City of Brass

Χίλιες και μία νύχτ… εεε… προσπάθειες.

Roguelike· ένα απαιτητικό είδος που έχει εκπροσώπους πλέον σχεδόν αποκλειστικά στην indie σκηνή και δη στο είδος των δισδιάστατων platformers (δύο διαστάσεις το Rogue Legacy δύο και το isometric Don’t Starve, ανεξαρτήτως αν αλλάζει η προοπτική). Ως εκ τούτου, το να πιάνουμε στα χέρια μας ένα καθαρόαιμο roguelike σε προοπτική πρώτου προσώπου, φαντάζει από μόνο του ως φρέσκια ιδέα, σε ένα είδος για το οποίο έχουμε μία κάποια αδυναμία.

Το City of Brass κατάφερε να τραβήξει την προσοχή μας καταρχάς για το roguelike του θέματος και δεύτερον γιατί μας μεταφέρει σε ένα σκηνικό εμπνευσμένο από το Χίλιες και Μία Νύχτες (όπως τονίζουν οι δημιουργοί στην περιγραφή, με σαφέστατες επιρροές από την τριλογία των Prince of Persia, προσθέτουμε εμείς). Οι μιναρέδες, τα τζίνι, το μαστίγιο του πρωταγωνιστή και τα πολυτελή ανάκτορα σίγουρα βοηθούν στη δημιουργία μίας όμορφης, πρώτης εικόνας ενώ και η μεταχείριση της Unreal Engine 4 εκπληρώνει αρκετά ικανοποιητικά το σκοπό της προς αυτήν την οδό. Ευτυχώς, δεν μένουμε με τη γεύση της πρώτης εικόνας, καθώς το City of Brass κάνει πολλά πράγματα σωστά αν και δεν του λείπουν οι στραβοτιμονιές που του αφαιρούν σημαντικούς πόντους από τη συνολική εμπειρία.

Εξ αρχής να πούμε ότι το σενάριο λάμπει διά της απουσίας του, κάνοντας το εισαγωγικό του Binding of Isaac να φαντάζει ως επικό μυθιστόρημα μπροστά του. Αν και δεν έχουμε κανένα θέμα με καλογραμμένες ιστορίες, από την άλλη πλευρά επίσης δεν έχουμε κανένα απολύτως πρόβλημα όταν αυτές απουσιάζουν σε παιχνίδια που -φαινομενικά τουλάχιστον- δεν τις χρειάζονται, μία επιλογή σαφέστατα προτιμότερη από κείμενα μέτριας ή κακής αξίας, που φαίνεται σαν να μας ωθούν από μόνα τους στο κουμπί του skip.

Εδώ δεν χρειαζόμαστε τίποτα περισσότερο από το γιαταγάνι και το μαστίγιό μας, και τον απλό στόχο της εύρεσης της εξόδου σε κάθε ένα από τα 12, τυχαία δομημένα, επίπεδα. Τα πυροβόλα όπλα απουσιάζουν ολοκληρωτικά, με το σύστημα μάχης να επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στις melee επιθέσεις αλλά και τη στρατηγική χρήση του μαστίγιου. Το μαστίγιο αποτελεί και το βασικότερο κομμάτι του εξοπλισμού, που καταφέρνει να προσδώσει προσωπικότητα στο City of Brass, αποτελώντας το σημαντικότερο εργαλείο -ουσιαστικά- ικανό να μας δώσει μία ελπίδα για να φτάσουμε στο τελευταίο επίπεδο.

Απέναντί μας βρίσκουμε πολλούς διαφορετικούς εχθρούς, οι περισσότεροι εκ των οποίων αποτελούν διαφορετικές εκφάνσεις σκελετών με ξεχωριστές ικανότητες και εξοπλισμό, ενώ δεν λείπουν και ορισμένες εκπλήξεις, όπως αγάλματα που κινούνται και επιτίθενται μόνο όταν έχουμε την πλάτη μας γυρισμένη σε αυτά. Οι περισσότεροι από τους εχθρούς είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι, ακόμα και μόνοι τους, έτοιμοι να αρπάξουν την ευκαιρία όταν είμαστε για λίγο απρόσεκτοι, φέρνοντας μας πολύ κοντά στο game over. Ακόμα και ένα εχθρικό χτύπημα επηρεάζει σημαντικά την πορεία προς τον τερματισμό, σε ένα παιχνίδι όπου η δυνατότητα για αναζωογόνηση είναι αρκετά σπάνια.

Η εφόρμηση με το γιαταγάνι μας δεν είναι πάντα η καλύτερη στρατηγική, από τη μία γιατί οι εχθροί ενδέχεται να αντεπιτεθούν απρόοπτα, από την άλλη γιατί ορισμένες φορές η λεπίδα δεν βρίσκει το στόχο της, ανεξάρτητα αν φαίνεται ότι περνάει μέσα από το αντίπαλο σώμα… Αυτό το σχεδιαστικό ελάττωμα, αν και δεν συμβαίνει συχνά, δεν παύει να κάνει αισθητή την παρουσία του, σε σημείο που να μην είμαστε πάντα 100% σίγουροι ότι η επίθεσή μας θα πετύχει. Κάπου εδώ μπαίνει η χρήση του μαστίγιου, το οποίο πάντα έχουμε ανά χείρας μαζί με το σπαθί, επιτρέποντάς μας, ανάλογα με το σημείο που σημαδεύουμε, να πετύχουμε τους εχθρούς στο κεφάλι, ζαλίζοντάς τους, να τους ρίξουμε στο έδαφος για μερικά δευτερόλεπτα ή να αποσπάσουμε το όπλο τους.

Επιπρόσθετα, μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε για να ενεργοποιήσουμε κάθε λογής παγίδες (υπάρχουν δεκάδες διαφορετικοί τύποι, από καρφιά έως πλατφόρμες που μας εκτινάσσουν στον αέρα), αλλά και να αρπάξουμε από απόσταση πολύτιμους θησαυρούς, που μας επιτρέπουν να αγοράσουμε εξοπλισμό από τα τζίνι-καταστηματάρχες. Η χρήση του μαστίγιου είναι τόσο άμεση και χρηστική, που ακόμα και όταν ένα πολύτιμο αντικείμενο βρισκόταν στα δύο μέτρα μπροστά μας, προτιμούσαμε να το χρησιμοποιήσουμε αντί να κάνουμε δύο βήματα…

Η σωστή μεταχείριση του μαστίγιου έρχεται κατόπιν εκμάθησης, καθώς στα αρχικά στάδια το μικρό “lag” που έχει μεταξύ της προετοιμασίας της εκτίναξης και της εύρεσης του στόχου δημιουργεί την εντύπωση πως είναι δύσχρηστο. Δεν αργεί, όμως, η στιγμή όπου μαθαίνουμε την κατάλληλη χρήση του, ώστε να έρθουμε σταδιακά σε επίπεδα… Indiana Jones, αφήνοντας σαφέστατα την ευχάριστη αίσθηση πως αποκτούμε οι ίδιοι καλύτερη δεξιοτεχνία. Παρόλο, όμως, που υπάρχει μία καλοφτιαγμένη βάση, τελικά το City of Brass σκοντάφτει μέσα στο ελλιπές random στοιχείο που αδυνατεί να κρατήσει το ενδιαφέρον μας για πολλαπλές επιστροφές στον κόσμο του.

Όπως είναι φυσικό για το είδος, κάθε επίπεδο σχεδιάζεται τυχαία, όμως, η αλήθεια είναι ότι ήδη από τις πρώτες φορές που επιστρέφαμε φαινόταν πως δεν υπάρχει ουσιαστική ποικιλία προσχεδιασμένων δωματίων ώστε να δίνεται εύστοχα η εντύπωση ότι πραγματικά εισερχόμαστε σε έναν τυχαίο κόσμο. Πολύ συχνά νοιώθαμε ότι σε κάθε επιστροφή μας βλέπαμε πάντα τα ίδια ακριβώς δωμάτια, τα οποία ενδέχεται να έχουν -απλώς- διαφορετική διαρρύθμιση, δημιουργώντας τελικά την αίσθηση πως βρισκόμασταν σε περισσότερο παρόμοια επίπεδα απ’ ό,τι θα θέλαμε σε ένα roguelike παιχνίδι. Όσον αφορά στη δυνατότητα να αγοράζουμε ή να βρίσκουμε εξοπλισμό αλλά και διαφόρων ειδών upgrades, μπορεί να υπάρχει ένα σχετικό εύρος, η αλήθεια είναι όμως ότι αυτά που προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια είναι μετρημένα στα δάχτυλα.

Παρά τα παραπάνω θέματά του, το City of Brass δεν παύει να είναι μία αξιοπρεπής προσθήκη στο είδος. Αν και θα θέλαμε μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη ποικιλία στο random στοιχείο, και πάλι η όμορφη αισθητική του, η ποικιλία των εχθρών και η καλοφτιαγμένη χρήση του μαστίγιου κατάφερε να κρατήσει το ενδιαφέρον μας και να διατηρήσει το πείσμα μας μέχρι να καταφέρουμε να φτάσουμε το τελευταίο επίπεδο.

To review βασίστηκε στην έκδοση του παιχνιδιού για PC.


 

Exit mobile version