Επιστροφή στον κόσμο του Ivalice.
Το Final Fantasy XII, εκτός από ένα στοίχημα για τη Square-Enix, ήταν και ένα βήμα αναγκαίας εξέλιξης. Διότι αρκετά JRPGs (Xenosaga, Grandia 2, .hack και άλλα) της τότε εποχής είχαν ξεκινήσει ήδη την εγκατάλειψη του μηχανισμού των τυχαίων μαχών (Random Encounters), ενώ ταυτόχρονα εγκατέλειπαν και τον μηχανισμό του turn-based συστήματος μάχης. Αυτό, εξάλλου, είναι κάτι που το παρατηρούμε και στη σημερινή εποχή των JRPGs. Για παράδειγμα, το Dragon Quest είναι ένα από τα ελάχιστα δείγματα στις home consoles που ακόμα χρησιμοποιεί το turn-based σύστημα μάχης, όμως παρόλα αυτά δοκίμασε το πιο action ύφος με το spin-off Dragon Quest Heroes, το οποίο απέδειξε πως ήταν ένα επιτυχημένο εγχείρημα -αντιθέτως, το εγχείρημα της Sega με το spin-off του Valkyria Revolution απέτυχε.
Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως και το επερχόμενο Ni no Kuni II πρόκειται να δοκιμάσει αυτά τα πιο action μονοπάτια που έχουν ήδη διανύσει άλλοι τίτλοι του είδους. Το Final Fantasy XII σίγουρα κέρδισε αυτό το στοίχημα της μετάβασης, εφόσον η συνολική υλοποίηση του τίτλου ήταν αρκετά ικανοποιητική. Ωστόσο, μολονότι ο συγκεκριμένος τίτλος μπορεί να κέρδισε αρκετούς φίλους, παράλληλα έχασε και αρκετό κοινό το οποίο αγαπούσε πολύ αυτή τη θρυλική σειρά παιχνιδιών.
Μεγάλο τμήμα του κοινού σε αυτήν την προσπάθεια της Square το κέρδισε ο οπτικοακουστικός τομέας, ο οποίος ήταν ένα επίτευγμα της εποχής για το PlayStation 2, ενώ βέβαιαστην επιτυχία συνέβαλαν και άλλοι παράγοντες όπως η επιστροφή στον περίπλοκο κόσμο του Ivalice -τον οποίο είχαμε βιώσει στα Vagrant Story, Final Fantasy Tactics και Final Fantasy Tactics Advance-, το open world στοιχείο που επιθυμούσε αρκετός κόσμος και που επιτεύχθηκε με τις μεγάλες περιοχές που χωρίζονταν μεταξύ τους με τα loading screens, αλλά και το πλούσιο περιεχόμενό του, ενώ στην επιτυχία συνέβαλε και η σωστή υλοποίηση του συστήματος μάχης. Αντιθέτως, το κοινό το οποίο απογοητεύτηκε από το FFXII εστίασε την αρνητική κριτική του στους χαρακτήρες, το σενάριο και τα τετριμμένα χαρακτηριστικά που συνήθως έχει ένας τίτλος Final Fantasy.
Και αυτό, διότι το σενάριο ήταν κάτι που -λίγο ως πολύ- είχε δει ξανά στο παρελθόν, ενώ και οι χαρακτήρες Vaan και Penelo δεν έκαναν το ταξίδι πιο εύκολο… Ένα επιπρόσθετο χαρακτηριστικό που αποθάρρυνε και άλλο την ενασχόληση πολλών με τον τίτλο ήταν τα summons. Το Final Fantasy XII, εκτός από το γεγονός πως δεν προσέφερε τα χαρακτηριστικότερα από αυτά -όπως τα Ifrit, Ramuh και Shiva- δεν ήταν σχεδιασμένο έτσι ώστε να προωθούσε τη χρήση τους, αφού αντί για τα summons ο παίκτης μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα quickenings (limit breaks) των χαρακτήρων, τα οποία προκαλούσαν σημαντικότερη ζημία στις εχθρικές μονάδες από ό,τι τα espers.
Έτσι, με το δεδομένο ότι το Final Fantasy XII: The Zodiac Age, που εξετάζουμε εδώ, αποτελεί remaster της “International Zodiac System Job” έκδοσης, που κυκλοφόρησε μόνο για το ιαπωνικό κοινό, το συμπέρασμα για τα παραπάνω είναι το εξής: Είναι αυτονόητο πως το κοινό που ασχολήθηκε με τον αρχικό τίτλο θα ικανοποιηθεί αρκετά με τις βελτιώσεις και τις προσθήκες που έχει δεχτεί αυτή η έκδοση, ενώ το κοινό το οποίο είχε αποθαρρυνθεί, το πιθανότερο είναι πως δεν θα βρει κανένα λόγο να επιστρέψει στον Ivalice μέσα από το συγκεκριμένο remaster. Τώρα, για όσους δεν γνωρίζουν καθόλου ή δεν είχαν την ευκαιρία να ασχοληθούν με το Final Fantasy XII, θα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, ξεκινώντας από το κομμάτι της ιστορίας.
To FFXII λαμβάνει χώρα στον κόσμο του Ivalice, όπου η χρήση μαγείας και η ύπαρξη αερόπλοιων είναι κάτι το σύνηθες. Τα γεγονότα του τίτλου ξεκινούν καθώς η αυτοκρατορία της Archadia κηρύσσει τον πόλεμο και κατακτά τα γειτονικά βασίλεια. Σταδιακά οι φλόγες του πολέμου φτάνουν μέχρι το βασίλειο της Dalmasca, το οποίο βασίλειο μένει χωρίς ηγέτη μετά το θάνατο του πρίγκιπά του, με αποτέλεσμα -όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις- να δημιουργηθεί μια δύναμη αντίστασης, στην οποία εκτός από πρώην στρατιώτες συμμετέχει και μια ομάδα πειρατών των αιθέρων.
Εμείς αναλαμβάνουμε το ρολό του νεαρού Vaan, ένα ορφανό πολέμου που επιθυμεί να γίνει πειρατής των αιθέρων. Σύντομα την εμφάνισή της κάνει και Penelo, η οποία έχει το ρόλο της “Babysitter”-παιδικής φίλης του Vaan. Και όπως μας έχουν συνηθίσει παρεμφερή σενάρια, τα δύο νεαρά παιδιά εμπλέκονται στα παραπάνω γεγονότα, με απώτερο στόχο να ελευθερώσουν τον τόπο τους. Σε ό,τι αφορά τα γραφικά του, το Final Fantasy XII έχει “γεράσει” καλά, αφού μετά το remastering που έχει δεχθεί συνεχίζει να εντυπωσιάζει και να παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Παρομοίως, τα αγγλικά και ιαπωνικά voice overs κυμαίνονται επίσης σε εξαιρετικά επίπεδα, αν και το lip sync εξακολουθεί να μη χρονίζει σωστά -όπως και στην αρχική έκδοση-, ωστόσο, αυτό δεν μειώνει τη γενικότερη εργασία που έχει γίνει στο παιχνίδι.
Οι περιοχές είναι μεγάλες και χωρίζονται μεταξύ τους από loading screens, αλλά οι χρόνοι φόρτωσης έχουν δεχτεί βελτίωση και είναι πιο σύντομοι. Στα νέα χαρακτηριστικά προστέθηκε η λειτουργία της αυτόματης αποθήκευσης ενώ ο χάρτης έχει βελτιωθεί πολύ (εφόσον πλέον μπορείτε όσο περπατάτε να παρακολουθείτε ταυτόχρονα τον προορισμό σας). Σε κάθε περιοχή θα συναντήσετε διαφόρους γνώριμους εχθρούς από το franchise για να αντιμετωπίσετε στη μάχη, στην οποία συμμετέχουν μέχρι και τέσσερις χαρακτήρες, με τη δυνατότητα επιλογής οποιουδήποτε εξ αυτών ανά πάσα στιγμή. Το Gambit σύστημα συνεχίζει να λειτουργεί ικανοποιητικά ακόμα και σήμερα, εφόσον επιτρέπει να τροποποιήσουμε τη φιλική A.I. ώστε να λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο ανά περίπτωση και αναλόγως με το πώς θα την ορίσουμε εμείς.
Το σύστημα μάχης στο Final Fantasy XII “τρέχει” σε πραγματικό χρόνο (κατά το παρελθόν είχε συγκριθεί εντόνως με MMO), πράγμα το οποίο σημαίνει πως η δράση είναι συνεχής, αλλά υπάρχει και η επιλογή του wait mode, η οποία παγώνει το χρόνο μόλις έρθει η σειρά μας, ώστε να στοχεύσουμε όποια εχθρική μονάδα επιθυμούμε. Εκτός αυτού, μια από τις καινούργιες προσθήκες είναι και αυτή της υψηλής ταχύτητας (high speed mode), την οποία μπορούμε να ρυθμίσουμε με τη χρήση της αριστερής σκανδάλης από διπλάσια (2x) ως τετραπλάσια (4x) ούτως ώστε να κάνουμε πιο γρήγορη την πρόοδο στη μάχη αλλά και το ταξίδι μας από περιοχή σε περιοχή. Εκτός όλων αυτών, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μπορούμε να επικαλεστούμε και τα Espers (Summons), τα οποία προέρχονται από τα Final Fantasy Tactics και Final Fantasy Tactics Advance, ενώ κάποια από αυτά είναι final bosses παλαιότερων τίτλων.
Το κάθε esper έχει τις δικές του μοναδικές επιθέσεις ενώ για να τα αποκτήσουμε στην κατοχή μας πρέπει να τα νικήσουμε στη μάχη, δηλαδή όπως γινόταν και στην αρχική έκδοση. Ένα καινούργιο χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης έκδοσης είναι πως μπορούμε να τα ελέγξουμε κατευθείαν, ενώ παρομοίως μπορούμε να ελέγξουμε και τους guest χαρακτήρες που εμφανίζονται κατά την εξέλιξη της ιστορίας. Τέλος, όσον αφόρα το σύστημα μάχης, δεν πρέπει να ξεχνάμε και το license board, το οποίο ανέπτυσσε τις ικανότητες του κάθε χαρακτήρα. Πλέον, η συγκεκριμένη έκδοση εμπεριέχει δώδεκα διαφορετικά boards, με το κάθε ένα να ταυτίζεται με ένα ρολό.
Ο κάθε χαρακτήρας μας μπορεί να έχει μονό δύο ρόλους, γεγονός που σημαίνει πως οι έξι πολεμιστές μας πρέπει να αναλάβουν διαφορετικούς ρόλους ούτως ώστε να δούμε πλήρως όλα τα jobs. Είναι σαφές πως το συγκεκριμένο σύστημα εξέλιξης είναι καλύτερο από το αντίστοιχο της αρχικής έκδοσης, όπου είχαμε μόνο μια καρτέλα ανάπτυξης και εκμάθησης ικανοτήτων -που, με τη σειρά της, σήμαινε παρόμοια ανάπτυξη σε όλους τους χαρακτήρες-, όμως η επιλογή του να έχει ο κάθε χαρακτήρας μόνο δύο ρόλους είναι δυσνόητη. Και το λέμε αυτό αφού στο παρελθόν οι τίτλοι της σειράς επέτρεπαν να αλλάξουμε job οποιαδήποτε στιγμή επιθυμούσαμε και έτσι να καταλήγαμε στο ρόλο που πιστεύαμε ότι μας δίνει το πλεονέκτημα.
Επιπροσθέτως, να μην ξεχνάμε πως στο FFXII όσοι δεν συμμετέχουν στη μάχη δεν ανταμείβονται με εμπειρία, πράγμα που σημαίνει πως είναι πιθανό σενάριο ορισμένοι χαρακτήρες να μείνουν πίσω σε επίπεδα -αλλά εντούτοις ανταμείβονται με license points για την εκμάθηση ικανοτήτων. Σίγουρα θα ήταν καλύτερο και πιο εύχρηστο να μπορούσαμε να επιλέξουμε ελεύθερα ανάμεσα και στους δώδεκα ρόλους για όλους τους χαρακτήρες μας. Τα Jobs/ ρόλοι, όπως ίσως φαντάζεστε, είναι γνωστοί ρόλοι από προηγούμενους τίτλους του franchise. Για παράδειγμα, έχουμε το ρόλο του white mage, που ειδικεύεται στην ίαση των υπολοίπων μελών της ομάδας, υπάρχει ο ρόλος του Uhlan, που είναι παρόμοιος με του Dragoon, ο οποίος χρησιμοποίει δόρυ για ισχυρές επιθεσεις κ.ο.κ.
Από εκεί και περά οι περισσότερες λειτουργίες των jobs ακολουθούν την ίδια λογική, δηλαδή επειδή ένας χαρακτήρας απέκτησε την άδεια για να χρησιμοποιήσει ένα ξόρκι, δεν σημαίνει πως μπορεί να το χρησιμοποιήσει άμεσα εφόσον -όπως και στην αρχική έκδοση- πρέπει να το αγοράσουμε από το αντίστοιχο κατάστημα. Στην έκδοση Zodiac Age, εκτός του ότι τα ξόρκια έχουν δεχτεί βελτιώσεις και μετονομασίες, κάποια εξ αυτών έχουν τοποθετηθεί και σε μπαούλα, οπότε απαραίτητη είναι πλέον και η εξερεύνηση της κάθε τοποθεσίας ώστε να έχετε καλύτερο οπλοστάσιο ικανοτήτων.
Μετά το τέλος του story μπορείτε να ασχοληθείτε με το επιμέρους περιεχόμενο του τίτλου, όπως είναι το trial mode, όπου μπορείτε να συμμετέχετε σε μάχες 100 επίπεδων, και αν καταφέρετε να το ολοκληρώσετε, θα ξεκλειδώσετε κάποια επιπλέον χαρακτηριστικά. Εκτός αυτού, μπορείτε να ασχοληθείτε με τα γνωστά κυνήγια (Hunts) που προσφέρει το παιχνίδι, να κάνετε κάποια side quests ή να καταδιώξετε τρόπαια ή κάποια Espers τα οποία μπορεί να σας ξέφυγαν κατά τη διάρκεια του αρχικού ταξιδιού σας.
Εν κατακλείδι, το Final Fantasy XII: The Zodiac Age είναι ένα προσεγμένο και καλοφτιαγμένο remaster, που βάσει των βελτιώσεών του (οπτικών και gameplay) προτείνεται ανεπιφύλακτα σε όσους αγάπησαν τον Vaan και την παρέα του και πέρασαν ευχάριστα με την αρχική έκδοση του τίτλου. Αντιθέτως, όσοι δεν μπόρεσαν να αντέξουν το αρχικό παιχνίδι, εδώ δεν πρόκειται να βρουν κάτι που θα τους πείσει να ασχοληθούν με τον κόσμο του Ivalice.