MediEvil Souls.
Το όνομα “MediEvil” μπορεί σε όσους μεγάλωσαν και γνώρισαν το gaming τα τελευταία δέκα με δεκαπέντε χρόνια να μη λέει πολλά -ενδεχομένως, και τίποτα. Ωστόσο, μια ολόκληρη γενιά, αυτή που πολλοί αποκαλούν ως “γενιά του PlayStation”, που έμαθε να κολυμπάει στα νερά του gaming με τα Gran Turismo, Crash Bandicoot, Final Fantasy VII και Tekken, το MediEvil, αλλά και ο πρωταγωνιστής αυτής της σειράς, ο -σχεδόν κωμικός χαρακτήρας- Sir Daniel Fortesque, αποτελεί μια γλυκιά ανάμνηση και ένα σημείο αναφοράς. Άλλωστε, ο Dan υπήρξε για ένα διάστημα “μασκότ” του PlayStation, πλάι στον Crash. Όμως, επειδή προερχόταν από τη Sony Ευρώπης, τελικά η θέση του αυτή δεν ευδοκίμησε (αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…).
Τι είναι το MediEvil, όμως, και γιατί οι 25 με 30+ ετών gamers κοιτάζουν αυτό το franchise με τόση νοσταλγία και γλυκιές αναμνήσεις; Ας ξεκαθαρίσουμε πρώτα από όλα ότι είναι ένα προϊόν της εποχής του, ένα franchise πρωτόλειο στους μηχανισμούς του (σχεδόν πρωτόγονο σε σημεία), που ξεπήδησε από ένα βρετανικό στούντιο το 1997, το οποίο στην πορεία εξελίχθηκε στο Studio Cambridge (που αργότερα μετονομάστηκε σε Guerrilla Cambridge πριν η Sony του “τραβήξει την πρίζα” το 2017). To πρώτο παιχνίδι της σειράς (του οποίου το remake εξετάζουμε εδώ) ήταν μια προσπάθεια από μια παρέα “μεταλάδων”, που ως στόχο είχαν να παντρέψουν ένα γοτθικό action/ adventure με επιρροές από τη σειρά Zelda, με το εικαστικό που χαρακτήριζε τις ταινίες του Tim Burton και, κυρίως, το A Nightmare Before Christmas. Αφού η ομάδα βγήκε προς αναζήτηση χρηματοδότη, η Sony είδε στα παιδιά αυτά (και στο δείγμα του MediEvil που της παρουσιάστηκε) πολλές προοπτικές, αγόρασε το studio (και το παιχνίδι) και έδωσε το πράσινο φως για την ολοκλήρωση της ανάπτυξής του.
Η περιπέτεια λαμβάνει χώρα στον φαντασιακό κόσμο του Gallowmere, ένα μεσαιωνικό βασίλειο, όπου ο διαβολικός μάγος Zarok θέλει να επιβληθεί.
To πρώτο MediEvil κυκλοφόρησε το 1998 και σχεδόν αμέσως κέρδισε την αγάπη του κοινού, γνωρίζοντας ταυτόχρονα και εμπορική επιτυχία. Τα βασικά χαρακτηριστικά που οδήγησαν το παιχνίδι στην επιτυχία αυτή ήταν το πρωτότυπο εικαστικό του, το σκοτεινό και μακάβριο χιούμορ, αλλά και μια σειρά από στοιχεία του gameplay, που το έκαναν να ξεχωρίσει σχεδόν από οτιδήποτε άλλο κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή στο PlayStation. Η περιπέτεια λαμβάνει χώρα στον φαντασιακό κόσμο του Gallowmere, ένα μεσαιωνικό βασίλειο, όπου ο διαβολικός μάγος Zarok θέλει να επιβληθεί. Ο Sir Daniel ξεκίνησε μια εκστρατεία κατά του Zarok, όμως -σε αντίθεση με αυτό που διαβάζουμε στα παραμύθια- ο “ήρωας” πεθαίνει ντροπιαστικά κατά το πρώτο λεπτό της μάχης αφού δέχτηκε ένα βέλος στο μάτι.
Και όμως, ο Sir Dan έμεινε στην ιστορία ως ένας σπουδαίος πολεμιστής (γιατί έτσι χτίζονται οι μύθοι καμιά φορά, με φανφάρες και ψέματα).Ωστόσο, όταν ο Zarok επιστρέφει για να δοκιμάσει εκ νέου να κατακτήσει το Gallowmere, μαζί με τις στρατιές των απέθαντων που δημιούργησε, “ξύπνησε” και τον Sir Dan, που βάζει ως στόχο να πάρει εκδίκηση από τον μάγο. Αυτή η προσπάθεια για εκδίκηση θα λάβει χώρα σε έναν κόσμο “semi-open”. Αυτό σημαίνει ότι ενώ τα επίπεδα του MediEvil είναι απολύτως γραμμικά, με τον ήρωα να ξεκινά από το σημείο Α με στόχο να φτάσει στο σημείο Β, δίνεται στον παίκτη η επιλογή να διαλέξει ποιο ακριβώς μονοπάτι θα ακολουθήσει στον κεντρικό χάρτη.
Να ξεκαθαρίσουμε ωστόσο, ότι η λογική του MediEvil είναι μια λογική εντελώς… 1998. Δεν υπάρχει ένας μεγάλος ενιαίος χάρτης όπου μετακινούμαστε όπου επιθυμούμε, δεν υπάρχουν objectives, δεν υπάρχει traversal από το ένα σημείο του χάρτη στο άλλο. Αντιθέτως, κάθε φορά που ολοκληρώνουμε ένα επίπεδο, εμφανίζεται ο χάρτης της Gallowmere με διάφορες περιοχές του να ξεκλειδώνουν σταδιακά. Αφού κάνουμε την επιλογή μας ως προς την περιοχή που θέλουμε να μεταβούμε, αυτή φορτώνει και ξεκινάμε. Τα επίπεδα αυτά χαρακτηρίζονται από ορισμένα στοιχεία που, κατά τη δική μας εκτίμηση, είναι εκείνα που έκαναν το MediEvil να ξεχωρίσει και του χάρισαν την επιτυχία του. Υπέροχο γοτθικό εικαστικό. Γραμμική πορεία, αλλά με πολλά μυστικά και collectibles που ωθούν στην εξερεύνηση, απλοϊκό σύστημα μάχης, που όμως είναι διασκεδαστικό και ποικίλο λόγω του πλούσιου οπλισμού. Puzzles και platforming με πρόκληση.
Ναι, οι περισσότεροι εχθροί είναι ανόητοι και βγαίνουν από τη μέση απλά “λιώνοντας” το κουμπί της επίθεσης και τρέχοντας τριγύρω τους (ούτε υποψία για combos ή κάτι σχετικού, αφού το σύστημα μάχης προσφέρει δύο ειδών melee επιθέσεις και χρήση ranged όπλων). Ναι, ορισμένα επίπεδα είναι πολύ μικρά σε μέγεθος. Και ναι, είναι ένα παιχνίδι μιας άλλης, παρωχημένης, λογικής που δύσκολα μπορεί να σταθεί δίπλα στους κολοσσιαίους gaming κόσμους του σήμερα. Αλλά η τεράστια ποικιλία στα επίπεδα (κανένα δεν είναι όμοιο με το προηγούμενο), το άφθονο χιούμορ, η απλότητα στους μηχανισμούς της μάχης και η καταπληκτική μουσική συνθέτουν ένα όμορφο σύνολο. Είναι η θελκτική απλότητα μιας άλλης εποχής, που στέκεται με αξιοπρέπεια ακόμα και σήμερα, 20 χρόνια μετά, και καταφέρνει να κερδίσει τον παίκτη.
Kάθε φορά που ολοκληρώνουμε ένα επίπεδο, εμφανίζεται ο χάρτης του Gallowmere, με διάφορες περιοχές του να ξεκλειδώνουν σταδιακά.
Το MediEvil λοιπόν, είναι ένα παιχνίδι action/ adventure με στοιχεία puzzle και platforming, που διεξάγεται σε έναν τρισδιάστατο, παραμυθένιο κόσμο, με όμορφο εικαστικό, απλοϊκή μάχη και ταιριαστή στο ύφος μουσική. Μέχρι στιγμής περιγράφουμε το παιχνίδι του 1998, αλλά ό,τι διαβάσατε ως τώρα εφαρμόζεται με ευλάβεια και στο remake. Το νέο παιχνίδι, που αναπτύχθηκε από την καναδική Other Ocean Emeryville, είναι μια “ένα-προς-ένα” μεταφορά του αρχικού τίτλου (και όχι του MediEvil Resurrection του PSP, ενός, επίσης, remake) στο PS4. Ένα-προς-ένα με όλη τη σημασία της φράσης. Για την ακρίβεια, αφού ολοκληρώσαμε την έκδοση για το PS4, παίξαμε για μερικές ώρες την αρχική του PS One προκειμένου να προβούμε σε συγκρίσεις. Όλα, λοιπόν, είναι ίδια. Οι θέσεις των εχθρών, το level design, το σύστημα μάχης, ο Οίκος των Ηρώων, τα boss fights, τα μυστικά, τα collectibles. Αν η μνήμη σας είναι γερή, να είστε βέβαιοι ότι η πλοήγηση στα επίπεδα του νέου MediEvil θα σας κάνει να νιώσετε deja vu.
Τι έχει αλλάξει; Πρώτο και σημαντικότερο στοιχείο είναι, βεβαίως, η ποιότητα των γραφικών. Όπως είδαμε να συμβαίνει στο Shadow of the Colossus, στην Crash Bandicoot N.Sane Trilogy, στην Spyro Reignited Trilogy και στο πρόσφατο The Legend of Zelda: Link’s Awakening, εδώ έχει χρησιμοποιηθεί μια νέα μηχανή γραφικών (δεν είναι remaster αυτή η έκδοση, αλλά remake), που φέρνει στη σύγχρονη εποχή το όραμα των αρχικών δημιουργών. Το εικαστικό είναι πανέμορφα γκροτέσκο, σαν μια ταινία του Tim Burton, με χαρακτήρες που διαθέτουν υπέροχο σχεδιασμό και “απόκοσμα φυσικό” animation. Όλες οι περιοχές του αρχικού παιχνιδιού έχουν δημιουργηθεί εκ νέου με λεπτομέρειες παντού, ο ορίζοντας δεν είναι πια ένα σκοτάδι (λόγω της λίγης μνήμης του PS One), αλλά βλέπουμε μέχρι όπου φτάνει το μάτι, ενώ τα διάφορα εφέ δίνουν ακόμα περισσότερη ζωή στον κόσμο του παιχνιδιού.
Σημαντική αλλαγή έχει γίνει και σε ό,τι αφορά τη μουσική. Οι συνθέσεις είναι δανεισμένες από το πρωτότυπο παιχνίδι, αλλά αυτή τη φορά εκτελεσμένες από τη Φιλαρμονική της Πράγας, με αποτέλεσμα να θυμίζουν (ναι, ξανά) ταινία του Tim Burton. Οι φωνές έχουν παρθεί από το αρχικό master, έχουν υποστεί επεξεργασία και έχουν περαστεί αυτούσιες, ενώ για μια ακόμα φορά η Sony προσφέρει ελληνική μεταγλώττιση (εκτός των ελληνικών μενού και του υποτιτλισμού). Σε ό,τι αφορά αυτό το τμήμα του ήχου, έχουμε ξανά τους “συνήθεις υπόπτους” του ελληνικού voice acting (που γνωρίζουμε καλά από τα cartoon του Σαββατοκύριακου), που εκτός του ότι κάνουν καλή δουλειά, ταιριάζουν γάντι με το ύφος “παραμυθιού” του συγκεκριμένου παιχνιδιού.
Κάτι που δεν υπήρχε στο αρχικό MediEvil, αλλά το είδαμε στο Resurrection remake για το PSP είναι η “πυγολαμπίδα” που πετά γύρω από τον Dan καθ’ όλη η διάρκεια της περιπέτειας και, πρακτικά, λειτουργεί ως autolock όταν κάνουμε χρήση των ranged όπλων μας. Και, τέλος, όπως προστάζουν οι εποχές, έχουμε έλεγχο της κάμερας με τη χρήση του δεξιού αναλογικού μοχλού, όχι όμως στο 100% των επιπέδων, αφού υπάρχουν ακόμα σημεία όπου η κάμερα “κλειδώνει” σε προκαθορισμένη θέση. Και εδώ φτάνουμε στο σημείο όπου το “ένα-προς-ένα” που προαναφέραμε δείχνει την ηλικία του. Εν έτει 2019 είναι ασυγχώρητο να υπάρχουν προβλήματα με την κάμερα σε ένα ακόμα παιχνίδι MediEvil, που τόσο… “ξύλο” είχε φάει αυτή η σειρά μέσα στα χρόνια για αυτόν ακριβώς τον λόγο.
Το εικαστικό είναι πανέμορφα γκροτέσκο, σαν μια ταινία του Tim Burton, με χαρακτήρες που διαθέτουν υπέροχο σχεδιασμό και “απόκοσμα φυσικό” animation.
Δεν ξέρουμε γιατί η Other Ocean Emeryville δυσκολεύτηκε εδώ, αλλά ακόμα και στο remake υπάρχουν περιπτώσεις (λίγες μεν, αλλά υπάρχουν) που η κάμερα είναι βάσανο. Και μιας και μιλάμε για βάσανα… Ο υπογράφων θεωρεί αδιανόητη την επιλογή των δημιουργών να μείνουν προσκολλημένοι σε ένα απαρχαιωμένο game design, που απαιτεί από τον παίκτη να ολοκληρώσει ένα ολόκληρο επίπεδο διάρκειας 30 λεπτών, με άπειρους κινδύνους, aggressive “mobaκια” και boss fight, αλλά με απουσία κάποιας μορφής checkpoint. Αποτέλεσμα ενός θανάτου σε ένα τέτοιο επίπεδο του MediEvil είναι η απώλεια των πάντων, και η έναρξη του επιπέδου από το μηδέν. Και όλα αυτά σε ένα παιχνίδι που στο πρώτο playthrough είναι πραγματικά δύσκολο.
Αντιλαμβανόμαστε ότι οι Καναδοί ήθελαν να φέρουν το παιχνίδι στο PS4 “ως είχε”, αλλά προσωπική άποψη του υπογράφοντος είναι ότι θα μπορούσε να υπάρχει ένα “classic” ή “hardcore” mode, καθώς και κάτι πιο μοντέρνο, με checkpoints, με την επιλογή της δυσκολίας να δίνεται στον παίκτη. Όπως είναι τώρα το παιχνίδι, ετοιμαστείτε για μπόλικα νεύρα. Όπως το 1998 δηλαδή. Στα αρνητικά θα προσθέσουμε και κάποια bugs που εντοπίσαμε (ο Dan κόλλησε δύο φορές, σε διαφορετικά επίπεδα, στο περιβάλλον), καθώς και περιστασιακά frame drops σε συγκεκριμένα επίπεδα, που, ωστόσο, είναι πολύ πιθανό να διορθωθούν με κάποιο patch.
Από εκεί και πέρα έχουμε να κάνουμε με το MediEvil που γνωρίζουμε και είχαμε αγαπήσει. Είναι το ίδιο παιχνίδι, με τους ίδιους πρωταγωνιστές, τα ίδια επίπεδα και τους ίδιους μηχανισμούς, αλλά με νέο πρόσωπο. Την ίδια γοητεία μιας εποχής όπου το game development ήταν λίγο “Άγρια Δύση”, όπου “μαλιάδες” και “geeks”, πρώτα έφτιαχναν παιχνίδια στα γκαράζ τους ή στα μικρά γραφεία τους και μετά τα πήγαιναν στις εταιρείες μήπως και έβρισκαν χρηματοδότη, και όχι αυτό που συμβαίνει σήμερα -ως επί το πλείστον- στην “ΑΑΑ” βιομηχανία, όπου τα παιχνίδια έρχονται κατά παραγγελία και βάσει διαγραμμάτων και πινάκων εκτίμησης εσόδων για “10 χρόνια μετά την κυκλοφορία τους”.
Αυτή είναι η παρακαταθήκη του MediEvil, που μπορεί σε πολλούς να φαντάζει αναχρονιστική και παρωχημένη, αλλά που για εμάς έχει ακόμα θέση στη βιβλιοθήκη των παιχνιδιών μας και στην καρδιά μας.