Blacksad: Under the Skin – Review

Jazz, noire και γάτες…

Πάνω από ένα καρέ poker, στο πίσω μέρος ενός παλιομοδίτικου κουρείου, στην, προσκολλημένη ακόμα στον απόηχο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Νέα Υόρκη, απέναντι σε μερικούς από τους μεγαλύτερους βαρώνους του υποκόσμου της πόλης, το μυαλό μας ταλανίζεται εδώ και λίγα λεπτά από το δίλλημα του να “καρφώσουμε” ή όχι στους υπολοίπους έναν από τους συμπαίκτες μας, που εντοπίσαμε να έχει έναν κρυμμένο άσσο στο μανίκι του (pun tottaly intended). 

Ένα σκηνικό βγαλμένο κατευθείαν από το εγχειρίδιο δημιουργίας ενός κλασικού noire… Μόνη διαφορά; Οι συμπαίκτες μας, αντί για κανονικοί άνθρωποι, είναι ενας αλλιγάτορας, μια φώκια και ένα γεράκι, και εμείς οι ίδιοι είμαστε μια…γάτα. Και όσο “παιδικό” ή μη ενήλικο και σοβαρό ενδεχομένως ακούγεται το εν λόγω σκηνικό που περιγράψαμε, μετά από τις 9 ώρες που περάσαμε παρέα με το Blacksad: Under The Skin, είμαστε σε θέση να πούμε ότι σε μερικά από τα ανθρωπόμορφα ζώα που συναντήσαμε στον κόσμο του παιχνιδιού, είδαμε ερμηνείες και σκηνές που δύσκολα θα αποδίδονταν από ένα τυπικό, ανθρώπινο CGI.

Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ-γάτος John Blacksad αναλαμβάνει σκοτεινές υποθέσεις γεμάτες ανεξιχνίαστους φόνους, απροστάτευτες χήρες και διεφθαρμένα κρατικά όργανα.

Οι λάτρεις της σειράς κόμικ Blacksad, της οποίας οι απαρχές φτάνουν πίσω στο 2000, περίμεναν με ιδιαίτερη ανυπομονησία τον εν λόγω τίτλο. Πολλώ δε μάλλον όσοι γνώριζαν ότι την έκδοση και κυκλοφορία του εγχειρήματος έχει αναλάβει η -υπεύθυνη για την κυκλοφορία κλασικών adventure τίτλων όπως των Syberia και Dracula- Microids, ενώ την ανάπτυξη η υπεύθυνη για τις σειρές Yesterday και Runaway, Pendulo. To κόμικ εξ αρχής χαρακτηριζόταν από ένα καθαρόαιμο “παλιομοδίτικο” αίσθημα crime noir film, με τον ιδιωτικό ντετέκτιβ-γάτο John Blacksad στο ρόλο του κεντρικού (αντι-)ήρωα, να αναλαμβάνει σκοτεινές υποθέσεις γεμάτες ανεξιχνίαστους φόνους, απροστάτευτες χήρες και διεφθαρμένα κρατικά όργανα, ενώ παράλληλα, πατώντας στη χρήση της απεικόνισης των χαρακτήρων ως ανθρωπόμορφα ζώα, εμβάθυνε σε ψυχογραφικά στοιχεία μέσω παραλληλισμών με τα βιολογικά/ στερεοτυπικά χαρακτηριστικά του κάθε ζώου (πχ. ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών απεικονίζεται ως γεράκι, ένας ψυχρός, πληρωμένος δολοφόνος ως σαύρα κ.ο.κ.).

Σε αντίστοιχη λογική, όπως αναμενόταν, κινείται και το παιχνίδι, με την πλοκή του να δομείται ορθόδοξα γύρω από την αυτοκτονία ενός ιδιοκτήτη γυμναστηρίου/ λέσχης box και την παράλληλη εξαφάνιση του καλύτερου αθλητή του μερικές μέρες πριν από έναν μεγάλο αγώνα. Τη λύση στην υπόθεση καλείται να βρει ο Blacksad, μετά την πρόσληψή του από την κόρη του προσφάτως αποθανόντα ιδιοκτήτη.

Όπως κανείς μπορεί να φανταστεί, από το σημείο αυτό αρχίζει να ξετυλίγεται ένα ιδιαίτερα μεγάλο και περίπλοκο κουβάρι εξελίξεων και ανατροπών, με τον ντετέκτιβ μας να προσπαθεί να φτάσει από τη μια άκρη του νήματος στην άλλη, παραμερίζοντας λογής-λογής εμπόδια (και ζώα) που κλείνουν το δρόμο του. Το σενάριο και η όλη πλοκή κινείται σε πολύ καλά επίπεδα, χωρίς να ασθμαίνει (σχεδόν) καθόλου, καταφέρνοντας έτσι, μέχρι τέλους, να διατηρήσει το ενδιαφέρον του παίκτη χωρίς να προδώσει τις τελικές απαντήσεις του δράματος που στήνεται στις 9 και κάτι ώρες της διάρκειας, και με τις ανατροπές -ειδικά στις τελευταίες 1 με 2 ώρες- να διαδέχονται η μία την άλλη με μεγάλη ταχύτητα.

Οι χαρακτήρες που παρελαύνουν από τις οθόνες μας είναι ευφάνταστα σχεδιασμένοι, με μορφές ζώων που σχεδόν ποτέ δεν είναι τυχαία δοσμένες, αλλά σχολιάζουν με το δικό τους τρόπο την υπόθεση και το context που είναι τοποθετημένη αυτή (σύγχρονος, δυτικός κόσμος, μεγαλουπόλεις, σύγχρονος αθλητισμός, ανθρώπινες σχέσεις κ.α). Η ροή της όλης υπόθεσης, ωστόσο, έχει κάποια θεματάκια. Όχι γιατί είναι αργή απαραίτητα, αλλά κυρίως γιατί δεν μένει συνεπής σε έναν ρυθμό και ανεβοκατεβάζει ταχύτητα καθ’ όλη τη διάρκεια, αποτυγχάνοντας σε σημεία να αφήνει χρόνο για την επεξεργασία των νέων τεκταινομένων της υπόθεσης, ενώ σε άλλα  δεν καταφέρνει να δώσει την απαραίτητη ώθηση στο story όταν κινδυνεύει να μείνει στάσιμο. Σε γενικές γραμμές, πάντως, η υπόθεση δεν παραπαίει. Και παρόλο που “ανοίγει” περισσότερο από τα comics, προχωρά μερικά βήματα παρακάτω και εισέρχεται σε επίπεδα πολυπλοκότητας άγνωστα για αυτά μέχρι τώρα, καταφέρνει τελικά να μείνει πιστή στο ύφος και τις αφηγηματικές λογικές του Ισπανού δημιουργού της (του Juan Díaz Canales). Σίγουρα δεν είναι η καλύτερη ιστορία του Blacksad, αλλά σίγουρα δεν βεβηλώνει την κληρονομιά του.

Στα τεχνικά χαρακτηριστικά του, δυστυχώς, διαπιστώσαμε ότι το παιχνίδι της Pendulo μαστίζεται από ορισμένα bugs που οριακά μπορούν να χαρακτηριστούν ως “gamebreaking”. Παρόλα αυτά, κατά τη διάρκεια της δοκιμής οφείλουμε να σημειώσουμε ότι διατέθηκε patch που διόρθωσε αρκετά από αυτά. Συνεπώς, μπορεί κανείς εύλογα να ελπίζει σε πλήρη εξάλειψή τους το προσεχές χρονικό διάστημα. Τα γραφικά του τίτλου είναι κάπως παρωχημένα και “χοντροκομμένα” για τα σύγχρονα δεδομένα, χωρίς όμως να ξενίζουν και να επηρεάζουν το συνολικό αισθητικό αποτέλεσμα. Η κάμερα είναι λίγο πιο “βαριά” από ό,τι θα θέλαμε, σε βαθμό που σε σημεία δυσκολεύει την εξέλιξη του gameplay και κουράζει τον παίκτη με τις ιδιοτροπίες της, ειδικά σε κλειστά μέρη.

Ένα ακόμα θέμα είναι και το βάδισμα του χαρακτήρα μας, το οποίο είναι αρκετά αργό και χρονοβόρο. Από την μία προσδίδει μια αληθοφάνεια στην ιδιοσυγκρασία του νωχελικού, σκεπτικού Blacksad, από την άλλη όμως χρονοτριβεί ανούσια και ενοχλεί, ειδικά στις περιπτώσει όπου πρέπει να πηγαινοερχόμαστε σε δωμάτια για εύρεση στοιχείων. Γενικά, τα περισσότερα αρνητικά στον τίτλο εντοπίζονται στον τεχνικό τομέα του, και είναι πραγματικά κρίμα μια έμπνευση τόσο καλή να σπιλώνεται από απειρίες και ατέλειες στην υλοποίησή της. Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στη μουσική επένδυση του τίτλου, με τη jazz να κυριαρχεί και να “ντύνει” τα σκηνικά της αστικής Νέας Υόρκης του 1950 με ιδιαίτερη κομψότητα.

Οι χαρακτήρες που παρελαύνουν από τις οθόνες μας είναι ευφάνταστα σχεδιασμένοι, με μορφές ζώων που σχεδόν ποτέ δεν είναι τυχαία δοσμένες.

Στα βασικά θέματα του gameplay, τώρα. Τo Blacksad: Under The Skin χωρίζει το gameplay του σε τρεις βασικούς πυλώνες. Ο πρώτος είναι ο -αναπόσπαστος πλέον από τα modern-age adventures- ύφους “Telltale” διάλογος. Η συζήτηση, δηλαδή, με διαφόρους χαρακτήρες, με επιλογή του παίκη για τον τρόπο απάντησης του ήρωα, με σκοπό τη συλλογή στοιχείων και με σύστημα αποφάσεων-συνεπειών που επηρεάζουν (ή όχι) την εξέλιξη της ιστορίας. Στην προκειμένη, το πόνημα της Pendulo Studios δεν κάνει κάτι το ιδιαίτερα αξιοσημείωτο, με τις επιλογές να εξασφαλίζουν σίγουρα τα απαραίτητα στοιχεία για τη συνέχεια, και τις συνέπειες να αλλάζουν μεν κατά τόπους ορισμένα κομμάτια της ιστορίας, αλλά με τις διακλαδώσεις της να είναι συγκεκριμένες.

Αυτό στο οποίο τα καταφέρνει καλά η ισπανική ομάδα, είναι στην ποικιλία και την πρωτοτυπία που δίνει στους διαλόγους της, με την προσθήκη ιδιαίτερα διασκεδαστικών εναλλαγών της κλασικής συζήτησης (σε γραφείο, περπατώντας στο δρόμο κ.λπ.). Κατά τη διάρκεια της περιπέτειας καταφέραμε να συλλέξουμε πληροφορίες μέσω μιας ανάκρισης, ενός παιχνιδιού μπιλιάρδου ακόμα και μέσω κουκλοθέατρου. Ο δεύτερος τομέας του gameplay αφορά στην ελεύθερη περιήγηση του ντετέκτιβ σε ανοιχτούς και κλειστούς χώρους, και τη συλλογή στοιχείων και collectibles (μόνο ενός είδους, δηλαδή αυτοκόλλητα από ένα άλμπουμ με αθλητικά, του οποίου η συμπλήρωση χαρίζει το αντίστοιχο trophy).

Εδώ δεν απαιτείται κάτι ιδιαίτερο από τον παίκτη, παρά μόνο η επιμονή και η παρατηρητικότητα, που θα του επιτρέψουν να φτάσει κοντά στα σημεία που βρίσκονται τα αντικείμενα ώστε να εμφανιστεί το action button στην οθόνη που θα οδηγήσει στην επεξεργασία τους. Τέλος, ο τρίτος και πιο ενδιαφέρων μηχανισμός του τίτλου είναι ο ίδιος που συναντάμε και στα Sherlock Holmes της Frogwares. Δηλαδή, μια παραλλαγή του Mind Palace ονόματι “Focus”, η οποία επιτρέπει στον γάτο μας να συγκεντρωθεί στις σκέψεις μέσα στο κεφάλι του -που απεικονίζεται σαν ένα μαύρο πεδίο με φωτεινούς νευρώνες-, να εξετάσει τα clues που έχει συλλέξει από διαλόγους και αντικείμενα, και να εξάγει συμπεράσματα (deductions) για την υπόθεση.

Ο όλος μηχανισμός ξεκινάει απλά, με τη σύνθεση συμπερασμάτων από δύο απλά στοιχεία, όσο εξελίσσεται όμως η ιστορία ο βαθμός δυσκολίας αυξάνεται, με τα διαθέσιμα clues να πληθαίνουν και να μην διατηρούν την ίδια, προφανή σύνδεση μεταξύ τους όπως συνέβαινε αρχικά, ενώ τα συμπεράσματα προκύπτουν από περισσότερα από δύο στοιχεία. Είναι ένας ιδιαίτερα έξυπνος και φρέσκος μηχανισμός, ο οποίος φτάνει ως ένα σημείο μεν, δίνοντας ποικιλία και πρόκληση, αλλά σίγουρα θα μπορούσε να είχε δουλευτεί περαιτέρω.

Ο δεύτερος τομέας του gameplay αφορά στην ελεύθερη περιήγηση του ντετέκτιβ σε ανοιχτούς και κλειστούς χώρους, και τη συλλογή στοιχείων και collectibles.

Με τους τίτλους τέλους να πέφτουν, το Blacksad: Under The Skin αφήνει μια γεύση γλυκόπικρη: Γλυκιά λόγω της μεστής, ολοκληρωμένης, ενήλικης ιστορίας που έχει να πει, των πολυδιάστατων χαρακτήρων που μας γνωρίζει, της μαγευτικής ατμόσφαιρας που μας εισάγει. Πικρή λόγω της απουσίας ενός τεχνικού τομέα που έμεινε ημιτελής, μιας μεγαλύτερης και επαρκούς διάρκειας που δεν υπήρξε ποτέ, ενός δουλεμένου gameplay που δεν αξιοποιήθηκε. Εν τέλει, αυτή δεν είναι η γεύση που μένει μετά το τέλος κάθε κλασικού noir;

To review για το Blacksad: Under the Skin βασίστηκε στην έκδοσή του για PC.


 

Exit mobile version