Ένα γλυκό, γλυκό Déjà vu.
Μέσα σε λίγα μόλις λεπτά ενασχόλησης με το Valkyria Chronicles 4, ένας παλιός οπαδός της σειράς θα χτυπηθεί ακαριαία από το συναίσθημα της προμνησίας και θα ξαναδεί τον εαυτό του, 10 χρόνια νεότερο/ ακμαιότερο/ ελαφρύτερο/ κ.λπ., να κάνει χαλαρούς περιπάτους αλλά και ηρωικές επελάσεις στο 2ο μεγάλο πόλεμο της εναλλακτικής Europa του Valkyria Chronicles. Όλα τα στοιχεία που θυμάται και αγάπησε, όλα τα πεδία μάχης που έφτυσε αίμα και έσπασε dualshocks, όλες οι πεδιάδες με τα ζωγραφιστά λουλούδια που τον έκαναν να φιλοσοφεί γύρω από την ματαιότητα του πολέμου, όλα μα όλα είναι εδώ.
Το VC4 μπορεί να είναι το τέταρτο επίσημο μέλος της σειράς (το τραγικό spin-off Valkyria Revolution ας το ξεχάσουμε καλύτερα) αλλά με τα VC 2 και 3 να είχαν βγει μόνο στο PSP και το 3ο μάλιστα να κυκλοφόρησε μόνο στην Ιαπωνία, εδώ έχουμε επιτέλους το sequel που περιμέναμε εδώ και δέκα χρόνια, από τότε που το πρώτο παιχνίδι της σειράς έκανε επέλαση στο PS3 και έμεινε στην καρδιά πολλών παικτών ως ένα από τα καλύτερα παιχνίδια της γενιάς αλλά και της κονσόλας. Ίσως όμως να παραείναι κοντά… Αλλά ας δούμε τα πράγματα με τη σειρά τους.
Για όποιους δε γνωρίζουν τη σειρά, η ιστορία του Valkyria Chronicles 4 λαμβάνει χώρα σε μια εναλλακτική Ευρώπη, με πιο Japanese steampunk αισθητική, κατά τη διάρκεια του 2ου μεγάλου Πολέμου. Πρόκειται για μια τεράστια διαμάχη ανάμεσα σε δύο υπερδυνάμεις που χώρισαν την Ήπειρο αυτή στη μέση, στην προσπάθειά τους για απόλυτη κυριαρχία και έλεγχο των αποθεμάτων του Ragnite, της μορφής ενέργειας του πολιτισμού του παιχνιδιού (αντί πετρελαίου). Όπως και στο πρώτο αλλά και στο τρίτο παιχνίδι της σειράς, το VC4 μάς μεταφέρει επίσης εντός αυτού του πολέμου αλλά σε διαφορετικό μέτωπο, αυτό που θα λέγαμε πως ήταν και το “μεγάλο μέτωπο” του πολέμου.
Είναι αρκετά ενδιαφέρον το ότι μαθαίνουμε επιτέλους τι έγινε και στο βασικό μέτωπο, μιας και στο παρελθόν είχαμε περιοριστεί σε πολύ πιο μικρές περιοχές, εμβαθύνοντας έτσι ακόμα περισσότερο μέσα στον κόσμο του VC και χαροποιώντας ιδιαιτέρως τους οπαδούς της σειράς. Από την άλλη, η απόφαση να επιστρέψουμε για μια ακόμα φορά στην ίδια χρονική περίοδο έχει και τα προβλήματά της, είτε για έναν παλιό είτε για νέο παίκτη. Για τον παλιό, απουσιάζει πάρα πολύ το φρέσκο μυστήριο και η πολιτική ίντριγκα, μιας και ήδη γνωρίζει το βασικό lore του κόσμου αλλά και την κατάληξη του πολέμου. Ο δε νεότερος παίκτης, απλά θα βρεθεί ξεκρέμαστος από το lore, μιας και το παιχνίδι θεωρεί δεδομένο ότι γνωρίζετε τι εστί Valkyria, ποιος ήταν ο παλιός πολιτισμός, τι παίζει με τους Darksens και διάφορα άλλα πραγματάκια που απλά θα ακούσει επιφανειακά και ουδέποτε μάθει το κάτι παραπάνω.
Παρά αυτή τη μάλλον άστοχη χρονική επιλογή, η ποιότητα της γραφής του τίτλου αποφεύγει με μαεστρία την εφηβική παγίδα που είχαμε δει στο δεύτερο παιχνίδι και προσφέρει και αυτό μια ιδιαίτερα καλογραμμένη περιπέτεια -πλαισιωμένη από ένα πολύ ωραίο καστ- που είναι πολύ γερά προσγειωμένη στην πραγματικότητα. Αποφεύγοντας επιπολαιότητες υπερβολής και εντυπωσιασμού που συνήθως βλέπουμε σε πολεμικά παιχνίδια, στήνει μια τυπική μα και καλογραμμένη ιστορία, με αυτό τον όμορφο τρόπο της σειράς, που πάντα καταφέρνει να περάσει ιδιαίτερα, βαθιά συναισθήματα και μηνύματα γύρω από τον πόλεμο και την ανθρώπινη φύση. Πάνω από όλα, βέβαια, το Valkyria Chronicles 4 είναι ένα πολεμικό παιχνίδι, και, έτσι, πέρα από την ιστορία του, μεγάλο βάρος έχει πέσει και στο gameplay όπου είναι και ο τομέας στον οποίο το παιχνίδι της SEGA διαπρέπει.
Πρόκειται στην ουσία για ένα καθαρόαιμο turn-based strategy/ RP game iαπωνικής κοπής, με τα δικά του real-time στοιχεία. Μέσα σε ένα μεγάλο χάρτη, ο παίkτης θα αποκτήσει τον έλεγχο μιας ομάδας στρατιωτών και θα πρέπει να τους οδηγήσει στη νίκη, εκπληρώνοντας τα απαραίτητα objectives. Όντας turn-based, το παιχνίδι δίνει στη διάθεσή σας έναν αριθμό από action points για να ξοδέψετε, να κινήσετε τους χαρακτήρες σας και να πολεμήσετε με αυτούς, αλλά σε αντίθεση με τα περισσότερα turn-based παιχνίδια, εδώ όταν κινείτε ένα χαρακτήρα, το κάνετε εν μέσω ενός -σχεδόν- real-time σκηνικού, με αποτέλεσμα να απαιτείται πολλή προσοχή για να μη… σας τον φάνε λάχανο κατά την προσέγγισή σας!
Όταν, δε, αποφασίσετε να επιτεθείτε, μπορείτε σαν σε shooter τρίτου προσώπου, να στοχεύσετε ακριβώς εκεί που επιθυμείτε, έτσι ώστε να πετύχετε ευαίσθητα σημεία, μηχανισμούς, εκρηκτικά κ.λπ. Πρόκειται για ένα, φαινομενικά, απλό σύστημα, που όμως γίνεται ολοένα και πιο σύνθετο μπαίνοντας σε όλο και πιο περίπλοκους χάρτες αλλά και παίρνοντας υπόψη όλα τα διαφορετικά οχήματα, τους οπλισμούς, τα εμπόδια και τους εχθρούς που υπάρχουν. Για ένα νέο παίκτη της σειράς, η ποικιλία θα του φανεί άκρως ικανοποιητική, ενώ και για έναν έμπειρο πολεμιστή, οι προσθήκες που έχουν γίνει, σε σύγκριση πάντα με τον πρώτο τίτλο, είναι ιδιαίτερα χορταστικές.
Πέρα από τα παραδοσιακά classes (scout, assault, engineer, sniper, lancer), πλέον έχετε και τον ολμιστή grenadier που θα σπείρει τον τρόμο στο πεδίο της μάχης. Τα τανκ διαθέτουν περισσότερες επιλογές παραμετροποίησης, πλέον υπάρχει και μεταγωγικό όχημα, ο οπλισμός έχει αρκετές προσθήκες και βελτιώσεις και ο αντίπαλος διαθέτει πια πολύ περισσότερα οχυρωματικά αλλά και αμυντικά κόλπα, όπλα και εγκαταστάσεις. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, σε συνδυασμό με τον καλύτερο σχεδιασμό επιπέδων που έχουμε δει ως τώρα στη σειρά, οδηγεί σε ένα παιχνίδι με καταιγιστικό gameplay και βαθύτατη στρατηγική, καθώς είναι πάρα πολύ εύκολο να χάσετε τη μισή μονάδα σας σε ένα γύρο αν δεν είστε προσεκτικοί. Να πούμε, πάντως, πως εν αντιθέσει με το 1ο και 3ο τμήμα της σειράς, εδώ το επίπεδο δυσκολίας αυξάνεται αρκετά ομαλά και έτσι δεν θα αντιμετωπίσετε απότομα spikes και τις τυπικές, “JRPG” καταναγκαστικές grinding βόλτες.
Όλα καλά και ονειρικά λοιπόν; Όχι ακριβώς. Το αρχικό Valkyria Chronicles, όταν είχε κυκλοφορήσει το 2008, ήταν κάτι το σχεδόν επαναστατικό και φρέσκο, και παρόλα τα προβληματάκια του, είχε καταφέρει να κερδίσει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας. Το VC4, από τον άλλη, είναι σχεδόν ίδιο με τον προκάτοχό του σε πάρα πολλά σημεία. Ευτυχώς, σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτό λειτουργεί θετικά και προσέφερε στη SEGA τη δυνατότητα να πατήσει επάνω σε μια πολύ ισχυρή βάση και να τη βελτιώσει με διάφορες προσθήκες και μικροαλλαγές, δίνοντας μακράν το καλύτερο gameplay της σειράς. Από την άλλη, βλέπουμε εν έτει 2018 τα ίδια προβλήματα με μια δεκαετία πριν, με τους χαρακτήρες να ψιλοκολούν στο pathfinding τους, το άλμα στα εμπόδια να κουτσοδουλεύει, την κάλυψη να γίνεται μόνο σε πολύ συγκεκριμένα σημεία και, γενικά, να έχουν γίνει διάφορες αναχρονιστικές επιλογές, που πετύχαιναν το στόχο τους δέκα χρόνια πριν, αλλά σήμερα απλά δε θα περίμενες σε παιχνίδι.
Ακόμα και τα μενού είναι 100% ίδια με πριν, σε στήσιμο και σχεδιασμό, δείχνοντας μια σχεδόν αρχαϊκή χροιά. Όταν πάτε να αναπτύξετε νέο οπλισμό μετά από 2-3 αποστολές και έχετε χρήματα για ανάπτυξη 40-50 όπλων, το να κάνεις τόσα πολλά κλικ και ανούσιες κινήσεις για κάθε ανάπτυξη, οδηγεί σε πολύ χαμένο χρόνο και κούραση. Βλέποντας τον τεχνικό τομέα του τίτλου, όμως, νομίζουμε πως είναι ξεκάθαρο το τι έχει συμβεί. Με εξαίρεση το σχεδιασμό νέων στολών/ χαρακτήρων και το στήσιμο των περιοχών, το VC4 θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι κυκλοφόρησε το 2009. Η ανακύκλωση παλιών assets σε μια σειρά δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά αυτό συνήθως γίνεται από παιχνίδι σε παιχνίδι και με μια, σχετικά μικρή χρονική διαφορά μεταξύ τους.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως το 70-80% των assets έχει μεταφερθεί αυτούσιο από το πρώτο παιχνίδι, μετά τις βελτιώσεις που υπέστησαν στο HD remaster του. 3D models, animation, sound effects, textures και διάφορα άλλα καλούδια έχουν αντληθεί σε τεράστιο βαθμό από το πρώτο παιχνίδι, φέρνοντας μαζί και ορισμένα από τα αρχικά προβλήματά τους (rag doll physics σε εκρήξεις, pathfinding κολλήματα, “ξύλινοι” πυροβολισμοί κ.λπ.). Η ανακύκλωση των assets είναι εντονότατη και σίγουρα δεν είναι αυτό που θα περιμέναμε να συμβεί δέκα χρόνια μετά.
Για να μη γκρινιάζουμε όμως, θα παραδεχθούμε πως το Valkyria Chronicles 4 -ακόμα και έτσι- είναι πανέμορφο. Σχεδιασμένο και αυτό με την Canvas Engine, που κάνει τα γραφικά να δείχνουν σαν να έχουν περαστεί στο χέρι από πενάκι και νερομπογιές, το κλασικό, πανέμορφο art direction και το steampunk στοιχείο της σειράς είναι πάλι εδώ και μαγεύει τον παίκτη. Εξίσου υπέροχη δουλειά έχει γίνει και στο voice acting, όπου το παιχνίδι παρουσιάζει ένα υψηλότατο επίπεδο στο πρωτότυπο, ιαπωνικό voice acting ενώ ακόμα και στο αγγλικό η προσπάθεια είναι αρκετά ανώτερη απ’ ό,τι βλέπουμε συνήθως στα μεταγλωττισμένα JRPGs. Το κερασάκι στην τούρτα είναι σίγουρα η μουσική επένδυση της περιπέτειάς μας, που αγγίζει -και σε σημεία ξεπερνάει- τα επικά θέματα και εμβατήρια των παλαιότερων τίτλων.
Το Valkyria Chronicles 4, λοιπόν, είναι ακριβώς το sequel που είχαμε ζητήσει από τη SEGA όταν τελειώσαμε το πρώτο παιχνίδι. Βελτιωμένο σε πάρα πολλούς τομείς αλλά και με ακόμα καλύτερο και βαθύτερο gameplay, αποτελεί μια εξαιρετική προσθήκη στη σειρά αλλά και μια δυναμική επιστροφή της στις home consoles. Ένα ιδιαίτερα διασκεδαστικό παιχνίδι, που παίζει δίχως αντίπαλο στην κατηγορία του, αλλά και για άλλη μια φορά ένα από τα καλύτερα J-RP /RTS παιχνίδια της γενιάς του, ασχέτως αν δείχνει να πάσχει από μια κρίση ταυτότητας ως προς το σε ποια γενιά hardware ανήκει!
To review βασίστηκε στην έκδοση του παιχνιδιού για το Switch.