Eastward | Review

Το πρώτο πράγμα που κάνει αμέσως εντύπωση στο Eastward είναι η λεπτομερέστατη, πολύχρωμη και φορτωμένη με φαντασία pixel art που δημιούργησε εξ ολοκλήρου το στούντιο Pixpil για τον τίτλο της. Το ύφος θυμίζει παλαιότερες εποχές των 16 και 32 bit, με καταφανέστατες επιρροές από Earthbound και Zelda, με τη τεχνολογία όμως του σήμερα και δη τα εφέ φωτισμού να κάνουν θαύματα στην αντίληψη και ζωντάνια του κόσμου του παιχνιδιού. Η μουσική είναι εκείνη που έρχεται σε δεύτερο χρόνο για να εξυψώσει την απόκοσμη, μετα-αποκαλυψιακή ατμόσφαιρα, ενός τίτλου που είναι ικανός να ρουφήξει τον παίκτη στον κόσμο του με χαρακτηριστική ευκολία.

Κάτω από την επιφάνεια της Γης, κάποιοι τελευταίοι επιζήσαντες ζουν αποκλεισμένοι από τον απαγορευμένο έξω κόσμο λόγω της Πανούκλας που έχει κυριεύσει κάθε ζωντανό οργανισμό. Στα έγκατα εγκαταλελειμμένων συρμών μετρό και τούνελ που έχουν σκαφτεί, οι άνθρωποι ζουν σε αυτοσχέδιες οικίες μέσα σε σπηλιές και παμπάλαια, διαμορφωμένα λεωφορεία και βανάκια. Η απαγόρευση διέλευσης στον επάνω κόσμο είναι μια πραγματικότητα τόσο παλιά, που αστικοί μύθοι έχουν πλέον δημιουργηθεί και αναπαράγονται στις καθημερινές συζητήσεις.

Φυσικά, ακόμα και σε αυτή την εξαθλιωμένη κοινωνία δεν λείπει το μακρύ χέρι της εξουσίας, που εδώ παρουσιάζεται και εκπροσωπείται μέσα από τον χαρακτήρα του Δημάρχου, ο οποίος σαφώς και ζει σε έπαυλη και ακόμα πιο προβλεπόμενα έχει τον ρόλο του τοποτηρητή σε οποιαδήποτε δραστηριότητα υφίσταται, θέτοντας τους κανόνες αυτού του μικρόκοσμου.

Τη ρουτίνα της καθημερινότητας έρχεται να σπάσει ένα μυστηριώδες κορίτσι, η Sam, που υποστηρίζει σθεναρά ότι η αλήθεια για τον επάνω κόσμο παραμένει ερμητικά κρυμμένη από τους ανθρώπους. Υιοθετημένη από τον έτερο πρωταγωνιστή, τον σιωπηλό και μάστερ της μαγειρικής John, το απίθανο δίδυμο θα βρεθεί στα δίχτυα ενός οδοιπορικού όπου το μυστήριο που καλύπτει την πραγματικότητα αποτελεί το κύριο σημείο της πλοκής, σε ένα παιχνίδι βαθιά επηρεασμένο και εμποτισμένο με το dna παιχνιδιών όπως τα Secret of Evermore, Illusion of Gaia και Earthbound.

Oι συνθήκες ξεκινούν ευνοϊκά, με τις πρώτες -πολλές- ώρες να προμηνύουν την εμπλοκή μας σε μια αξέχαστη περιπέτεια, έως ότου έρθει η «επιφοίτηση» ότι ο δρόμος αυτός που ακολουθούμε τελικά δε βγάζει πουθενά. To Eastward δεν προσπαθεί να ξεγελάσει τον παίκτη, δημιουργεί όμως πολύ παραστατικά προσδοκίες για ένα επικό ταξίδι μέσα από τη βραδύκαυστη εισαγωγή στον κόσμο του, τους λαλίστατους και παραστατικούς χαρακτήρες που τον πλαισιώνουν, καθώς και τη φανταστική ατμόσφαιρα που απορρέει από τα γραφικά και τις μελωδίες της μουσικής.

Υπάρχουν σημεία στο σενάριο πολύ σωστά τοποθετημένα ώστε, χωρίς να αποκαλύπτουν ξεκάθαρα πράγματα για την πλοκή, δίνουν πάσες στον παίκτη που φαγουρίζουν την περιέργεια και εξάπτουν τη φαντασία του, κάνοντάς τον κοινωνό στο ξεδίπλωμα του κουβαριού.

Στο τέλος όμως του λαβύρινθου δεν υπάρχει Μινώταυρος. Στις 25 με 30 ώρες παιχνιδιού, ο παίκτης θα έρθει αντιμέτωπος με πανέμορφες περιοχές σμιλεμένες στο χέρι, που αποτελούν πεδίο συζητήσεων με ποικίλες προσωπικότητες και δράσης ενός απλοϊκού action – puzzle solving gameplay, σε ένα προσδοκώμενα σκοτεινό, λαβκραφτιανό αφήγημα που καταλήγει σε αδιέξοδο. Το Eastward αποφασίζει να αυτοπυροβοληθεί, δίνοντας περισσότερο χρόνο συμμετοχής επί της οθόνης σε ατελείωτες, ατέρμονες συζητήσεις με NPCs, που σπάνε βίαια έναν ρυθμό που είναι ικανός να κρατήσει το ενδιαφέρον, όμως εν τέλει αγκομαχά να βρει τις κατάλληλες ισορροπίες.

Στη βραδύκαυστη εξέλιξη του Eastward η σκηνοθεσία κρατά τα σκήπτρα τις πρώτες ώρες. Ξέρει πότε θα μιλήσει, πότε θα σωπάσει για να εξερευνήσει, πότε θα εμπλακεί σε μάχες και πότε θα πετάξει το απαραίτητο τυράκι της πλοκής για να ανανεώσει το ενδιαφέρον. Και ο παίκτης, μαγεμένος καθώς είναι από την υπέροχη ατμόσφαιρα και το σταδιακά μεταβαλλόμενο gameplay, χτίζει προσδοκίες.

Η σχέση του σιωπηλού John με τη λαλίστατη Sam δημιουργεί τον ετερόκλητο εκείνο παράγοντα που γίνεται σχεδόν πάντα αγαπητός, όπου πέρα από το οικείο και άκρως επιτυχημένο μοτίβο πατέρα-θυγατέρας 0που έκανε κοινή συνείδηση η σχέση Joel και Ellie– δημιουργεί και περισσότερο θεατρικές, τραγελαφικές καταστάσεις γεμάτες αυθόρμητο χιούμορ, απόρροια της αντίθεσης των χαρακτήρων τους.

Η ελαφρότητα δίνεται με δόσεις για να ριχτεί λίγο φως στην απόλυτη καταχνιά και μαυρίλα, έως ότου ο τίτλος αποφασίσει να τραβήξει χειρόφρενο, παρουσιάζοντας το πραγματικό του πρόσωπο. Φτάνοντας στη New Dam City, ο ρυθμός αρχίζει και παίρνει την κάτω βόλτα. Το παιχνίδι αρχίζει και αναλώνεται σε ακατάπαυστη λογοδιάρροια μεταξύ του πρωταγωνιστικού διδύμου και των NPCs, ρίχνοντας στα τάρταρα όποιες φιλοδοξίες έχτιζε προσεκτικά έως εκείνο το σημείο. Εισάγει άσχετα με το σενάριο side-quests πολύ κακής ποιότητας και καλοκάθεται σε μια περιοχή παραπάνω από όσο το προσκάλεσαν, καταστρέφοντας με αυτό το τρόπο το ρυθμό.

Οι NPCs περνούν στο προσκήνιο και ο παίκτης, εκεί που προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει το τι στο καλό συμβαίνει ή που θα τον πάει μετά το παιχνίδι, ξαφνικά πρέπει να ενδιαφερθεί να μαζέψει υλικά για να ευχαριστήσει τον τοπικό αρχιμαφιόζο με το τέλειο γεύμα ή να βρει τρόπους να εμπνεύσει έναν αποτυχημένο περιπλανώμενο θίασο. Η ελαφρότητα παίρνει θέση οδηγού, σε μια μεταστροφή της σκηνοθεσίας που λειτουργεί με τα χειρότερα αποτελέσματα για ένα παιχνίδι που έως εκείνο το σημείο είχε παρουσιαστεί εντελώς διαφορετικά.

Δυστυχώς τα πράγματα δεν καλυτερεύουν. Αντί να προσπαθήσει να πιάσει ξανά το ενδιαφέρον με το ύφος της ατμόσφαιρας που είχε γραπώσει τον παίκτη, οι συζητήσεις που πάνε στο πουθενά συνεχίζονται, σε μια αφήγηση που κάνει άλματα και μπερδεύεται, με την ολίσθηση να καταλήγει σε έναν τεράστιο τοίχο απορίας όσο αυτή οδηγείται προς το φινάλε. Εντελώς ειρωνικά, εκείνο που σώζει ένα παιχνίδι που ξεκίνησε ως storytelling με απλοϊκό gameplay είναι τελικά οι στιγμές που αναλαμβάνουμε δράση με τους John και Sam.

Η εξερεύνηση περιλαμβάνει μια αλληλουχία ισόποσων δόσεων επίλυσης εμποδίων, που έρχονται είτε υπό τη μορφή μάχης είτε με αλληλεπίδραση με αντικείμενα και κινδύνους του περιβάλλοντος. Από μετακίνηση κιβωτίων για να δημιουργηθεί δρόμος φυγής, πάτημα διακοπτών να ανοίξουν οι σωστές πόρτες, βόμβες σε ρωγμές τοίχων, στο μυστικό σεντούκι, μέχρι και χωρισμό των John και Sam στην ίδια οθόνη, όπου χρησιμοποιώντας ο καθένας τις δυνάμεις του ανοίγουν δρόμο ο ένας στον άλλο, η εξερεύνηση θέτει ποικίλους και ευφάνταστους στόχους με τα λιγοστά εργαλεία που διαθέτει.

Χωρίς ποτέ να γίνεται εκνευριστική η επίλυση των ζητουμένων, βρίσκεται εκεί σε ποσότητα και περιπλοκότητα τόσο όσο να κρατά φρέσκο το ενδιαφέρον. Ανάλογη αντιμετώπιση λαμβάνει και η μάχη, με το απλό melee και range σύστημα να αναμιγνύεται με την εξερεύνηση, προσφέροντας ένα απλό μεν αλλά άκρως ικανοποιητικό και ευχάριστο gameplay.

Οι μαγειρικές ικανότητες του John προσφέρουν τα απαραίτητα αναλώσιμα στη μάχη, κρυφά σεντούκια με αναβαθμίσεις βρίσκονται κρυμμένα σχεδόν σε κάθε σημείο δράσης ενώ προσφέρεται και ένα ολόκληρο roguelike, turn-based JRPG με τη μορφή mini-game σε τερματικά που βρίσκουμε μέσα στο παιχνίδι.

Το Eastward προσφέρει καλλιτεχνική υπεροχή τόσο με τα καταπληκτικά γραφικά όσο και με τη μουσική του, δημιουργώντας ένα υπέροχα νοσταλγικό μείγμα που μεταφράζεται μέσα από το gameplay και τους υπέροχους χαρακτήρες του. Τα στοιχεία αυτά είναι και τα εξέχοντα του Eastward, ενός τίτλου που τα σοβαρά θέματα ρυθμού και αφήγησης που παρουσιάζει δεν τον αφήνουν να λάμψει όσο του αξίζει.

Το Eastward κυκλοφορεί από τις 16/9/21 για Switch και PC. Το review βασίστηκε στην έκδοσή του για το Switch με review code που λάβαμε από την Pixpil.

Exit mobile version