Πόσο mobile gaming μπορεί να χωρέσει σε ένα Switch;
Υπήρχε κάποτε ένα είδος παιχνιδιών όπου ο κόσμος αποκαλούσε shoot ‘em up, και για να παίξει κάποιος, έπρεπε να “ταΐσει” το μηχανήματα με κέρματα των είκοσι και των πενήντα δραχμών. Αργότερα, γνώρισαν μεγάλη άνθιση στις κονσόλες και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, οπότε δεν χρειαζόταν να τροφοδοτούνται πλέον με κέρματα, και κάποιοι τα αποκαλούσαν shmup, για συντομία. Αρκετά χρόνια πέρασαν από τότε λοιπόν, τα shoot ‘em up μετατράπηκαν από must play, σε τίτλους για niche κοινό, ενώ κάπου στην πορεία, μεταλλάχθηκε και το όνομά τους, και φτάσαμε σε αυτό που σήμερα αποκαλούμε “bullet hell”.
Παρότι λοιπόν το είδος έχασε αρκετή από την εμπορική αίγλη και τη δημοφιλία του, δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει και να έχει τους φανατικούς οπαδούς του. Μεγάλο μέρος του βέβαια μεταφέρθηκε στις mobile συσκευές, και κάπου εκεί αρχίζει να εντοπίζεται το πρόβλημα με το Galaxy Warfighter. Καθώς πρόκειται για έναν τίτλο που κυκλοφορεί στο Nintendo Switch, φτιαγμένο, όμως, με τη φιλοσοφία του mobile gaming. Θυμάστε πριν κάποια χρόνια που γκρινιάζαμε για τους developers που παρατούσαν το παραδοσιακό gaming για τα λεφτά του mobile; E, τώρα πρέπει να αρχίσουμε να γκρινιάζουμε πάλι μάλλον, επειδή τώρα γυρίζουν πίσω.
Το Galaxy Warfighter λοιπόν, είναι ένα οριζόντιο shoot ‘em up, όπου μέσα σε εκατό πίστες εξολοθρεύουμε αντίπαλα σκάφη. Τα βασικά μας όπλα είναι μόνιμα ενεργοποιημένα, χωρίς το πάτημα κάποιου πλήκτρου, και εμείς απλώς χειριζόμαστε την κίνηση του σκάφους μας. Σε κάθε πίστα συλλέγουμε κέρματα από τα συντρίμμια των αντιπάλων, και μπορούμε να αναβαθμίσουμε τα βασικά μέρη μας, όπως τα όπλα, την ασπίδα, τα συνοδευτικά drones μας και άλλα. Οι έξτρα δυνάμεις μας είναι δύο, μια μεγάλη ριπή και το πάγωμα του χρόνου για λίγα δευτερόλεπτα. Στο τέλος κάθε πίστας αντιμετωπίζουμε και ένα boss, και όλα δείχνουν σχετικά καλά και φυσιολογικά ως εδώ.
Κάπου εδώ, όμως, αρχίζουν οι προχειρότητες και οι περικοπές. Για αρχή έχουμε τον πολύ περιορισμένο αριθμό επιθέσεων, έχοντας μόνο δύο ειδών όπως προείπαμε, εξ ού και τα μόνιμα ενεργοποιημένη βασικά όπλα. Στη συνέχεια, συναντάμε όλα κι όλα τέσσερα bosses για εκατό πίστες. Στο τέλος κάθε πίστας θα αντιμετωπίζουμε ένα από αυτά τα τέσσερα bosses με τυχαία σειρά. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τα περιβάλλοντα, τη σχεδόν ολική απουσία μουσικής πέραν των εφέ, και την ποικιλία των αντιπάλων. Όπου σχεδόν η μόνη διαφορά ανάμεσά τους είναι το χρώμα και τα hit points που απαιτούνται.
Όσο περνούν οι πίστες, κάνουν την εμφάνισή τους και δύο διαφορετικά εχθρικά σκάφη, με εναλλαγή στις επιθέσεις τους (3-4 όλες κι όλες) αλλά έρχεται και το άλλο μεγάλο πρόβλημα του παιχνιδιού πέραν από το φθηνό περιεχόμενο, δηλαδή το game design. Φτάνοντας λοιπόν περίπου στη μέση του παιχνιδιού, και αφού μέχρι εκεί το επίπεδο πρόκλησης είναι υπερβολικά χαμηλό, κάνει την εμφάνισή του ένα αντίπαλο σκάφος, που βγαίνεις διαρκώς στη μέση της οθόνης και απαιτεί γελοιωδώς πολλές ριπές για να καταρριφθεί. Για την ακρίβεια, το σκάφος μας πρέπει να σταθεί μπροστά του και να πυροβολεί ασταμάτητα με τα όπλα πλήρως αναβαθμισμένα, για περίπου πέντε δευτερόλεπτα. Όποιος έχει παίξει έστω και ένα παιχνίδι του είδους, καταλαβαίνει λοιπόν τι σημαίνει αυτό.
Ευτυχώς βέβαια, ακόμα και με αυτό τον πρόχειρο και φθηνό τρόπο, το επίπεδο δυσκολίας δεν γίνεται ποτέ απροσπέλαστο. Aπλά, ολοκληρώνοντάς το, νιώθεις ότι έπαιξες πενήντα φορές την ίδια πίστα, και άλλες πενήντα, ξανά την ίδια, αλλά σε δυσκολότερο επίπεδο. Αυτή είναι και η συνολική εικόνα του τίτλου: ένα πρόχειρο και υπερβολικά φθηνό στα πάντα παιχνίδι, όπου αντίστοιχα, και πιθανόν καλύτερα, μπορεί να βρει κάποιος κατά δεκάδες στα ψηφιακά μαγαζιά των mobile συσκευών. Το έχουμε συναντήσει και εκφράσει επανηλειμμένως ότι η Nintendo, με την ξέφρενη πορεία του Switch, έχει ανοίξει τις πόρτες του Switch διάπλατα, σε σημείο που έχει αρχίσει να χάνεται κάπου το μέτρο και ο ποιοτικός έλεγχος. Δεν προτείνουμε βέβαια την επιστροφή στην υπερβολική εσωστρέφεια που την διακατείχε παλιότερα, αλλά ας τα βρει κάπου στη μέση τέλος πάντων.
Το Galaxy Warfighter κυκλοφορεί για Switch και PC από τις 16 Απριλίου. Το review βασίστηκε στην έκδοσή του για το Switch.