Battle Chasers: Nightwar

Δύο ώρες την ημέρα…

To Battle Chasers: Nightwar βασίζεται σε κόμικ, περί του οποίου ο γράφων δεν έχει την παραμικρή ιδέα. Αυτό όμως είναι καλό, μιας και δε θα αναλωθούμε σε κοπιαστικές συγκρίσεις με την έντυπη μορφή του, με το κατά πώς – και σε τι βαθμό – έχει διατηρηθεί η αυθεντική ατμόσφαιρα και γενικώς πώς χαντακώνονται τα comics όταν μετατρέπονται σε video games. Αντίθετα, μας αφήνει ελεύθερους να ασχοληθούμε με την ουσία του παιχνιδιού και με την πραγματική του φύση. Ποια είναι αυτή; Κατ’ αρχάς το παιχνίδι διανέμεται από την αγαπητή THQ έχοντας φτιαχτεί από ένα studio που λέγεται Airship Syndicate και μας παραπέμπει σε μακρινές εποχές. Πρόκειται για tactical RPG με turned based μάχες σε στύλ J-RPG, αλλά με “δυτικοπρεπή” παρουσίαση, όπως προστάζει και το ύφος του κόμικ. Ενδεχομένως αρκετοί από εσάς να χάσατε ήδη το ενδιαφέρον σας (ειδικά στο σημείο που αναφέρθηκε το “turn-based”), αλλά όσοι παραμείνατε μαζί μας καλό θα είναι να συνεχίσετε να παρακολουθείτε με προσοχή, καθώς ο τίτλος φέρει πολλά και διάφορα αξιόλογα στοιχεία.

Πρωτίστως – και για να λυθεί η όποια απορία – η παρουσίαση και ο όλος οπτικός τομέας έχει σχεδιαστεί με τρόπο που να παραπέμπει στο κόμικ (ε, εντάξει, κάποια μικρή έρευνα έγινε, δε μπορούμε να πούμε). Αυτό σημαίνει “ζωγραφιστά” γραφικά, με έντονα χρώματα και αυθεντικότητα στο σχέδιο, που παρουσιάζουν το περιεχόμενο του παιχνιδιού με τρόπο επιτυχημένο και καταφέρνουν, το δίχως άλλο, να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα. Τόσο οι πανέμορφοι χαρακτήρες, όσο και τα στατικά cinematic κι οι περιβάλλοντες χώροι, έχουν φτιαχτεί με τρόπο που δεν εντυπωσιάζει μεν, αλλά αφήνει αβίαστα ένα χαμόγελο ικανοποίησης.

Οι καιροί κι η παιδεία μάς επιβάλλει να ασχοληθούμε πρώτα με την παλέτα κι ύστερα με τον καμβά, οπότε ήγγικεν η ώρα να παρουσιαστεί και το σενάριο του παιχνιδιού: Ένας μεγάλος και τρανός πολεμιστής έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης κι η κόρη του (επίσης μαθήτρια της πολεμικής του τέχνης) ψάχνει να τον βρει. Μαζί της, αναμενόμενα, ταξιδεύει μια αταίριαστη ομάδα ηρώων, αποτελούμενη από χαρακτήρες που φέρουν ο καθένας την ιδιαίτερή του ατζέντα και φτιαγμένοι έτσι ώστε να ικανοποιούν τη βασική γκάμα γούστου για αυτά τα παιχνίδια. Στην πορεία τους καταλήγουν σε ένα νησί γεμάτο mana όπου καλούνται να ξετυλίξουν την πλοκή.

Πέρα λοιπόν από τη νεαρή κοπέλα, έχουμε ένα ευμεγέθες (δηλαδή τεράστιο) αλλά μορφωμένο War Golem που έχει ταχθεί στο να την προστατεύει. Τον κλασικό, γκρινιάρη, fighter ήρωα, συμπολεμιστή και φίλο του πατέρα της. Έναν ημίτρελο γέροντα μάγο που ενδεχομένως να μη γνωρίζει ούτε αυτός τα όρια του, μια rogue που αλλάζει γνώμη πιο γρήγορα από τα πουκάμισα (δε θα τη δείτε να κάνει κάτι τέτοιο) κι έναν… χαρακτήρα έκπληξη. Όπως ίσως έχει φανεί ήδη, η προσωπικότητα του καθενός διαθέτει τη δική της ταυτότητα, ενώ το background story που τους συνοδεύει προσδίδει το απαραίτητο βάθος, ώστε το σύνολο να σφύζει από αυθεντικότητα και να προσφέρει έντονο immersion.

Οι μεταξύ τους διάλογοι, η συμπεριφορά με npcs κι εχθρούς, καθώς και όλος ο σχεδιασμός τους, δείχνει ότι έχει γίνει απίστευτη δουλειά στην απόδοση του καθενός κι ότι το βάθος τους είναι μεγάλο. Σε αυτό συνεισφέρει και το άψογο voice acting, που αποδίδει σε μέγιστο βαθμό τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά. Αυτό, δε, δένει τέλεια με την όλη ηχητική επένδυση του τίτλου, δημιουργώντας μια γλυκύτατη, fantasy, φθινοπωρινή εμπειρία. Τα θέματα παραπέμπουν σε καθαρόαιμες fantasy (και μερικές φορές steampunk) καταστάσεις κι εναρμονίζονται όμορφα με τον οπτικό τομέα του τίτλου.

Όμως πώς παίζεται; Η αρχική οπτική είναι αυτή ενός χάρτη, με χαραγμένες τις διαθέσιμες διαδρομές επάνω και με μικρούς ρόμβους να καταδεικνύουν τα σημεία ενδιαφέροντος. Εσείς κινείτε την ομάδα επάνω σε αυτόν με τα cursor keys ή τα WASD και βλέπετε το μερικώς σουρρεαλιστικό θέαμα διαφόρων ηρώων να περπατάνε ανάμεσα σε βουνά και σε χαράδρες. Ας είναι. Στο διάβα τους εμφανίζονται εικονίδια εχθρών και αν τελικά διασταυρωθούν μαζί τους, τότε ξεκινάει η μάχη. Πιο σπάνια από όλα αυτά είναι τα σημεία του χάρτη που αντιπροσωπεύουν περιοχές εξερεύνησης. Έτσι, η οπτική αλλάζει κι ένα random generated επίπεδο φιλοξενεί τον αντιπροσωπευτικό ήρωα της ομάδας εκείνη τη στιγμή.

Αυτός περιπλανάται εκεί με τον ίδιο τρόπο, αλληλεπιδρά με άλλα σημεία ενδιαφέροντος, συνδιαλέγεται με npcs, λύνει γρίφους, ανακαλύπτει (με τον καλό ή τον κακό τρόπο) παγίδες και, φυσικά, συναντάει εχθρούς. Κάθε τέτοια περιοχή χαρακτηρίζεται από επίπεδο δυσκολίας και συνοδεύεται από τις κατάλληλες ανταμοιβές. Κατά τη φάση της εξερεύνησης μπορείτε να αλλάξετε τον επικεφαλής ήρωα χρησιμοποιώντας έτσι τα διάφορα passive abilities της ομάδας που δημιουργήθηκαν γι’ αυτόν το σκοπό: αποφυγή παγιδών, γκρέμισμα αδύναμων τοίχων, και healing είναι μόνο λίγα εξ αυτών.

Για να περάσουμε, πλέον, στη μάχη. Αυτή ακολουθεί τα μοτίβα των περισσότερων turn-based παιχνιδιών και κλίνει προς τη J-RPG φιλοσοφία. Αριστερά τίθενται τα τρία μέλη της ομάδας που έχετε επιλέξει να διεξάγουν τις μάχες, ενώ δεξιά είναι οι εχθροί. Στην αριστερή πλευρά της οθόνης βρίσκεται επίσης η ένδειξη σειρών, ενώ κάτω θα βρείτε τις διαθέσιμες κινήσεις, καθώς και τις περιγραφές τους. Μπορείτε λοιπόν να κάνετε απλές actions που εκτελούνται άμεσα, να επιλέξετε κάποιο ability που αποφέρει μεγαλύτερα γενικά οφέλη, αλλά κοστίζει mana και απαιτεί χρόνο προετοιμασίας (δηλαδή χάνετε τη σειρά σας), να εξαπολύσετε την ultra επίθεση του κάθε χαρακτήρα (όταν έχει γεμίσει ο αντίστοιχος μετρητής) ή να χρησιμοποιήσετε κάποιο αντικείμενο.

Στάνταρ συνταγή που θα μπορούσε να ήταν αρκετή σε άλλα παιχνίδια, όμως οι δημιουργοί αποφάσισαν – καλώς – να εισάγουν τον μηχανισμό supercharge. Αυτό αποτελεί το κόκκινο mana που αθροίζεται στο μπλε (το κανονικό δηλαδή). Παράγεται με την εκτέλεση – και μόνο – των απλών επιθέσεων και χάνεται μετά από κάθε μάχη. Είναι ένας ευφυής μηχανισμός, που ανοίγει δεκάδες επιλογές στην τακτική μιας μάχης, προσφέροντας δωρεάν mana, με αντάλλαγμα την εκτέλεση απλών κινήσεων. Ο ρυθμός με τον οποίο θα παράγετε και θα καταναλώνετε mana εξαρτάται, πλέον, από εσάς και την τακτική που εφαρμόζετε σε κάθε αντίπαλο.

Πώς μπορεί να ζημιωθεί ένα τόσο όμορφο σύνολο; Η ίδια η ομάδα που το έφτιαξε δίνει την απάντηση: με το να εφαρμοσθεί ένα ασταθές επίπεδο δυσκολίας στο παιχνίδι. Για ώρες ολόκληρες θα κάνετε περίπατο. Θα νικάτε τους εχθρούς εύκολα και σπάνια θα χρειαστεί να στύψτε το μυαλό σας για να αξιοποιήσετε όλα τα καλούδια που σας προσφέρονται από το παιχνίδι. Ξαφνικά θα βρεθεί ένας εχθρός που θα σας εξολοθρεύσει με μια κίνηση, μόνο και μόνο για να τον παρακάμψετε ή να επιδοθείτε σε grinding. Θα συνεχίσετε με μπόλικα ευκολάκια και σύντομα θα ξαναβρεθείτε μπροστά σε έναν “τοίχο” δυσκολίας.

Οι πρώτες 30 (!) ώρες του παιχνιδιού θα περάσουν ευχάριστα, καθώς ανακαλύπτετε περιοχές, εξερευνάτε, συνδιαλέγεστε και γενικά χάνεστε στο παιχνίδι. Μετά, θα αρχίσει να μοιάζει με αγγαρεία Θα πατάτε το Ε (ή το enter) άμυαλα ώστε να ξεμπερδεύετε με τους πάμπολλους εύκολους αντιπάλους και θα περιμένετε πότε θα βρεθεί στο δρόμο σας το επόμενο “βουνό”. Το αν η πλήξη θα σας εμποδίσει να ολοκληρώσετε τις υπόλοιπες 30 ώρες είναι άγνωστο, αλλά δεν παύει να είναι πιθανό. Μπροστά σε αυτό, τα υπόλοιπα ελαττώματα του τίτλου ωχριούν, όπως για παράδειγμα τα μεγάλα loading times, τα συχνά frame drops κι ο αποκλειστικός χειρισμός με τα keys. Ίσως κάποιοι, μάλιστα, ξενιστούν με την “τσιγγουνιά” του τίτλου και τη φτώχια του loot που θυμίζει τις πρώτες μέρες του Diablo III.

Μέχρι τότε θα περάσετε πολλά ευχάριστα απογεύματα επιστρέφοντας και παίζοντας στον κόσμο του Battle Chasers: Nightwar. Το βάθος του lore, οι δυνατοί χαρακτήρες και η όμορφη παρουσίαση θα σας τραβούν για καιρό, μέχρι να αρχίσει να σας απωθεί η επανάληψη και η ασταθής καμπύλη δυσκολίας. Ίσως να το τελειώσετε με ευχαρίστηση, ίσως και όχι. Μπορεί η πλήξη να σας κρατήσει μακριά, μπορεί και η μοναδικότητα των χαρακτήρων να σας κάνει να βυθιστείτε στο γεμάτο mana νησί του. Το γεγονός όμως παραμένει ότι με δύο ώρες την ημέρα θα περάσετε ένα πολύ γλυκό fantasy φθινόπωρο.

Το review βασίστηκε στην PC έκδοση του παιχνιδιού.


 

Exit mobile version