Στοιχειωμένα Φιόρδ.
Το Draugen μπορεί να μην είναι ένα από αυτά τα “ΑΑΑ” παιχνίδια που βλέπετε να διαφημίζονται μέχρι και στις στάσεις λεωφορείων, αλλά δε μπορεί να πει κανείς πως ήταν και ένα εντελώς άγνωστο indie game. Δημιούργημα του «μεγάλου» Ragnar Tornquist (Longest Journey & Dreamfall series, Anarchy Online, Secret World) και της εταιρίας του, της Red Thread Games, ήταν σίγουρα ένας τίτλος που ήταν υψηλά στις wishlists παικτών που αγαπούν περίπλοκους κόσμους και βαθιά, πλούσια ιστορία και αφήγηση. Ναι, υπήρξαν σίγουρα κάποιες ενστάσεις όταν ανακοινώθηκε ότι το παιχνίδι θα ήταν πιο κοντά σε μια interactive experience (δηλαδή Walking Simulator) απ’ ό,τι σε ένα καθαρόαιμο adventure όπως ήταν η σειρά The Longest Journey.
Αλλά για να λέμε και του στραβού το δίκιο, η δύναμη του Ragnar ήταν πάντα στη γραφή. Άλλωστε, τα TLJ και Dreamfall αγαπήθηκαν για ακριβώς αυτό τον λόγο, προσπερνώντας μάλιστα και ορισμένα τραγικά πράγματα στο gameplay, όπως γρίφους με φουσκωτά παπάκια, κάμερες που κάνουν σβούρες, σπασμένο combat system και άλλα λοιπά καλούδια. Σε συνδυασμό, λοιπόν, με ορισμένα πραγματικά πανέμορφα trailers και οπλισμένοι με τη γνώση ότι εδώ ο Ragnar μάλλον θα μπορέσει να μεσουρανήσει, οι απανταχού γνώστες του είδους έβλεπαν το παιχνίδι με αρκετά θετικό μάτι και ήταν σίγουρα ο πιο αναμενόμενος τίτλος -για αυτό το είδος- εντός του 2019. Είχε όμως αυτή τη θετική κατάληξη που όλοι περίμεναν; Η απάντησή μας θα είναι μάλλον ένα συγκρατημένο «ε, ΟΚ».
Όπως είπαμε και παραπάνω, το Draugen ανήκει στο είδος των interactive experiences, όπως είναι οι Dear Esther, Gone Home, Firewatch, Everybody’s Gone To Rapture και άλλοι παρόμοιοι τίτλοι. Πρόκειται για μια εμπειρία σε σφηνάκι 2-3 ωρών, η οποία προσφέρει ελάχιστο gameplay ή interaction στον παίκτη πέρα από το να περπατήσει μόνος του μέσα σε έναν κόσμο, να διαβάσει λίγες πληροφορίες και, σιγά-σιγά, να βρει την απάντηση γύρω από το μυστήριο που πραγματεύεται. Ως έχει, πραγματικά δεν έχουμε να πούμε κάτι για το gameplay, μιας και πέρα από περπάτημα, την ανάγνωση μερικών σημειώσεων, τις συζητήσεις, άντε και το άνοιγμα καμιάς πόρτας… that’s all folks. Έτσι είναι το είδος και δε περιμένουμε κάτι περισσότερο από εκεί. Αυτό, όμως, που περιμέναμε, είναι έναν κόσμο με πολλά πράγματα να εξερευνήσεις και να μάθεις. Το Firewatch είχε έναν αρκετά μεγάλο κόσμο, που όλο και έβρισκες διάφορα έξτρα στοιχεία που εμπλούτιζαν την ιστορία.
Το Everybody’s Gone to Rapture ήταν πνιγμένο με πληροφορίες για τους ανθρώπους που χάθηκαν και τη ζωή τους. Το Gone Home είχε ένα σωρό μυστικά να ανακαλύψεις, που πρόσφεραν ένα παραπάνω “άρωμα” στο παιχνίδι. Στο Draugen, θα λέγαμε πως αν απλά ακολουθείτε την κατεύθυνση στην οποία σάς στέλνει το παιχνίδι και κάνετε κλικ σε σε μερικά αντικείμενα σε τρία κτίρια, θα έχετε δει το 95% του τίτλου. Μάταια περάσαμε άλλη μία ώρα ψάχνοντας διεξοδικά το παιχνίδι για παραπάνω πληροφορίες. Τζίφος.
Υποτίθεται δε, πως το μεγάλο του ατού του τίτλου θα ήταν οι συνομιλίες ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες, καθώς ο Tornquist είχε πει πως είχε εμπνευστεί από το (όντως εξαίσιο και πλουσιότατο) σύστημα διαλόγων και κουβέντας του Oxenfree. Μόνο που στο Oxenfree οι συζητήσεις ήταν πολύ πιο οργανικές και είχαν και ένα ουσιαστικό αντίκτυπο σε διάφορα σημεία στην ιστορία, στο τέλος, στους χαρακτήρες κλπ. Εδώ, οι συζητήσεις δεν προσφέρουν τίποτα το πραγματικά ουσιαστικό στην περιπέτεια, πέρα από το ότι μπορείτε να απαντήσετε παραπάνω από ένα πράγματα. Με αυτά και με εκείνα λοιπόν, ουσιαστικά δεν υπάρχει κάποιο replayability, κάνοντας το κόστος των 20 ευρώ που ζητά το παιχνίδι για την απόκτησή του ως κάτι που κάποιος σίγουρα θα ξανασκεφτεί πριν επενδύσει.
Σίγουρα θα δελεαστεί όμως αν δει τα μαγικά trailer του τίτλου, μιας και από όλες τις απόψεις το Draugen είναι -το λιγότερο- εντυπωσιακό τεχνικά. Είχαμε ήδη δει θαύματα από αυτή την ομάδα στο Dreamfall Chapters,αλλά και το Draugen αποτελεί άλλη μία επίδειξη δύναμης για την Unity Engine. Όχι γιατί έχει τα εντυπωσιακά γραφικά του Α Plague Tale: Innocence ή του Battlefield V, άλλωστε μιλάμε για την Unity και είναι γνωστές οι αδυναμίες της (ειδικά στο lip synch). Ακόμα και έτσι όμως, το τελικό αποτέλεσμα συναρπάζει.
Με το παιχνίδι να λαμβάνει χώρα σε ένα απομακρυσμένο χωριουδάκι, χωμένο μέσα στα φιόρδ της Νορβηγίας, οι δημιουργοί επέλεξαν ένα art direction που όχι απλά ταιριάζει με το σκηνικό, αλλά καταφέρνει να προσφέρει μια παραμυθένια χροιά σε όλη την ατμόσφαιρα. Με εξαιρετική χρήση χρωμάτων, αλλά και animation γεμάτο ζωντάνια, ο τεχνικός τομέας του Draugen αποτελεί σίγουρα το δυνατότερό του σημείο. Και λέμε όλος ο τεχνικός τομέας, μιας και το παιχνίδι συνοδεύεται από υπέροχη μουσική επιμέλεια, περιβαλλοντικά εφέ που ζωντανεύουν το μέρος (σε αντίθεση με την νεκρική ησυχία του Firewatch) και τιμιότατο voice acting.
Δεν μιλήσαμε όμως ως τώρα για το στοιχείο που όλοι περιμέναμε να δούμε σε αυτό τον τίτλο, τον τομέα της ιστορίας, της γραφής και της αφήγησης. Ο λόγος που τον αφήσαμε για το τέλος, είναι γιατί όντως εδώ τα πράγματα περιπλέκονται και μπορούν να γίνουν πολύ υποκειμενικά, ενώ σε ένα τόσο μικρό παιχνίδι, είναι δύσκολο να μιλήσουμε για την όποια ιστορία δίχως να δώσουμε spoiler για ένα τεράστιο κομμάτι του παιχνιδιού. Λέγοντας τα απολύτως απαραίτητα, η ιστορία λαμβάνει χώρα κατά τη δεκαετία του 1920, σε αυτό το απομακρυσμένο χωριουδάκι που προαναφέραμε, που έχει το όνομα Graavik.
O παίκτης αναλαμβάνει τον ρόλο του Edward, ο οποίος -παρέα με την Lissie- καταφθάνει στο χωριό σε αναζήτηση της αδελφής του, της Betty. Η Betty είναι μια δεινή δημοσιογράφος, τα ίχνη της οποίας φαίνεται πως χάθηκαν όταν αποφάσισε να επισκεφθεί το χωριό αυτό. Έτσι, ο αδελφός της αποφάσισε να την ακολουθήσει και να μάθει τι της έχει συμβεί. Παρέα με την Lissie λοιπόν, θα κληθείτε να ψάξετε για στοιχεία γύρω από την εξαφάνιση της Betty, αλλά στην πορεία να ανακαλύψετε και ένα άλλο μυστήριο που θα ανοιχθεί μπροστά σας. Η σεναριακή βάση είναι σίγουρα πολυχρησιμοποιημένη, όμως το setting και το ιστορικό του συγγραφέα είχαν σίγουρα τα φόντα για να δώσουν κάτι πολύ ισχυρό. Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να κριθεί ως μάλλον μέτριο.
Η γραφή είναι σίγουρα όμορφη, υπάρχουν έξυπνες αναφορές στη νορβηγική λαϊκή παράδοση και μυθοπλασία και η σχέση και συζήτηση ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες είναι πολύ καλή, αν και η Lissie για μεγάλο κομμάτι είναι ολίγον comedy relief καρικατούρα για το πώς φαντάζεται κάποιος ότι μιλούσαν στα 1920s. Εκεί που το παιχνίδι σκοντάφτει, είναι πως συχνά αδυνατεί να κρύψει τις εκπλήξεις που έρχονται.
Το πρώτο μεγάλο “μπαμ”, ένας υποψιασμένος παίκτης θα το αντιληφθεί επάνω στο δεκάλεπτο, ενώ τα επόμενα, με λίγη σκέψη και παρατήρηση, μάλλον και αυτά δε θα σαν εκπλήξουν ιδιαίτερα (αν και η τροπή που παίρνει ένα είναι σίγουρα πολύ πιο έντονη απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς). Αυτό γίνεται ακόμα πιο έντονο όταν φτάνετε στην ολοκλήρωση του τίτλου, που θα λέγαμε πως έρχεται πολύ απότομα και αφήνοντας πολύ περισσότερα ερωτήματα αναπάντητα απ’ ό,τι θα έπρεπε για μια ιστορία τέτοιας διάρκειας. Δίνει τις εξηγήσεις του ολίγον τι στο “φλου” και σε ωθεί να δεις τους τίτλους τέλους, ξεφουσκώνοντας αρκετά το όποιο συναίσθημα είχε χτιστεί ως τότε.
Η υπόσχεση ότι οι χαρακτήρες αυτοί θα επιστρέψουν στο μέλλον είναι σίγουρα κάτι θετικό, μιας και η χημεία και σχέση τους έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και θα μπορέσουν όντως να χρησιμοποιηθούν με άνεση σε νέα μυστήρια. Όμως, μια νέα τέτοια περιπέτεια θα χρειάζεται σίγουρα να έχει αρκετά παραπάνω «κιλά», και για τον εμπλουτισμό του κόσμου της αλλά και για το χτίσιμο μιας πιο σύνθετης και ολοκληρωμένης εμπειρίας.
Ίσως ακουγόμαστε λίγο περισσότερο αρνητικοί απ’ ό,τι θα θέλαμε, μιας και όπως είπαμε το Draugen έχει πολλές αρετές. Μπορεί η ιστορία του να μην φτάνει τα επίπεδα που θα περίμενε κανείς από αυτή την ομάδα και ο κόσμος του να είναι αρκετά πιο άδειος απ’ ό,τι θα θέλαμε, αλλά σίγουρα τα θετικά στοιχεία του είναι αρκετά ισχυρά για να πείσουν κάποιον να ασχοληθεί μαζί του. Δυνατή ατμόσφαιρα, ωραιότατος τεχνικός τομέας και ένα ιδιαίτερο και ενδιαφέρον σκηνικό κάνουν τον νεότερο τίτλο του Ragnar Tornquist να έχει το ενδιαφέρον του. Αν όχι σε full price, τότε σε μία έκπτωση ίσως να αξίζει να κάνετε και εσείς ένα πικνίκ στην Νορβηγία.