Η μέρα που η Sega προσπάθησε να γίνει Nintendo, με “απαράδεκτα” αποτελέσματα.
Βρισκόμαστε στο 1993, μια χρονιά με πολλά και σημαντικά πράγματα να συμβαίνουν στον παγκόσμιο χάρτη. Την ίδια χρονιά λοιπόν που έμπαινε σε λειτουργία η Συνθήκη του Μάαστριχ, το Jurasic Park έσπαγε τα ταμεία στα σινεμά και μπάντες όπως οι Radiohead και οι Wu Tang Clan παρουσιάζονταν στο κοινό με τα ντεμπούτα τους στη δισκογραφία, στο gaming σύμπαν, η κόντρα της Sega με τη Nintendo βρισκόταν στην κορύφωσή της, με SNES και Megadrive να κονταροχτυπιούνται σε μία μάχη χωρίς προηγούμενο. Μέσα στα δεκάδες πράγματα που δοκίμαζε και ετοίμαζε εκείνη την εποχή το R&D τμήμα της Sega στην Ιαπωνία, ήταν και το Pico. Μια κονσόλα μεταμφιεσμένη σε παιδικό παιχνίδι, που προοριζόταν για την αγορά των πολύ μικρών ηλικιών.
Το Pico, όπως αποδείχθηκε, ήταν ένα πολύ καλοφτιαγμένο μηχάνημα, με εξαιρετικές ιδιότητες (δεδομένης της τεχνολογίας της εποχής). Στην ουσία, ήταν το Hardware του Mega Drive, μέσα σε ένα χρωματιστό κέλυφος που έμοιαζε με τα δεκάδες παιδικά λάπτοπ παιχνίδια που κυκλοφόρησαν αργότερα κατά δεκάδες. Λειτουργούσε με σύνδεση στην τηλεόραση, τα παιχνίδια του ήταν κάτι ανάμεσα σε cartridge και παιδικό βιβλίο, και όλες οι λειτουργίες γίνονταν μέσα από μία ηλεκτρονική γραφίδα επάνω σε ένα trackpad. Για να γίνει μια καλή εκτίμηση της εποχής και της υψηλής τεχνολογίας του Pico, ας αναλογιστούμε λίγο πως το τεχνολογικό παιδικό παιχνίδι της εποχής εκείνης για την Ελλάδα, ήταν ο φωτεινός παντογνώστης, όπου κλείνοντας στην ουσία ένα κύκλωμα, άναβε ένα λαμπάκι και εμείς νομίζαμε ότι κρατάμε εξωγήινη τεχνολογία.
Όταν λοιπόν η ιδέα του Pico παρουσιάστηκε στον Tom Kalinske, πρόεδρο της Sega of America και άνθρωπο που πιστώνεται σε μεγάλο βαθμό την εμπορική εκτόξευση της Sega, η απάντησή του ήταν “φτιάξτε το μου με τιμή πώλησης τα 100 δολάρια, και θα το κάνω σίγουρη επιτυχία”. Τα λόγια του Kalinske δεν ήταν καθόλου φουσκωμένα, καθώς, πέραν της επιτυχίας στην οποία οδηγούσε εκείνη την στιγμή τη Sega, είχε και σημαντικό παρελθόν στο παιδικό παιχνίδι, ερχόμενος από εταιρίες όπως η Mattel και η Matchbox. Το Pico είχε μεγάλη εμπορική προοπτική, καθώς θα συνδύαζε τη διασκέδαση με την εκπαίδευση, γι’ αυτό και το αποκαλούσαν edutainment system. Βρισκόμαστε στις αρχές του ’90 άλλωστε, μια εποχή που, μεταξύ άλλων, οι γονείς πίστευαν ακόμη ότι αυτού του είδους τα τεχνάσματα έχουν ουσιαστική εκπαιδευτική αξία.
Λίγους μήνες πριν την κυκλοφορία του, έφτασε η μεγάλη στιγμή που το R&D τμήμα ήταν έτοιμο να παρουσιάσει στον Hayao Nakayama την έκδοση που ετοίμασε για το Sega Pico. O Nakayama, εκτός από πρόεδρος του Ιαπωνικού τμήματος και μεγάλο αφεντικό της Sega εν γένει, ήταν γνωστός στο προσωπικό του για το στρυφνό και αυστηρό ύφος του. Μέσα στα εργαστήρια της Sega γνώριζαν όλοι πόσο δύσκολο ήταν να του πάρεις ένα χαμόγελο, και το κλίμα ήταν φορτισμένο και ξέχειλο από άγχος, πίεση, και ίσως στο βάθος, λίγη ελπίδα ότι θα του αρέσει. Ο Nakayama μπήκε, πήρε το Pico στα χέρια του και το περιεργάστηκε για λίγη ώρα. Το design ήταν σίγουρα εντυπωσιακό ενώ έδειχνε καλοφτιαγμένο. Τις σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό του μόνο ο ίδιος μπορεί να τις ξέρει, αλλά σίγουρα κάποιες από αυτές θα ήταν πως έδειχνε ακριβό, καθώς και ότι τα υλικά και τα εξαρτήματα για την πλήρη παραγωγή είχαν ήδη παραγγελθεί, οπότε σε αυτό το σημείο δεν υπήρχε ουσιαστικά επιστροφή.
Αφού πρώτα ακούμπησε κάτω την κονσόλα, ήρθε και η ερώτηση που όλοι ήξεραν ότι θα γίνει, αλλά κανείς δεν ήθελε να απαντήσει: “Ποια θα είναι η τιμή λιανικής;”. Το άγχος εντάθηκε ενώ βλέμματα άρχισαν να ανταλλάσσονται στην αίθουσα. Τελικά κάποιος βγήκε μπροστά και απάντησε ότι θα είναι κάπου ανάμεσα στις 15 με 20 χιλιάδες γιεν, δηλαδή, 150 με 200 δολάρια. Τη στιγμιαία σιγή έσπασε ο ίδιος ο Nakayama με μία σειρά τώρα από διαδοχικές ερωτήσεις, στις οποίες, όμως, δεν περίμενε πλέον απαντήσεις. Αυτό το τρένο είχε χαθεί, δεν υπήρχαν πια καλές απαντήσεις. “15 χιλιάδες γιεν; Γι’ αυτό; Γιατί; Ο Tom (Kalinske) είπε ότι πρέπει να κοστίζει 100 δολάρια. Το είπε ξεκάθαρα και ήσασταν εκεί όταν το έλεγε”.
Αυτή η αντίδραση ήταν μόνο η αρχή βέβαια. Τότε ο Nakayama έπιασε στα χέρια του το Pico και το χτύπησε με δύναμη στο τραπέζι φωνάζοντας: Απαράδεκτο! Μετά το χτύπησε ξανά και φώναξε πιο δυνατά. Απαράδεκτο! Και τρίτη φορά. Απαράδεκτο! Η ακολουθία σπασίματος και απαράδεκτου κράτησε για μερικά ακόμα χτυπήματα, ώσπου το Pico ήταν πλέον βίδες και πλαστικά κομμάτια, ενώ μέχρι και ο τελευταίος άνθρωπος στην αίθουσα είχε λάβει το μήνυμα.
Ο,τι κι αν συνέβη εκείνη την ημέρα λοιπόν, η παραγωγή είχε ήδη δρομολογηθεί, και τον Ιούνιο του 1993 το Sega Pico κυκλοφόρησε στην αγορά της Ιαπωνίας (στα 13,440 γιεν), και αργότερα στην Αμερική, στα 139 δολάρια. Οι πωλήσεις του δεν ήταν ποτέ καλές, ιδίως στην Αμερική, κάτι που ίσως και να δικαιώνει τον Nakayama. Μία άλλη πιθανή εκδοχή, είναι ότι το Pico δεν ταίριαζε στο προφίλ του “κακού παιδιού” που λάνσαρε η Sega, και ήταν ένα προϊόν που θα κυκλοφορούσε μάλλον η Nintendo. Και οι δύο περιπτώσεις, σίγουρα έχουν βάση και λογική. Η ιστορία του έληξε άδοξα και γρήγορα, με το τέλος της παραγωγής να έρχεται πέντε μόλις χρόνια μετά, το 1998.
Κάποια χρόνια μετά, βγήκαν δύο ακόμη επανεκδόσεις, αλλά από εταιρίες παιχνιδιών πλέον, που είχαν πάρει τα δικαιώματα του. Το μόνο σίγουρο είναι πως αυτή η αντίδραση έφτασε και στα αυτιά της Sega of America, με τον Kalinske μάλιστα να αποκρίνεται στο άκουσμα της ιστορίας, λέγοντας “ο άνθρωπος που υπογράφει τις επιταγές μου, είχε άλλο ένα ξέσπασμα. Και το ξέσπασμα αυτό, ήταν προς τους ανθρώπους που ελπίζω να μας ακολουθήσουν και να συνεργαστούν με τη Sony”. Προφανώς και δεν χρεώνεται στο Pico η μετέπειτα πορεία της Sega, αλλά είναι σίγουρα ένα από τα πολλά μικρά και μεγάλα γεγονότα σε μια σειρά από διαφωνίες και ασυνεννοησίες ανάμεσα στα δύο τμήματα που οδήγησαν στο γρήγορο και άδοξο τέλος μιας ιστορικής για το gaming εταιρίας.
Πηγή άρθρου: Βιβλίο Console Wars του Blake J. Harris.