Outlast 2

Μέρα μεσημέρι, με κλειστό τον ήχο και πάλι η πίεση στα ύψη…

Στις αρχές του 2014 οι Καναδοί της Red Barrels είχαν καταφέρει να προσφέρουν ένα από τα πρώτα horror παιχνίδια στα PlayStation 4 και Xbox One, τις τότε “φρέσκιες” κονσόλες. Αν και το Outlast δεν ήταν κλασική περίπτωση παιχνιδιού-βιτρίνας για τη μετάβαση στη νέα γενιά, δεν έπαυε να αποτελεί ένα από τα ελάχιστα horror παιχνίδια που πραγματικά ανάγκαζαν τον παίκτη να αλλάζει το κανάλι κάθε δέκα λεπτά σε… cartoons προκειμένου να ηρεμήσει λίγο τα νεύρα του. Εντούτοις, αν και πετύχαινε στον τομέα του τρόμου δεν έπαυε να έχει ουσιαστικά θέματα από αυτά που ταλανίζουν τόσο το είδος του horror όσο και αυτό των παιχνιδιών.

Με λίγα λόγια, μπορεί να απέδιδε τη δυσοίωνη ατμόσφαιρα του ασύλου στο έπακρο, όμως ο φόβος προέκυπτε κυρίως από την απειλή των εύκολων jump scares που έρχονταν με ρυθμό πολυβόλου και μας έκαναν συνεχώς “μπου!”. Επιπλέον, η επανάληψη των objectives ήταν έντονη, οδηγώντας συνεχώς στο ίδιο μοτίβο του “βρες τέσσερα αντικείμενα και φέρε τα στο τάδε σημείο”. Αυτά τα δύο ελαττωματικά στοιχεία ήταν, κατά τον γράφοντα, αρκετά ώστε να ρίξουν, δυστυχώς, λίγο τη συνολική εμπειρία. Τέσσερα χρόνια χρειάστηκαν να περάσουν ώστε η Red Barrels να φέρει το sequel και εμείς δε γινόταν παρά να έχουμε την περιέργεια να δούμε αν η ομάδα ανάπτυξης κατάφερε να εξελιχθεί και να σταθεί μάλιστα επάξια απέναντι στο μεγαθήριο που ακούει στο όνομα Resident Evil 7.  Είμαστε στην ευχάριστη θέση να δηλώσουμε εξ αρχής πως το Outlast 2 είναι ένα από τα πιο… “hardcore” παιχνίδια τρόμου που έχουμε παίξει.

Δεν γίνεται να το προσδιορίσουμε κάπως αλλιώς, όταν έχοντας ασχοληθεί με τα The Evil Within, Alien: Isolation και λοιπούς horror τίτλους αυτής της γενιάς (όχι ότι είναι και πολλοί) το πόνημα της Red Barrels ήταν το μόνο με το οποίο κατά την ενασχόλησή μας το βράδυ αναγκαζόμασταν να χαμηλώνουμε τον ήχο ή να βάζουμε κανένα επεισόδιο Seinfeld εδώ κι εκεί ώστε να χαλαρώνουμε τα νεύρα μας. Το ευχάριστο είναι πως αυτό το καταφέρνει έχοντας πλέον αποβάλλει κατά 99% τα jump scares ως μέσο πρόκλησης εύκολου τρόμου, εναποθέτοντας όλη του την προσοχή στη σύνθεση φρικιαστικών εικόνων μέσα σε ένα απόλυτα ζοφερό περιβάλλον. Κάπου εδώ να πούμε ότι συμπονούμε τη μερίδα των παικτών που θέλουν να κομπάζουν σε κάθε νέο παιχνίδι τρόμου ότι ασχολήθηκαν και δεν ένοιωσαν φόβο σε κανένα σημείο (αυτό μπορεί να μην είναι πάντα το ζητούμενο στο είδος βέβαια, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πάρα πολύ δύσκολο να μη νοιώσει κάποιος αυτό το συναίσθημα).

Εξ αρχής είναι εμφανές ότι το sequel δεν έχει καμία σύνδεση με το πρώτο μέρος (δεν βάζουμε το χέρι στη φωτιά για τυχόν αναφορές εδώ κι εκεί σε ορισμένα έγγραφα). Αυτή τη φορά παίρνουμε το ρόλο του Blake, ο οποίος, μαζί με την κοπέλα του, Lynn, επιθυμούν να κάνουν ένα ρεπορτάζ για τη δολοφονία μίας ανώνυμης εγκύου σε μία δασική έκταση της Αριζόνα. Κατά τη διάρκεια της πτήσης τους με ελικόπτερο επάνω από την περιοχή της δολοφονίας, μία μηχανική βλάβη θα τους ρίξει στο έδαφος και κάπου εκεί θα ξεκινήσει όλος ο εφιάλτης.

Σύντομα θα βρεθούν αντιμέτωποι με έναν κρυφό οικισμό μίας παραθρησκευτικής οργάνωσης, που αποτελείται από τη μία πλευρά από σατανιστές και από την άλλη πλευρά από ακόλουθους του Ευαγγελίου, που όμως έχουν διαστρεβλώσει πλήρως τα γραφόμενά του. Καταλαβαίνετε ότι το θρησκευτικό υπόβαθρο δίνει πρόσφορο έδαφος για εικόνες φρίκης, μέσω κάθε μορφής τελετών, σταυρωμάτων και λοιπών “ωραίων” εικόνων. Η βασική πλοκή αφορά στην εύρεση της κοπέλας του Blake, η οποία έχει απαχθεί από μέλη της οργάνωσης, ενώ παράλληλα “τρέχει” μία δεύτερη ιστορία που μας οδηγεί με μεταφυσικό τρόπο σε μία αινιγματική ιστορία από τα σχολικά χρόνια του πρωταγωνιστή.

Η αλήθεια είναι ότι λείπει αρκετά η ουσία στο σενάριο, καθώς φαίνεται ότι είναι γραμμένο περισσότερο για να υποστηρίξει τη δημιουργία φόβου παρά για να έχει ουσιαστική συνοχή και βάθος. Οι αποκαλύψεις είναι μάλλον προβλέψιμες και, γενικά, το σενάριο χρησιμοποιείται ορισμένες φορές απλά ως δικαιολογία για να βρεθούμε μπροστά σε νέες σοκαριστικές εικόνες, που δείχνουν περισσότερο ως κολάζ από ταινίες τρόμου παρά ως μία ιστορία που έχει ουσιαστική ροή. Επιπλέον, στο τέλος της περιπέτειας θα διαπιστώστε ότι οι πληροφορίες για διάφορα γεγονότα είναι αρκετά ελλιπείς, ενώ το έδαφος δεν είναι ιδιαίτερα πρόσφορο για ερμηνείες.

Ως ένα άλλο Blair Witch Project ή REC, στο Outlast 2 (όπως συνέβαινε και στο πρώτο) η κάμερα χειρός αποτελεί αναπόσπαστο εργαλείο για την επιβίωσή μας. Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις που δεν θα βλέπετε απευθείας από το φακό της κάμερας, κυρίως λόγω της λειτουργίας της νυχτερινής όρασης, ένα μοναδικό βοήθημα, δεδομένου ότι το απόλυτο σκοτάδι παραμονεύει σε κάθε γωνία. Επιπλέον, το εξελιγμένο μοντέλο της κάμερας, σε σχέση με το πρώτο μέρος, έχει την ιδιαίτερα χρήσιμη λειτουργία του μικροφώνου, η ευαισθησία του οποίου καταφέρνει να συλλάβει και τον παραμικρό ήχο. Το μικρόφωνο αποτελεί άλλο ένα σημαντικό εργαλείο για την επιβίωσή μας καθώς, ουσιαστικά, μας επιτρέπει να ακούμε εάν κάποιος εχθρός βρίσκεται πίσω από μία πόρτα ή τοίχο, βοηθώντας τα μέγιστα στη stealth προσέγγιση.

Ξεκάθαρα stealth προσέγγιση σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχει στο Outlast 2, καθώς θα πρέπει να ξεχάσετε πιστόλια, καραμπίνες, τσεκούρια και λοιπά βοηθήματα που βρίσκετε σε ανάλογα παιχνίδια. Εδώ ο Blake είναι παντελώς αβοήθητος απέναντι στους παράφρονες της αίρεσης, οι οποίοι ακόμα και στο normal επίπεδο (ο χαμηλότερος βαθμός δυσκολίας) μπορούν να σας εξοντώσουν -με το ανάλογο, απόλυτα βίαιο animation- με 2-3 χτυπήματα. Το κρύψιμο κάτω από κρεβάτια, μέσα σε βαρέλια, ντουλάπια κ.λπ. αποτελεί μονόδρομο. Αν και δημιουργείται σίγουρα ένταση όταν προσπαθούμε να επιβιώσουμε ανάμεσα από διάφορες περιπόλους ατόμων που έχουν φτάσει σε σημείο να θυμίζουν ανθρωπόμορφα τέρατα, η αλήθεια είναι ότι αυτό το… “κρυφτούλι” έχει πάντα τον κίνδυνο να κουράσει, όπως αποδείκνυε το πρώτο Outlast ή το πιο πρόσφατο SOMA.

Η Red Barrels δείχνει να έχει μάθει από τα λάθη του παρελθόντος ώστε να μην το παρακάνει σε αυτά τα σημεία τόσο σε ποσότητα όσο και σε διάρκεια. Στο Outlast 2 υπάρχει η κατάλληλη συχνότητα των stealth κομματιών ώστε το άγχος να έρθουμε μπροστά από φανατισμένους αιρετικούς να είναι μεν συνεχές, αλλά η συχνότητα με την οποία τους βρίσκουμε μπροστά μας να μην φτάνει σε σημείο να κουράσει. Εκτός του stealth, αρκετές είναι οι φορές που απλά θα χρειαστεί να το βάλουμε στα πόδια, έχοντας στο κατόπι μας κυνηγούς που διψούν για αίμα, σε σημεία όπου πρέπει πανικόβλητοι να πηδάμε πάνω από εμπόδια, να σερνόμαστε σε στενά περάσματα και να κλειδώνουμε με τρεμάμενο χέρι πόρτες από πίσω μας.

Αυτά τα κομμάτια αποτελούν αρκετά καλοστημένα set-pieces, που ανεβάζουν το άγχος κατακόρυφα, ειδικά αν έχει κάποιος το θάρρος να πατήσει το κουμπί που επιτρέπει στον Blake να ρίξει ένα γρήγορο βλέμμα προς τα πίσω ενώ τρέχει. Όπως καταλαβαίνετε, κάθε στοιχείο του παιχνιδιού στοχεύει αποκλειστικά και μόνο στη δημιουργία φόβου. Με ανάλογο τρόπο και ο ήχος αποτελεί έναν νευραλγικό τομέα που εντείνει αυτό το συναίσθημα. Με απουσία οποιασδήποτε μουσικής, οι ambient ήχοι είναι ό,τι χρειάζεται για ενταθεί η κάθοδος στον εφιάλτη. Τριξίματα, ουρλιαχτά, άνεμος, καταιγίδα και λοιποί περιβαλλοντικοί ήχοι είναι κατάλληλα τοποθετημένοι ώστε να συμβάλλουν στη συνολική, τρομακτική φύση του παιχνιδιού. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι ατάκες του Blake και οι αντιδράσεις του μπροστά σε διάφορες εικόνες φρίκης είναι σαφέστατα φυσικότερες και περισσότερο εντός κλίματος σε σχέση με του Ethan στο Resident Evil 7.

Πιστεύουμε ότι δεν χρειάζονται περισσότερες λεπτομέρειες· γίνεται σαφές ότι το Outlast 2 πετυχαίνει 100% στο στόχο της προξένησης τρόμου. Αν αφαιρέσουμε όμως για λίγο την ατμόσφαιρά του και περάσουμε στον καθαρόαιμο τομέα του gameplay, θα δούμε ότι χάνονται ορισμένοι βαθμοί καθώς σε αυτόν τον τομέα το Outlast 2 δεν καταφέρνει να εξελιχθεί ιδιαίτερα από το πρώτο μέρος της σειράς. Αν και ο γραμμικός του χαρακτήρας βοηθάει ώστε να αποφευχθεί το backtracking και τα objectives, αν και απλά, δεν επαναλαμβάνονται, γενικά δεν παύει να είναι υπεραπλουστευμένο, προσεγγίζοντας το είδος των walking simulators. Με άλλα λόγια, ενώ η ποικιλία σε περιβάλλοντα βρίσκεται σε καλά επίπεδα, το gameplay παραμένει απλοϊκά ίδιο και απαράλλαχτο από την αρχή ως το τέλος. Θα περπατήσετε στο επόμενο φρικιαστικό θέαμα, θα κρυφτείτε σε κάποιο βαρέλι, θα τρέξετε για να αποφύγετε ορδές αφηνιασμένων υπανθρώπων και πάλι από την αρχή.

Αν και το παραπάνω δεν μειώνει σε καμία περίπτωση την τρομακτικότατη ατμόσφαιρα του παιχνιδιού, από την άλλη δε γίνεται παρά να παρατηρήσουμε ότι σε κανόνες gameplay αυτός είναι ένας τομέας που το Resident Evil 7 μπορεί να κοιτάει το Outlast 2 υπεροπτικά. Επιπλέον -στα δικά μας μάτια τουλάχιστον- το Resident Evil 7 κατάφερνε να χτίσει σχετικά (τονίζουμε τη λέξη) πιο διακριτικά την αίσθηση του φόβου, στηριζόμενο στο σταδιακό χτίσιμο της ατμόσφαιρας σε αντίθεση με το Outlast 2, που εξ αρχής ο στόχος του είναι να σοκάρει απανωτά και ασταμάτητα. Ίσως είναι υποκειμενική αυτή η άποψη, αλλά ήταν πολλά τα σημεία, κατά τη γνώμη μας, όπου η Red Barrels προσπαθεί υπέρ του δέοντος να προκαλέσει τα αισθήματα με υπερβολικά φρικιαστικές εικόνες. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη εικόνα που αντικρίζει κανείς μετά την εισαγωγή είναι ένα γδαρμένο πτώμα καρφωμένο πάνω σε έναν πάσαλο. Ούτε τυχαίο είναι πως συχνά-πυκνά βρίσκουμε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες ή υπόνοιες για την τύχη που είχαν παιδιά ή βρέφη σε αυτόν τον οικισμό.

Φαίνεται σαν η Red Barrels να άφησε στην άκρη την εύκολη λύση των jump scares για να την αντικαταστήσει με την εύκολη λύση της προβολής όσο περισσότερο σοκαριστικών εικόνων μπορούσε να επιτύχει, προτού γυρίσουν οι υπηρεσίες λογοκρισίας να τους πουν “χαλαρώστε λίγο αν θέλετε να δει το παιχνίδι σας το φως της μέρας”. Αν μιλήσουμε με αναλογία σε ταινίες, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η διαφορά μεταξύ Resident Evil 7 και Outlast 2 είναι αυτή που βλέπουμε μεταξύ Texas Chainsaw Massacre και Martyrs.

Εν κατακλείδι, όσο και αν δεν είναι του γούστου μας αυτή η εμμονή σε φρικιαστικές εικόνες από την Red Barrels, δε γίνεται παρά να παραδεχθούμε ότι το Outlast 2 καταφέρνει ακριβώς το στόχο που θέτει. Δύσκολα θα ασχοληθεί κανείς μόνος του και δη το βράδυ χωρίς να νοιώσει το αίσθημα του τρόμου να φτάνει στα ύψη και χωρίς να νοιώθει πως η τρωτότητα του Blake περνάει μέσα από το gamepad και στον ίδιο. Με λίγα λόγια, αν σας άρεσε το πρώτο Outlast, θα βρεθείτε σε ένα ακόμα πιο ακραίο sequel, που έχει μάθει αρκετά από τα λάθη του παρελθόντος, αν και δεν προοδεύει ιδιαίτερα στα του gameplay. Αν είχατε πρόβλημα στο να κοιμηθείτε μετά από μερικές ώρες παρέα με εκείνο το παιχνίδι, τότε μάλλον θα χρειαστεί να προσπεράσετε. Και άν είχατε πρόβλημα με τις υπερβολικές εικόνες βίας, τότε μάλλον δεν θα πρέπει να δείτε ούτε καν καν screenshots από το sequel…

Το review βασίστηκε στην PS4 έκδοση του παιχνιδιού.


Σχετικά παιχνίδια

                 

Exit mobile version