη load screen.
Ίσως αυτή η μέθοδος να μην είναι η ενδεικνυόμενη… Πάμε να δούμε τη stealth προσέγγιση. Όταν το πιξελιασμένο μπαρμπαδέλι σας καλύπτεται πλήρως από το σκοτάδι, τότε το inventory και τα διαθέσιμα, στα χέρια, αντικείμενα φωτίζονται πράσινα. Περπατώντας σκυφτός (δε φαίνεται) περιορίζει και το θόρυβο που παράγει και τα χτυπήματά του είναι συνήθως one-hit-kills. Όμως! Για να φτάσετε σε αυτό το kill θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή η σοφή κινέζικη παροιμία: “όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σ…τα πατεί” – ενισχυμένη στο μέγιστο. Όχι λάσπες, αλλά insta-death παλούκια που βγαίνουν απροειδοποίητα από το έδαφος και τρύπες που σας ρίχνουν κατευθείαν στην άβυσσο.
Για όλα αυτά δεν υπάρχει δυνατότητα πρόβλεψης και αποφυγής. Τι υπάρχει; Trial and error. Μέχρι να βρείτε – και να αποφύγετε – όλα τα εμπόδια και παγίδες και να φτάσετε το στόχο σας και να του τη σβουρίξετε μέσα στα σκοτάδια. Η συχνότητα των θανάτων είναι περίπου μία ανά λεπτό και ξαφνικά η πιξελώδης μαγεία αρχίζει και ωχριά. Ούτως ή άλλως αποτελούσε μονάχα το 30%-40% της οθόνης (όλο το άλλο είναι μαύρο, δηλαδή σκοτάδι). Ακόμα και το ελάχιστο ενδιαφέρον που παρέχει το πιασάρικο, αλλά χλιαρό, σενάριο εξανεμίζεται μετά τον εικοστό τρίτο θάνατο (σε 25 λεπτά δηλαδή) κι εσείς – ως άλλος Danny Glover – αναφωνείτε: “I’m too old for this s..t”.
Γιατί, φίλε Frederick Raynal, η επιλογή αυτού του target group αποτελεί δίκοπο μαχαίρι. Όλα αυτά τα παππούδια είχαν άλλα αποθέματα υπομονής όταν έπαιζαν τέτοια παιχνίδια κάποτε (σαν έφηβοι ή παιδιά). Τώρα αυτή εξαντλείται εύκολα, ειδικά όταν μεγάλο μέρος της αναλώνεται σε παιδιά, ξέρεις, σαν αυτά που επέλεξες να χρησιμοποιήσεις ως ηθικό θέλγητρο. Καμιά νοσταλγία, καμιά αναγνωρισιμότητα δεν αναπληρώνουν το κενό που αφήνει η ζημιά που προκάλεσε μια εκτροχιασμένη υπομονή. Λίγοι από αυτό το target group θα αγαπήσουν μια τέτοια προσπάθεια. Όσο για αυτούς που βρίσκονται εκτός; Ε, τούτοι δα, εξ αρχής θα απέρριπταν το 2Dark για κάτι πιο φρέσκο και σύγχρονο.
Το review βασίστηκε στην PS4 έκδοση του παιχνιδιού.