Resident Evil Village | Review

Μετά το ψυχολογικό πατατράκ που είχαμε πάθει με το Resident Evil 6, η Capcom δείχνει τα τελευταία χρόνια μεγάλα σημάδια αγάπης, στοργής και ανάκαμψης για την πολυαγαπημένη αυτή σειρά της. Με τα remake των Resident Evil 2 και Resident Evil 3 ικανοποίησε με τον καλύτερο τρόπο όλους όσους ζητούσαν ένα μοντέρνο survival horror 3ου προσώπου (ασχέτως του πετσοκόμματος στο υλικό του RE3), ενώ με το Resident Evil 7 έφερε μεν τη σειρά σε πρώτο πρόσωπο (όπως το κάνει και με το Resident Evil Village) αλλά κατάφερε να δώσει την πιο survival horror στιγμή της μέχρι σήμερα.

Και αν συνυπολογίσουμε τη συγκλονιστική εμπειρία που είχε προσφέρει μέσω του VR, τότε μιλάμε για ένα από τα τρομακτικότερα παιχνίδια όλων των εποχών. Με τέτοιες θετικές κινήσεις λοιπόν, ήταν απόλυτα λογικό ο ερχομός του Resident Evil Village να είναι ιδιαίτερα αναμενόμενος από το κοινό. Άξιζε όμως αυτή η αναμονή;

H ιστορία του Resident Evil Village εξελίσσεται τρία χρόνια μετά τα γεγονότα του Resident Evil 7, με πρωταγωνιστή και πάλι τον Ethan Winters. Έχοντας επιβιώσει από τα δραματικά γεγονότα της Λουϊζιάνα, ο Ethan με τη Mia ζουν πλέον incognito στην Ευρώπη μαζί με τη νεογέννητη κόρη τους.

Δίχως να σας αποκαλύψουμε το πώς και το γιατί, η οικογενειακή γαλήνη αυτή θα διακοπεί απότομα και ο Ethan θα βρεθεί μόνος και μέσα σε ένα χιονισμένο χωριό κάπου στην ανατολική Ευρώπη. Το πώς, το πού και το γιατί βρίσκεται εκεί, λίγη σημασία έχει, αλλά και λίγο χρόνο θα έχει για να το αναλογιστεί, μιας και άμεσα νέες μεταλλαγμένες οντότητες θα τον πάρουν στο κυνήγι. Όμως ο στόχος του θα παραμείνει από την αρχή μέχρι το τέλος ένας: να καταφέρει να ξαναβρεί την οικογένειά του και να αποδράσει από αυτόν τον νέο εφιάλτη.

Το να περιμένεις ιστορία σοβαρή και υψηλής ποιότητας από παιχνίδια σαν τα Resident Evil, Tomb Raider, Red Alert κ.λπ., είναι μια ουτοπική ευχή. Πάντα οι ιστορίες της σειράς ήταν λίγο ως πολύ παράλογες, αλλά υπάρχει μία γλύκα σε αυτή την b-movie αισθητική τους που σε αφήνει απλά να προχωράς μπροστά «καθαρίζοντας» βιοχλαπάτσες και σώζοντας τον πλανήτη.

Ο Ethan “Crush Dummy” Winters παραμένει σχετικά αδιάφορος ως χαρακτήρας ενώ οι νέοι villains δεν είναι όλοι τόσο αξιομνημόνευτοι όσο η οικογένεια Baker -με εξαίρεση την οικογένεια Dimitrescu βεβαίως! Και φυσικά, η κλασική υπερβολή της σειράς δίνει και παίρνει, αλλά όλα μαζί δένουν ως ένα ευχάριστο background filler για να σας προσφέρει μια δικαιολογία να σκοτώσετε ακόμα περισσότερους εχθρούς.

Βέβαια πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για την ξαφνική αλλαγή του παιχνιδιού στη τελευταία μισή ώρα του, που ξαφνικά από Resident Evil 4 μεταπηδά σε μονοπάτια Resident Evil 6 από το πουθενά, δίχως κάποιο λόγο και αιτία, αφήνοντας μια περίεργη γεύση στο σβήσιμο που απλά θα μπορούσε να λείπει εντελώς.

Η ουσία άλλωστε ποτέ δεν ήταν εκεί αλλά στην ατμόσφαιρα, και εκεί το Resident Evil Village τα καταφέρνει περίφημα. Είτε στα χλιδάτα δωμάτια του κάστρου Dimitrescu και στα ματωμένα μπουντρούμια του, είτε στο χιονισμένο και παρηκμασμένο χωριό, είτε σε κάποιες από τις διάφορες άλλες περιοχές του, το παιχνίδι στάζει μαυρίλα και πόνο από παντού, έχοντας υφάνει ένα εξαίσιο βαλκανικό σεμεδάκι σαπίλας και τρόμου, που καλύπτει απροκάλυπτα την τηλεόρασή σας, ίντσα προς ίντσα, φτιαγμένο από τον αργαλειό της RE Engine.

Εδώ και καιρό η Capcom έχει δείξει ότι η συγκεκριμένη μηχανή γραφικών είναι μία από τις καλύτερες και πιο optimized μηχανές γραφικών της βιομηχανίας, αλλά με το Resident Evil Village θέτει νέα standards επιδόσεων και λεπτομέρειας, παραδίδοντας ένα από τα ομορφότερα παιχνίδια της νέας γενιάς και ευφραίνει την καρδιά όσων επένδυσαν σε νέες κονσόλες.

Συγκεκριμένα, στο Xbox Series X που το δοκιμάσαμε, το παιχνίδι τρέχει στα 60 fps με ray tracing on, πάρα πολύ σταθερά, με πτώσεις μόνο σε πολύπλοκα boss fights. Αλλά και πάλι, όχι πτώση σε επίπεδο που γίνεται ενοχλητική ή διακριτή για να αλλοιώσει την εμπειρία. Η λεπτομέρεια δε που υπάρχει στο περιβάλλον, αλλά και στον σχεδιασμό και την κίνηση των εχθρών, είναι στα υψηλότερα επίπεδα της σειράς, ενώ το ray tracing, μπορεί να μην είναι στα εντυπωσιακά πλαίσια ενός neon κόσμου όπως του Cyberpunk 2077, αλλά οι αντανακλάσεις του φωτισμού και των επιφανειών σε κλειστούς χώρους είναι κάτι που πραγματικά αξίζει να βιώσει κανείς.

Ναι, υπάρχουν και οι κλασικές αδυναμίες της μηχανής, όπως κάποια θέματα στα χρώματα και τη φωτεινότητα, αλλά και μηδενική διάδραση με το περιβάλλον, αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικό για να υπερκαλύψει τις όποιες ατέλειες. Και για πρώτη φορά στη σειρά η διάχυση του φωτός από σταθερές δέσμες (τεχνητά φώτα) είναι άκρως ρεαλιστική και ξεφεύγει επιτέλους από τους άσχημους κώνους των προηγούμενων τίτλων.

Εκεί που το παιχνίδι ξεκάθαρα διαπρέπει είναι στον τομέα του ήχου, καθώς η δουλειά της Capcom στον πολυεστιακό ήχο έχει παραδώσει μια εμπειρία που όχι μόνο ξεπερνάει την ήδη τρομερή δουλειά του Resident Evil 7, αλλά μπορεί να θεωρηθεί και ως ένα από τα καλύτερα δείγματα surround ήχου που έχουμε ακούσει στο gaming.

Περπατάς μέσα στο χωριό, πετάει κάπου ένα κοράκι στον ουρανό και μπορείς πραγματικά να παρακολουθήσεις ηχητικά την πορεία του και να καταλάβεις από πού έρχεται και προς τα πού πηγαίνει. Περπάτημα ενός Lycan επάνω σε χόρτα, θρόισμα φυλλωσιάς από το δέντρο παραδίπλα, τρίξιμο ξύλινου παράθυρου που τρεμοπαίζει από τον αέρα, κραυγή ενός zombie που έρχεται από τα βάθη ενός μπουντρουμιού τρεις τοίχους παραπέρα, σταγόνες αίματος που στάζουν σιγά σιγά στο πάτωμα.

Η λεπτομέρεια είναι τρομερή και η δουλειά που έχει γίνει για να στηθεί ο κόσμος του παιχνιδιού με αληθοφάνεια θα αφήσει ικανοποιημένο ακόμα και τον πιο απαιτητικό audiophile. Ναι, το dynamic range είναι λίγο περίεργο και ορισμένοι ήχοι είναι ρυθμισμένοι ψηλότερα απ’ ό,τι θα έπρεπε για ένα home system, αλλά με headset στο κεφάλι, το αποτέλεσμα είναι απλά άψογο. Μουσική, από την άλλη υπάρχει ελάχιστη στο παιχνίδι, σωστότατη επιλογή ώστε να δώσουν έμφαση στους ήχους που αναφέραμε προηγουμένως.

Ακόμα και το voice acting δείχνει να έχει βελτιωθεί και σε μια σειρά που φημίζεται γενικά για το κακό voice acting (πλην του 7), το αποτέλεσμα εδώ είναι ικανοποιητικότατο και χρωματίζει ωραία τους χαρακτήρες -ακόμα και τον σχετικά αδιάφορο Ethan- και τον κάνει πλέον να αντιδρά με το περιβάλλον και με το τι του συμβαίνει.

Καλά βέβαια όλα αυτά, αλλά στην ουσία αποτελούν το περιτύλιγμα της ουσίας πίσω από ένα τέτοιο παιχνίδι, που δεν είναι άλλο από το gameplay και το στήσιμο των περιοχών του, αλλά και στην κλασική ερώτηση για κάθε νέο τίτλο της σειράς: «είναι Resident Evil και αν ναι, σαν ποιο»; Εύλογη απορία σίγουρα, καθώς η σειρά ανά το πέρασμα των ετών έχει προσφέρει πολλές και διαφορετικές εμπειρίες που αγαπήθηκαν αλλά και μισήθηκαν από πολλούς.

Μετά λοιπόν το εξαιρετικό survival horror tribute του RE7, που θύμισε τις αργές, κλειστοφοβικές και ψυχοφθόρες αρχές της σειράς -και κυρίως το πρώτο Resident Evil, το Resident Evl Village δείχνει να είναι ένα tribute του άλλου πολυαγαπημένου (και πολυκυκλοφορημένου τίτλου), του Resident Evil 4, με ξεκάθαρη στροφή σε μια πιο ελαφρώς πιο action γραμμή, παραπλήσια με εκείνου του παιχνιδιού. Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι εδώ. Η αλλαγή αυτή δε σημαίνει ότι δεν είναι ατμοσφαιρικό ή δεν είναι τρομακτικό. Έχει και τις έντονες στιγμές του, και τις κλειστές περιοχές, την πίεση, το άγχος και το στρες που περιμένεις από τέτοιο παιχνίδι, αλλά έχει και μια στιγμή σουρεαλιστικού horror αλά Silent Hill 1 και Siren (πρωτόγνωρο για RE).

Και το κυριότερο, δεν έχει μόνιμο πρήξιμο κυνηγητού (Mr X) αλλά σοφότατα διασκορπισμένου σε μικρά μεμονωμένα τμήματα, τόσο όσο πρέπει. Αλλά ναι, σίγουρα δεν πλησιάζει την αφόρητη πίεση και τον τρόμο που ασκούσε στον παίκτη το RE7 αλλά και το τεράστιο συναίσθημα αδυναμίας που είχαμε ζήσει τότε, προς όφελος μιας λίγο πιο γρήγορης και έντονης ροής αλλά και περισσότερης δράσης.

Όπως σίγουρα θα έχετε καταλάβει ως τώρα, το παιχνίδι συνεχίζει στο ίδιο στυλ με το RE7 και είναι στημένο με μηχανισμούς πρώτου προσώπου. Ο Ethan θα έχει πρόσβαση σε μία μεγάλη γκάμα οπλισμού, ο οποίος πλέον μπορεί να αναβαθμιστεί σε μεγάλο βαθμό με τη συμβολή (και επιστροφή) ενός vendor μέσα στο παιχνίδι, στον οποίον πουλάμε διάφορα αντικείμενα και collectibles και μπορούμε να αγοράζουμε αναβαθμίσεις, σφαίρες και εξοπλισμό για τον χαρακτήρα μας.

Το καλό είναι ότι δεν γίνεται κατάχρηση του vendor και το παιχνίδι δε σε αφήνει να μαζέψεις τόσα πολλά λεφτά που θα μπορέσεις να αγοράσεις τα πάντα, μάλλον το αντίθετο θα λέγαμε, αναγκάζοντάς σας να είστε προσεκτικοί στο πού θα ξοδέψετε τα χρήματα που με τόσο ζόρι πήρατε πουλώντας ένα μυστικό θησαυρό. Και θα πρέπει να είστε προσεκτικοί έτσι ώστε να ρυθμίσετε τον οπλισμό σας για το gameplay που σας ταιριάζει, καθώς όπως και στα πρότυπα του RE4, έτσι και εδώ, ο πρωταγωνιστής θα κληθεί να αντιμετωπίσει μια αρκετά μεγάλη μερίδα εχθρών, που συχνά έρχονται μαζεμένοι σε μεγάλες ομάδες.

Όλο αυτό φυσικά απαιτεί από τον παίκτη μπόλικες μανούβρες, τρεχάλα αλλά και καυτό μολύβι, στοιχεία που ευτυχώς υποστηρίζονται με άνεση από το στιβαρότατο σύστημα μάχης και shooting που έχει, κρατημένο μέσα σε λογικά όρια και μην αφήνοντας το παιχνίδι να μετατραπεί σε Call of Duty! Σε γενικές γραμμές, η μάχη είναι διασκεδαστικότατη και το παιχνίδι έχει πάρα πολύ καλή ροή και στήσιμο έτσι ώστε να σε προχωράει συνέχεια μπροστά και να σου προσφέρει νέα εμπόδια, εχθρούς και δυσκολίες.

Να πούμε βέβαια ότι για τους παίκτες που προτιμούν μία πιο “survival” λογική από τη σειρά, εδώ θα ζήσουν κάτι με εμφανείς τις (μαζεμένες) action στιγμές του RE4, δίχως όμως και των όμορφων puzzle του (εδώ είναι μάλλον εντελώς υποτυπώδη). Δεν είναι ότι το παιχνίδι σου δίνει εκατοντάδες σφαίρες και προχωράς με λογική «όποιον πάρει ο χάρος», σίγουρα και εδώ θα είσαι προσεκτικός στη χρήση τους και θα προσπαθείς να είσαι φειδωλός όσο πιο πολύ μπορείς.

Όμως το Resident Evil Village έχει σχεδιαστεί ξεκάθαρα με τη λογική ότι θα αντιμετωπίζεις 3-4-5-6 εχθρούς μαζί και ότι θα θέλουν πολλές σφαίρες ο καθένας για να πέσει, έτσι ώστε να δημιουργεί περισσότερη δράση και λιγότερη πίεση. Και εξηγούμε: Στο RE1 για παράδειγμα, μπορεί να είχες 7-8 σφαίρες επάνω σου, να συναντούσες δύο εχθρούς και να απαιτούνταν 2-3 σφαίρες ο καθένας για να εξοντωθεί. Το να χάσεις μια σφαίρα σε τέτοια μάχη, είναι μεγάλο πλήγμα.

Εδώ, μπορεί για παράδειγμα να έχεις 50 σφαίρες και να συναντήσεις πέντε εχθρούς, με τον καθένα να απαιτεί 4 headshots/ 7-8 bodyshots (ναι, είναι ολίγον τι bullet sponges). Απαιτείται και εδώ προσοχή στις σφαίρες, αλλά το να χάσεις και μερικές δεν είναι πρόβλημα. Είναι λεπτή αυτή η γραμμή που περιγράφουμε, αλλά είναι ξεκάθαρη η διαφορά της πίεσης που νιώθεις σε μια μάχη αλλά και το πόσο στρατηγικά, ή ως… Rambo θα αντιμετωπίσεις μια κατάσταση, οπότε θεωρούμε σημαντικό να το ξεκαθαρίσουμε.

Εξίσου σημαντικό είναι να αναφέρουμε και τον κάπως περίεργο σχεδιασμό των hitboxes των εχθρών. Μπορεί για παράδειγμα να κάνεις 125 dmg με ένα headshot, αλλά σφαίρα σε οποιοδήποτε τμήμα του σώματος (στήθος, χέρι, παρανυχίδα) όλα μετράνε το ίδιο και είναι στα 75dmg. Λείπει δηλαδή το ζύγισμα της ζημιάς επάνω στον εχθρό ανάλογα με το σημείο όπως θα περίμενε κανείς να δει σε τίτλο πρώτου προσώπου. Πταίσμα ίσως μέσα στην όλη πολύ ωραία εμπειρία της μάχης και του gunplay, αλλά οφείλουμε να το αναφέρουμε ως κάτι που θα ήταν ωραίο να βελτιωθεί με patch ή στο επόμενο παιχνίδι.

Από την άλλη, θα ήταν έγκλημα να μην αναφέρουμε ότι το Resident Evil Village έχει διάφορες QoL (quality of life) βελτιώσεις που βελτιώνουν την εμπειρία σε μεγάλο βαθμό. Το ένα σημαντικό έχει να κάνει με τον νέο χάρτη περιήγησης, ο οποίος είναι από τους πιο καθαρούς που έχουμε δει.

Χρωματίζοντας δε τα δωμάτια που έχετε εξερευνήσει -με κόκκινο όταν κρύβει ακόμα κάποιο μυστικό και μπλε αν το έχετε καθαρίσει- λύνει τα χέρια όλων των ψυχαναγαστικών παικτών που θέλουν να ανακαλύψουν τα πάντα αλλά ταυτόχρονα βοηθάει και εκείνον που ψάχνει να βρει καμιά σφαίρα παραπάνω ή το ρημάδι το κλειδί που είναι κρεμασμένο σε έναν τοίχο.

Το δεύτερο και ακόμα καλύτερο στοιχείο στο QoL είναι η τεράστια βελτίωση του inventory, καθώς για πρώτη φορά μπορούμε να πούμε ότι το inventory σε Resident Evil δεν είναι αντίπαλός σας αλλά σύμμαχος. Αν το αναβαθμίζετε σωστά, θα είναι πάντα αρκετό για να κουβαλάει όλο τον εξοπλισμό σας, ενώ είναι μεγάλη υπόθεση τα mission items, τα έγγραφα αλλά και διάφορα αντικείμενα για crafting (healing potions και ammo) να τοποθετούνται σε υπο-μενού χωρίς να κλέβουν χώρο από τα βασικά στοιχεία.

Ναι, «gaming-ίστικη» ευκολία θα πουν κάποιοι, αλλά αν αποδέχεσαι ότι δε μπορείς να πας σε μια περιοχή παρακάτω επειδή σου μπλοκάρει το δρόμο ένα τρακτέρ (λες κ δε μπορείς να σκαρφαλώσεις από πάνω), τότε μπορείς να αποδεχθείς και αυτό! Πριν το κλείσιμο, θα πρέπει να κάνουμε και μια μικρή αναφορά στο Mercenaries mode που ξεκλειδώνει κανείς όταν τερματίσει το παιχνίδι.

To Mercenaries δεν είναι κάτι καινούργιο στη σειρά, έχοντας εμφανιστεί για πρώτη φορά στο RE3 Nemesis, και έχοντας κάνει άλλες πετυχημένες εμφανίσεις σε διάφορους τίτλους της σειράς όπως στα RE4, 5 και 6. Στο Resident Evil Village όμως είναι η πρώτη φορά που θα δοκιμάσουμε το mode σε περιβάλλον πρώτου προσώπου, και έτσι η Capcom βρήκε την ευκαιρία να πειραματιστεί και να αλλάξει τη συνταγή σε διάφορα σημεία, θυμίζοντας ένα κράμα των RE Revelations και RE4, με ορισμένες νέες, δικές του πινελιές.

Ο παίκτης ξεχύνεται μέσα σε μία από τις περιοχές του παιχνιδιού με έναν βασικό εξοπλισμό (που στήνει στον vendor) και μέσα σε ένα περιορισμένο χρονικό περιθώριο πρέπει να σκοτώσει ένα συγκεκριμένο αριθμό εχθρών και να τρέξει στο goal για να πάει στο επόμενη περιοχή (κάθε stage, έχει τρεις περιοχές). Μέσα στον χάρτη υπάρχουν διάσπαρτα πυρομαχικά αλλά και κλεψύδρες που ξεκλειδώνουν ειδικές δυνάμεις αλλά και έξτρα χρόνο έτσι ώστε να καταφέρετε ακόμα καλύτερη βαθμολογία και ranking στο τέλος του stage.

Και ανάλογα με τη βαθμολογία σας, το παιχνίδι επιβραβεύει με CPs, που με τη σειρά τους μπορείτε να χρησιμοποιήσετε για να ξεκλειδώσετε νέα όπλα για το βασικό παιχνίδι, infinite ammo cheats, collectibles, concept art και διάφορα καλούδια. CPs κερδίζετε και με πράξεις σας από το βασικό παιχνίδι βέβαια, αλλά αν θέλετε να ξεκλειδώσετε όλο το υλικό, το Mercenaries mode είναι απαραίτητο.

Με το κοντέρ του παιχνιδιού να δείχνει 12 ώρες (αλλά στη πραγματικότητα να έχουμε δώσει σίγουρα πάνω από 16), το Resident Evil Village είναι ικανοποιητικότατης διάρκειας για τα δεδομένα της σειράς. Και ναι, μπορεί να έχει κάποιες μικρές αδυναμίες σε διάφορα σημεία, και η ξαφνική αλλαγή στο τέλος να είναι μια επιλογή που θα ξενίσει πολύ κόσμο, αλλά κανένα από αυτά τα αρνητικά δεν είναι αρκετά για να μειώσουν την υπέροχη, νέα προσπάθεια της Capcom.

Πρόκειται για ένα από αυτά τα σπάνια παιχνίδια που τα σκέφτεσαι όταν είσαι στη δουλειά / στο σχολείο και λες «πότε θα περάσει η ώρα να γυρίσω πίσω να παίξω;». Και από τα ακόμα πιο σπάνια, που όταν τα τελειώσεις, σε πιάνει μία μικρή κατάθλιψη, αφήνοντάς σε να κοιτάς την οθόνη και να σκέφτεσαι «και τώρα τι να παίξω που θα αγγίξει τέτοιο επίπεδο;». Εμείς πάντως ξεκινάμε δεύτερο playthrough!

To Resident Evil Village κυκλοφορεί από τις 7/5/21 για PS4, PS5, Xbox One, Xbox Series και PC. To review βασίστηκε στην έκδοσή του για το Xbox Series με review code που λάβαμε από τη CD Media.

Exit mobile version