Φτιαγμένο από πραγματικές αναμνήσεις…
…στο μεγαλύτερο μέρος του, καθώς η εποχή της Amiga είναι πλέον μακρινή και η έλλειψη internet τα χρόνια εκείνα, έκανε την ενημέρωση προσιτή μοναχά μέσω των περιοδικών και αφιερωμάτων όπως αυτό εδώ. Όσο κι αν διαβάζαμε τότε, σίγουρα κάποια πράγματα δεν έφτασαν ποτέ στα μάτια και τ’ αυτιά μας και σίγουρα θα βρεθούν αναγνώστες που θα έχουν να συμπληρώσουν μικρής ή μεγάλης σημαντικότητας λεπτομέρειες. Νιώστε ελεύθεροι να το κάνετε.
Ας ταξιδέψουμε όμως στο 1986 και σε μια έκθεση-παρουσίαση της Commodore στο Los Angeles. Εκεί, γνωρίζοντας ότι τα παιχνίδια στην αγορά των ηλεκτρονικών υπολογιστών (Η/Υ για τη συνέχεια) βρίσκονταν σε πρωτόγονο στάδιο, η δημοφιλής εταιρία παρουσίασε το Defender Of the Crown, ένα παιχνίδι που, σύμφωνα με τα λεγόμενα των ειδημόνων τότε, είχε πραγματικά γραφικά και ήχο. Τι εννοούσαν; Σκεφτείτε ότι στους IBM-compatibles (πρόγονους των σημερινών PCs) το καλύτερο οπτικά παιχνίδι ήταν το King’s Quest, ενώ στα Macintosh οι επιλογές αποτελούνταν από τάβλι, ντάμα και… Risk. Το Defender Of the Crown συνόδευε την πρώτη Amiga, την Amiga 1000 – κι έκανε πάταγο.
Ας σημαδέψουμε όμως την χρονομηχανή λίγα χρόνια πιο πίσω, στο 1983 και συγκεκριμένα στις μέρες μετά το Κραχ. Τότε, ένα γκρουπ κατασκευαστών πήρε ένα δάνειο από την Atari για να αναπτύξει ένα gaming μηχάνημα τύπου κονσόλας. Το Κραχ τους τρόμαξε και άλλαξαν προσανατολισμό: αντί για gaming, έστρεψαν την περιγραφή στο… multi-tasking, multi-media personal computer, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό την εποχή εκείνη. Το project έφερε το κωδικό όνομα “Lorraine” για λόγους βιομηχανικής κατασκοπείας και η ομάδα που το ανέπτυξε ονομαζόταν Amiga Corporation.
Στη CES (Consumer Electronics Show) του 1984 στο Σικάγο, η εν λόγω εταιρία παρουσίασε το δημιούργημά της προς προσέλκυση χορηγών κι επενδυτών. Ο πολύς Steve Jobs το απέρριψε, λέγοντας ότι “περιέχει πάρα πολύ hardware”. Τελικά, η εταιρία που γοητεύτηκε ήταν η Commodore, που είχε μείνει ορφανή από τον ηγέτη της, Jack Tamriel, (μιας και αυτός αποφάσισε να μεταπηδήσει στην Atari) και στα κρύα του λουτρού από πολλά στελέχη της που τον ακολούθησαν. Μένοντας χωρίς πλάνο, χωρίς hardware, χωρίς – ουσιαστικά – μέλλον, η Commodore αποφάσισε να ποντάρει στην Amiga. H συμφωνία έκλεισε, το δάνειο ξεπληρώθηκε και το θαύμα βγήκε στην παραγωγή.
Το 1985 κυκλοφόρησε η Amiga 1000. Ένα Desktop μηχάνημα που φορούσε τον επεξεργαστή 68000 της Motorola στα 7 MHz (τώρα μετράμε σε GHz, σωστά;) κι ήταν εξοπλισμένο με τη μαγεία της εποχής: τα ξεχωριστά chipsets Agnus, Paula και Denise, τα οποία χειριζόντουσαν κατ’ αποκλειστικό τρόπο γραφικά, ήχο και μνήμη αντίστοιχα. Ας αφήσουμε τα πολλά specs για αργότερα κι ας επικεντρωθούμε στο impact. Η Amiga 1000 είχε business προσανατολισμό, αλλά ήταν εξοπλισμένη με τεράστια εργαλεία στον τομέα των γραφικών και του ήχου. Διέθετε, δε, λειτουργικό το οποίο λειτουργούσε σε περιβάλλον GUI (Graphic User Interface) κι ελεγχόταν με standard ποντίκι.
Κάπως έπρεπε να παρουσιασθούν όλα αυτά τα καλούδια και το Defender of the Crown πέτυχε την αποστολή του. Όλοι είδαν και θαύμασαν την πρωτοποριακή τεχνολογία του υπολογιστή. Όμως το πουριτανιστικό mentality της εποχής αποτύγχανε να συνδυάσει ένα business μηχάνημα των 2.500$ (ω, ναι!) με… γραφικά και ήχο. Το marketing (που αποδείχθηκε αχίλλειος πτέρνα της Amiga μετά από χρόνια) απέτυχε με τη σειρά του να ορίσει ένα νέο πλαίσιο ύπαρξης για το μηχάνημα που… “ήρθε από το μέλλον”. Αντίθετα, έσπασε τα προϊόντα της εταιρίας σε high-end business model, δηλαδή την Amiga 2000, και σε low end home computer, την Amiga 500.
To να μιλάει κάποιος κάτοχος για την Amiga 500, είναι σα να μιλάει για τη μάνα του. Η αρχική της τιμή ήταν τότε 700$, όσα δηλαδή είχε το PS3 στο launch του και σκούζαμε όλοι. Όμως αυτό δεν την εμπόδισε στο παραμικρό. Διέθετε τον ίδιο επεξεργαστή, τα ίδια “μαγικά” τσιπάκια, 512KB μνήμης κι εσωτερικό floppy drive. Ακριβέστερα, όλα ήταν εσωτερικά, σε μια συσκευή που περιείχε chipset και πληκτρολόγιο σε ένα σώμα. Στα ντουζένια του (HAM mode) απέδιδε 4096 χρώματα επί της οθόνης σε 640Χ256 ανάλυση και 4-κάναλο 8-bit ήχο σε στερεοφωνική απόδοση, την οποία εξήγαγε μέσω RCA βυσμάτων κι επέτρεπε multitasking μέσω του Workbench λειτουργικού του. Είχε δύο εξόδους για standard Atari Joystick και μπορούσε να επεκταθεί μέχρι και σε τέσσερα floppy drives σε chain διαρύθμιση.
Υπέρμετρα επεκτάσιμη, είχε σειριακή και παράλληλη θύρα, standard SCART έξοδο για αναπαραγωγή εικόνας και ομοαξονικό καλώδιο RF για υποστήριξη παλαιότερων monitors. Στο κάτω μέρος υπήρχε καταπακτή για επέκταση μνήμης, ενώ στο πλάι μια άλλη σκεπαστή θύρα για εξωτερικό σκληρό δίσκο ή δυνατότερο επεξεργαστή. Αυτός μπορεί να ήταν είτε της 68ΧΧΧ γενιάς της Motorola, είτε της 80ΧΧΧ σειράς της Intel μέσω εξομοίωσης (!). Επιπλέον, όλα τα τσιπάκια ήταν “κουμπωτά”, γεγονός απίστευτο για budget μηχάνημα, κάτι που επέτρεπε την άμεση κι εύκολη αντικατάσταση όλων ή τμήματος των chipsets προς αναβάθμιση ή επισκευή.
Τι σήμαιναν όλα αυτά το 1987; Την ευχή και κατάρα της Amiga: games, κάτι που της έδωσε τη ρετσινιά της παιχνιδομηχανής, και που κρατάει μέχρι και σήμερα. Όμως το περιοδικό Byte, το έθεσε κάπως καλύτερα:
“The Amiga was so far ahead of its time that almost nobody—including Commodore’s marketing department—could fully articulate what it was all about. Today, it’s obvious the Amiga was the first multimedia computer, but in those days it was derided as a game machine because few people grasped the importance of advanced graphics, sound, and video. Nine years later, vendors are still struggling to make systems that work like 1985 Amigas.
— Byte Magazine, August 1994
Στο επόμενο τμήμα του αφιερώματός μας για τα 30 χρόνια από την αρχική κυκλοφορία της Amiga, συνεχίζουμε με την πορεία του ιστορικού υπολογιστή και θα μιλήσουμε για τα σημαντικότερα παιχνίδια του.