Κλασική περίπτωση Razer.
Η γκάμα περιφερειακών της Razer μεγαλώνει και πάλι, αυτή τη φορά με την επιστροφή του πολυαγαπημένου Deathadder. Στο παρελθόν είχαμε δει την πρώτη έκδοση του Deathadder ενώ μερικά χρόνια αργότερα έκανε την εμφάνισή της στην αγορά και η Elite εκδοχή, με βασική διαφορά στα switches που πλέον χρησιμοποιούσαν τα τότε καινούρια Razer green.
Αυτη τη φορά η Razer επιστρέφει με περισσότερες αλλαγές μεν, μικρές και σχετικά ασήμαντες δε. Επομένως, τα χαρακτηριστικά του Razer Deathadder V2 έχουν ως εξής: Στον τομέα της εμφάνισης, η Razer ακολουθεί τη γνωστή και δοκιμασμένη πλέον συνταγή της σειράς Deathadder, τίποτα δεν έχει αλλάξει, ο ογκώδης και εργονομικός σχεδιασμός του V2 συμβαδίζει απόλυτα με αυτόν των προηγούμενων εκδόσεων, τα φωτιζόμενα μέρη παραμένουν δύο (το λογότυπο της εταιρίας στην “πλάτη” του ποντικιού καθώς και στη ροδέλα) ενώ τα δύο βασικά πλήκτρα διαθέτουν ακόμα τον εργονομικό σχεδιασμό που αγκαλιάζει το δάχτυλο του χρήστη.
Μιλώντας για πλήκτρα, αυτά παραμένουν ίδια, πλην της προσθήκης ενός έξτρα κουμπιού στο κάτω μέρος της συσκευής, το οποίο χρησιμοποιείται για την αλλαγή των profiles του χρήστη ενώ η υπόλοιπη συσκευή φέρει τα δύο βασικά πλήκτρα, τη ροδέλα -που διαθέτει ένα εξτρά κλικ προς τα μέσα- δύο κουμπιά για την αυξομείωση των DPI ακριβώς πίσω από τη ροδέλα καθώς και δύο πλαϊνά κουμπιά στην αριστερή πλευρά.
Περνώντας στα τεχνικά στοιχεία, εδώ παρατηρούνται όλες οι αλλαγές. Αρχικά, το βάρος της συσκευής έχει μειωθεί κατά -περίπου- 10 γραμμάρια, κάνοντας το ογκώδες Deathadder πιο βολικό για πολύωρη χρήση, ακολουθώντας ταυτόχρονα τη νέα τάση των όσο το δυνατόν πιο ελαφριών gaming ποντικιών. Για να επιτευχθεί το παραπάνω, η Razer φαίνεται πως έχει αλλάξει και τα πλαστικά που χρησιμοποιεί, αφού η αίσθηση του ποντικιού κατά την αφή είναι διαφορετική ενώ η “πλάτη” του έχει πλέον πιο σαγρέ υφή. Στον αντίποδα, η χρήση των νέων πλαστικών δίνουν στο Deathadder πιο φθηνή αίσθηση. Εν τέλει, όμως, η διαφορά στο βάρος, σε συνδυασμό με την εργονομία, υπερισχύουν έναντι της λιγότερο premium αίσθησης, δίνοντας στον χρήστη μια εξαιρετική gaming εμπειρία, ελάχιστα βελτιωμένη από τον προκάτοχό του.
Η σημαντικότερη αλλαγή βρίσκεται για μια ακόμα φορά στα switches. Στην έκδοση V2 η Razer αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα δικά της optical switches για όσο το δυνατόν γρηγορότερο response time. Η αίσθηση, αλλά και ο χρόνος απόκρισης των switches, είναι εξαιρετικά και είναι ευπρόσδεκτη αλλαγή στο ήδη κάλο ποντίκι της Razer. Μικρή αλλαγή έχει υποστεί και το υφασμάτινο καλώδιο, το οποίο είναι πιο εύκαμπτο και σχεδιασμένο για να μην εμποδίζει τον χρήστη κατά τις μεγάλες, απότομες κινήσεις. Τελος, σε σύγκριση με το Elite, το V2 διαθέτει on board μνήμη για την αποθήκευση μέχρι και 5 διαφορετικών profiles, και την εύκολη εναλλαγή μεταξύ τους ακόμα και χωρίς το Razer Synapse.
Ως αποτέλεσμα, η Razer δημιούργησε ένα πολύ κάλο ποντίκι, το οποίο όπως προείπαμε δεν φέρει σημαντικές αλλαγές. Οι νέοι διακόπτες προσφέρουν μεγαλύτερη ταχύτητα, η οποία όμως ήταν εξαιρετικά υψηλή και με το Deathadder Elite και τα razer green switches. Το νέο υφασμάτινο καλώδιο είναι πιο εύκαμπτο όμως εξίσου βολικό ήταν και του Elite. O οπτικός αισθητήριας των 20.000 dpi προσφέρει μεγαλύτερη ακρίβεια και παραπάνω dpi από το Deathadder Elite, όμως η διαφορά είναι σχεδόν μηδαμινή στην καθημερινή χρήση.
Εν κατακλείδι, για ακόμα μια φορά τα προϊόντα της Razer κανιβαλίζονται. Οι πάρα πολλές εκδοχές του ίδιου μοντέλου, αλλά και των υπολοίπων στην αγορά, καθιστούν δύσκολη την ανάδειξη των χαρακτηριστικών σε μια αναβάθμιση παλιού μοντέλου. Οι χρήστες του Deathadder Elite δεν έχουν κανένα λόγο να προβούν σε αγορά του V2, ενώ όσοι ψάχνουν για ένα εργονομικό αξιόπιστο gaming ποντίκι μπορούν να επιλέξουν το Elite λόγω της μειωμένης του τιμής. Ναι, ο νέος optical censor στα 20.000 dpi προσφέρει ελάχιστα μεγαλύτερη ακρίβεια και τα optical switches μεταδίδουν τα clicks του παίκτη γρηγορότερα και πιο αξιόπιστα, όμως ακόμα και για τον hardcore gamer οι αλλαγές αυτές είναι πολύ μικρές.