In New York, concrete jungle where dreams are made of.
Το The Division 2 έχει καταφέρει να χαράξει έναν δικό του δρόμο στην κατηγορία των “looter-shooters”. Μετά τη δύσκολη απόφαση της εταιρίας να αφήσει πίσω το πρώτο παιχνίδι αντί να συνεχίσει να παρέχει περιεχόμενο και βελτιώσεις, και να τραβήξει το πόδι από το γκάζι, παγώνοντας την εξάπλωση του παιχνιδιού στη Νέα Υόρκη, ανάγκασε τους παίκτες να αναμένουν καρτερικά για την επιστροφή στη -πρώην- παγωμένη πόλη που δε κοιμάται ποτέ.
Το Division 2 κυκλοφόρησε και μαζί του έφερε το πρώτο κύμα αλλαγών στο franchise, την άποψή μας για το οποίο μπορείτε να βρείτε εδώ. Τώρα, στο πρώτο μεγάλο expansion pack, η εταιρία κολυμπάει σε αχαρτογράφητα νερά, μιας και αντί να πατήσει το restart και να δώσει ένα νέο παιχνίδι για να κάνουν οι παίκτες από την αρχή map cleaning και να μαζέψουν loot, καλούνται να επιστρέψουν σε μια περιοχή που την ξέρουν, και να συνεχίσουν μια ιστορία που ακόμα και σήμερα παραμένει μια από τις μεγαλύτερες χαμένες ευκαιρίες σε αυτήν την κατηγορία παιχνιδιών.
Ξεκινώντας ακριβώς από εκεί, την ιστορία, η εξιστόρησή της γίνεται διαφορετικά από το υπόλοιπο παιχνίδι. Σεναριακά δεν έχει αλλάξει τίποτα -έχουμε μια κλισέ, προβλέψιμη ιστορία με τις ανατροπές της ολοφάνερες, σαν το 8ο sequel ταινίας αμερικανικής παραγωγής που προσπαθεί να γίνει James Bond series και έχει στον τίτλο τη λέξη “…Impossible”. Ο τρόπος που είναι δομημένες οι αποστολές, όμως, αποτελεί κάτι καινούριο για τη σειρά και είναι μάλλον εμπειρία που έχει συλλέξει η Ubisoft με τα τόσα άλλα παιχνίδια που κυκλοφόρησε και κανιβάλισαν το Division, όπως τα Wildlands και Breakpoint.
Ο τρόπος που λειτουργεί το campaign στην επιστροφή των agents στη Νέα Υόρκη αποτελεί ένα ευχάριστο, εικοσάωρο map cleaning, όπου για να φτάσει ο παίκτης στο τελευταίο boss πρέπει να βρει και να “καθαρίσει” τον χάρτη από τα τέσσερα, μικρότερα “mini” bosses. Κάθε ένα διαθέτει τη δική του ιστορία ενώ κάθε mini boss κρύβεται σε διαφορετικό μέρος του χάρτη, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον παίκτη να ανακαλύψει εκ νέου την πόλη, κομμάτι-κομμάτι, περπατώντας μέσα από τα επιβλητικά ψηλά κτήρια που τόσο πολύ ταιριάζουν στο ύφος της σειράς (σε αντίθεση με την επίπεδη, ιστορική μεν, μουντή δε, Washington).
Επιπλέον, τα νέα skills είναι κρυμμένα και χρησιμοποιούνται από τα mini bosses (μια τακτική που θυμίζει Mega Man), δίνοντας έτσι ένα ακόμα έναυσμα στον παίκτη να παίξει την ιστορία και να διαλέξει με ποια σειρά θέλει να ξεκλειδώσει τον χάρτη, προσθέτοντας έτσι έναν επιπλέον “μηχανισμό” στην τελική μάχη με το boss, καθιστώντας την έτσι ενδιαφέρουσα και οριακά δύσκολη.
Το παραπάνω, βέβαια, δεν αργεί να ξεφύγει από τον έλεγχο όταν στον τελευταίο εχθρό η εταιρία αποφάσισε να βάλει, πέρα από όλα τα abilities, μηχανισμούς που είδαμε στο raid του παιχνιδιού, κάνοντας την αποστολή σχεδόν αδύνατον να ολοκληρωθεί χωρίς ομάδα τεσσάρων παικτών. Στην ίδια αποστολή γίνεται φανερό ότι ακόμα και μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας, η Ubisoft επιμένει να τιμωρεί τους παίκτες, κάνοντας spawn εχθρούς πίσω τους και σε περιοχές που προηγουμένως έχει περάσει από εκεί ο agent.
Φυσικά, το οπλοστάσιο του παιχνιδιού έχει μεγαλώσει, τόσο με νέα common, rare, ακόμα και με exotics, αλλά δυστυχώς άφαντα είναι τα specific loot missions για μια ακόμα φορά ή κάποιο end game activity όπως ένα raid. Ο ήχος δεν περνάει τις καλύτερες μέρες του, μιας και τόσο μέσα στις αποστολές όσο και κατά τη διάρκεια της εξερεύνησης του χάρτη κολλούσε και σταματούσε εντελώς, ενώ δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους και κλασικά bugs, όπως freezing του παιχνιδιού και κόλλημα εχθρικής A.I. μέσα στα αντικείμενα του κόσμου, με αποτέλεσμα το restart της αποστολής.
Δυστυχώς, τα προβλήματα στην Α.Ι. δεν σταματούν εκεί, αφού οι εχθροί με μεγαλύτερο health είναι προγραμματισμένοι να κάνουν συνεχώς τούμπες για να μην δέχονται σφαίρες, και πριν από κάθε τους κίνηση φωνάζουν δυνατά τι σκοπεύουν να κάνουν, χαλώντας εντελώς το οποιοδήποτε immersion έχει χτιστεί από το τριγύρω περιβάλλον. Από την άλλη, και για ακόμα μια φορά, ο κόσμος και το level design είναι σχεδιασμένα στην εντέλεια, και κάθε αποστολή διαθέτει το δικό της διαφορετικό background, δίνοντας στον παίκτη το αίσθημα της ανανέωσης, κάτι στο οποίο η Ubisoft ήταν ανέκαθεν καλή.
Εν τέλει, όμως, αυτό δεν αρκεί. Το μεγαλύτερο πρόβλημα του Warlords of New York είναι πως δεν προσφέρει τίποτα καινούριο στους παίκτες. Η επιστροφή της Νέας Υόρκης είναι εντυπωσιακή και ο κόσμος “ζωντανός”, αλλά το gameplay παραμένει το ίδιο, αφού μετά το πέρας του campaign ο παίκτης καλείται να καθαρίσει περισσότερο τον χάρτη καταλαμβάνοντας control points όπως και στην Washington. Το εικοσάωρο campaign, αν και πιο πλούσιο και καλύτερα δομημένο από το βασικό παιχνίδι, παραμένει το μόνο νέο content του μεγαλύτερου expansion του παιχνιδιού, από το οποίο περιμέναμε να δούμε ουσιαστικές αλλαγές και προσθήκες που θα φέρουν πολλές ώρες ενασχόλησης, replayability και κυνήγι για καλύτερο loot.
Το Division 2 διαθέτει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες αλλά και συνάμα αποτελεί μια από τις χαμένες ευκαιρίες, αφού η Ubisoft επιλέγει πεισματικά να μην εξερευνήσει και εξελίξει παραπάνω την ιστορία με τον ιό που οδήγησε στη δημιουργία του σύμπαντος του παιχνιδιού. Η προσέγγιση της στυγνής αληθοφάνειας σε ένα franchise που είναι ολοφάνερο πως έχει τις βάσεις να εκτοξευθεί με την ένταξη του sci-fi στοιχείου, θα κρατάει πίσω το Division όσα expansions και αν προστεθούν.
To expansion Warlords of New York για το The Division 2 είναι διαθέσιμο από τις 3 Μαρτίου για PS4, PC και Xbox One. Το review βασίστηκε στην έκδοσή του για το PS4.