The Last of Us Part I | Review

Προς αναζήτηση προλόγου για το συγκεκριμένο review, ο υπογράφων αντιμετώπισε σημαντικές δυσκολίες. Τι είναι αυτό που μπορείς να γράψεις για το The Last of Us, που δεν έχει ήδη γραφτεί χιλιάδες φορές και δεν έχει ειπωθεί άλλες τόσες; Στο GameOver έχουμε ήδη δύο reviews (ένα για την έκδοση του PS3 και ένα για το remaster του PS4), το 2014 είχαμε ετοιμάσει και ένα video review, ενώ οι συζητήσεις που έχουν γίνει στα Webcasts είναι πολλές. Τι επιπλέον μπορείς να πεις για το The Last of Us Part I, λοιπόν, που φέρνει από τις 2 Σεπτεμβρίου του 2022 το εμβληματικό πόνημα της Naughty Dog στο PS5;

Πολλά μεν, αλλά θα σας παραπέμψουμε στο review της έκδοσης για το PS4, που περιλαμβάνει τα πάντα για το παιχνίδι, αν τυχόν και δεν έχετε ήδη κάποια εμπειρία με την πρώτη περιπέτεια του Joel και της Ellie. Από εκεί και πέρα, θα προσπαθήσουμε να σας μεταφέρουμε την εμπειρία που λάβαμε παίζοντας αυτό το remake και το πώς αυτό “τρέχει” στο PlayStation 5.

Ας πούμε για αρχή ότι το The Last of Us Part I δεν είναι “ένα ακόμα zombie game που διεξάγεται σε μια μετα-αποκαλυψιακή Γη”. Ναι, μπορεί εκ πρώτης όψεως να θυμίζει από τη σειρά The Walking Dead μέχρι το τελευταίο indie zombie game, αλλά επί της ουσίας έχουμε να κάνουμε με κάτι πολύ περισσότερο. Η ιστορία διεξάγεται σε ένα εύρος περίπου 20 χρόνων, με το πρώτο κομμάτι που αφορά στο παρελθόν του βασικού πρωταγωνιστή, να είναι μόνο ο πρόλογος. Το “ζουμί” βρίσκεται μετά το μήνυμα “20 χρόνια μετά”, όταν ο Joel, μετά την συγκλονιστικά τραυματική εμπειρία που είχε κατά την έναρξη του ξεσπάσματος της πανδημίας του μύκητα Cordesyps, ζει σε μια ζώνη καραντίνας μαζί με λιγοστούς ακόμα επιζώντες.

Εκεί, ένα παιχνίδι της μοίρας φορτώνει στην πλάτη του μια σημαντική αποστολή: να παραδώσει την Ellie, μια έφηβη κοπέλα, σε μια ομάδα ανταρτών, διότι αυτή η κοπέλα, ούσα ανθεκτική στον μύκητα, ίσως κρύβει το μυστικό για τη σωτηρία της ανθρωπότητας. Έτσι, το δίδυμο ξεκινά ένα μακρύ ταξίδι, που σε χρόνο παιχνιδιού διαρκεί σχεδόν έναν χρόνο, προς την ελπίδα.

Τι είναι αυτό που κάνει το The Last of Us Part I να ξεχωρίζει από τα περισσότερα, single player, βασισμένα στην αφήγηση παιχνίδια; Με χαρακτηριστική ευκολία θα λέγαμε ότι αυτό οφείλεται στην γραφή του. Ώριμο, βαρύ, πικρό, το σενάριο του The Last of Us Part I δεν πραγματεύεται απλώς τον αγώνα του διδύμου προς τη λύτρωση, αλλά τις διαπροσωπικές σχέσεις, το πώς αυτές διαμορφώνονται υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, τον τρόπο που οι άνθρωποι -όταν όλα έχουν ειπωθεί και η ζωή κρέμεται από μια κλωστή- είναι έτοιμοι, χωρίς δεύτερη σκέψη, να κάνουν τα πάντα για την αυτοσυντήρησή τους, ενώ ταυτόχρονα, μέσα σε όλη αυτή τη σκληρότητα και τη βαρβαρότητα της καθημερινότητας, η ελπίδα για ανθρωπιά και ψήγματα από συναίσθημα είναι ακόμα εκεί.

Αυτή η υπέροχα γραμμένη ιστορία συνοδεύεται και αναδεικνύεται από τις εξαιρετικές ερμηνείες όλων ανεξαιρέτως των ηθοποιών που συμμετείχαν, από το στοιχειωτικό soundtrack του Γκουστάβο Σανταολάγια, την κορυφαία κινηματογράφηση, την υπέροχη ατμόσφαιρα και, φυσικά, από το πολύ καλό gameplay. Το The Last of Us Part I είναι ένα παραδοσιακό, single player, γραμμικό παιχνίδι δράσης και τρόμου, όπου ο παίκτης, ελέγχοντας τους πρωταγωνιστές, πρέπει να αντιμετωπίζει διάφορους κινδύνους.

Η δομή του είναι κλασική, “παλιακή” θα μπορούμε να την χαρακτηρίσει κάποιος αυστηρός κριτής, όμως -πάντα σε συνάρτηση με την προαναφερθείσα κορυφαία γραφή- λειτουργεί άριστα. Και αν κάτι λειτουργεί καλά, δεν το πειράζεις… Το παιχνίδι χωρίζεται σε τρία διακριτά μέρη, την πορεία στο περιβάλλον (που περιλαμβάνει εξερεύνηση και κάποιους υποτυπώδεις “γρίφους”), τις μάχες με ανθρώπους ή μολυσμένα πλάσματα, και τις κινηματογραφικές σκηνές. Το θέμα είναι πως αυτοί οι τρεις τομείς είναι τόσο αριστοτεχνικά μοιρασμένοι, που η ροή του τίτλου, από την αρχή (που ενδεχομένως να είναι η πιο συγκλονιστική έναρξη παιχνιδιού) μέχρι το τέλος, είναι οργανική και σχεδόν ποτέ δεν κάνει “κοιλιά”, οδηγώντας σε μια απολαυστική περιπέτεια διάρκειας 15 και πλέον ωρών.

Για το σενάριο και τη γενικότερη αξία του The Last of Us Part I δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται να γραφτεί κάτι περισσότερο. Η ιστορία, δέκα χρόνια μετά, δικαίωσε όλες τις επιλογές της Naughty Dog και του σκηνοθέτη Neil Druckmann. Όμως έχουμε ένα remake πλέον, για το PS5, που μάλιστα έρχεται με αρκετές αλλαγές, ικανές να φρεσκάρουν και να φέρουν επιτυχώς στο 2022 ένα, έτσι και αλλιώς, πανέμορφο και πολύ καλά γερασμένο παιχνίδι.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τα θετικά (που, άλλωστε, είναι και τα περισσότερο) και θα αφήσουμε για το τέλος τις ενστάσεις μας. Πρώτα από όλα, το The Last of Us Part I για το PS5 δεν είναι κάποιο remaster, αλλά ένα ολικό remake σε ό,τι αφορά τη μηχανή γραφικών. Αυτό σημαίνει ότι γίνεται χρήση της μηχανής από το The Last of Us Part II, με τα πάντα στο παιχνίδι να έχουν έρθει πλέον πολύ κοντά στο δεύτερο κεφάλαιο της σειράς. Από τα μοντέλα των χαρακτήρων (in-game και σε cut scenes), τις υφές του περιβάλλοντος και τις σκιάσεις, μέχρι -και πρέπει να το τονίσουμε αυτό- τους φωτισμούς, το παιχνίδι της Naughty Dog όχι μόνο δεν δείχνει ως τίτλος του 2013, αλλά στέκεται με άνεση δίπλα στα πιο εντυπωσιακά παιχνίδια του 2022.

Κλασικά, διατίθενται δύο modes απεικόνισης, ένα με ανάλυση 1440p και ρυθμό ανανέωσης τα 60 fps, και ένα με native ανάλυση 4K και ρυθμό ανανέωσης στα 30 fps. Δοκιμάσαμε και τα δύο, και θα λέγαμε ότι το πρώτο είναι επιλογή “με κλειστά μάτια” αφού έτσι και αλλιώς το οπτικό αποτέλεσμα είναι κορυφαίο ενώ ταυτόχρονα έχουμε γλυκιά ροή στην κίνηση και τις μάχες.

Κάποιες αλλαγές έχουν γίνει και στο gameplay, που έχει να κάνει με την κίνηση στο χώρο, τις μάχες και το shooting, αλλά θα λέγαμε ότι αυτές είναι περισσότερο “ρυθμίσεις” και μικροβελτιώσεις, παρά αλλαγές που επηρεάζουν και κατ’ επέκταση αλλάζουν τον χαρακτήρα του παιχνιδιού. Αξίζει να αναφερθεί ότι υπάρχει και speedrun mode για τους βετεράνους, ενώ το πακέτο περιλαμβάνει το story DLC Left Behind και, φυσικά, ελληνικό κείμενο και μεταγλώττιση. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε τις επιλογές προσβασιμότητας για παίκτες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες σε ακοή και όραση. Τέλος, έχουμε την εφαρμογή των λειτουργιών που υποστηρίζει το χειριστήριο DualSense, που όμως έχοντας δει τι μπορεί να γίνει σε άλλα παιχνίδια, νομίζουμε ότι αποτελεί μια χαμένη ευκαιρία, αφού περιμέναμε κάτι περισσότερο.

Σε γενικές γραμμές, το remake του The Last of Us είναι ακριβώς ό,τι είχε υποσχεθεί η Sony μέσα από τις ανακοινώσεις της. Ένα σημείο, ωστόσο, δεν είναι όπως το περιμέναμε. Αυτό είναι η AI (τεχνητή νοημοσύνη) των χαρακτήρων. Παρά τα όσα είχαν αναφερθεί από την εταιρεία, πέσαμε πολλές φορές επάνω σε περιπτώσεις όπου η Tess ή η Ellie (που μας συντροφεύουν στο ταξίδι μας) έκαναν αλλοπρόσαλλες κινήσεις, φανέρωναν τη θέση τους στους εχθρούς η κολλούσαν σε πόρτες και άλλα στοιχεία του περιβάλλοντος, μην γνωρίζοντας τι να κάνουν, όταν προσπαθούσαμε να περάσουμε και εμείς.

Αντιστοίχως, η AI των αντιπάλων ώρες ώρες βρίσκεται χαμηλά, αφού κατορθώναμε να τους εξοντώνουμε με ευκολία σε stealth mode, πλησιάζοντας και σκοτώνοντάς τους ακόμα και αν βρισκόμασταν σχεδόν δίπλα τους ή σε γωνία όρασης που θα έπρεπε σίγουρα να μας δουν. Η AI είναι ίσως το αγκάθι του The Last of Us Part I, το σημείο που “γέρασε” πολύ σε αντίθεση με το υπόλοιπο παιχνίδι, που στέκεται άνετα δίπλα σε (και πάνω από) κάθε νέο τίτλο της αγοράς.

Καταληκτικά, το The Last of Us, σε αυτήν, όπως και σε κάθε άλλη του, έκδοση, είναι ένα αριστούργημα, ένα σπάνιο παιχνίδι και μια εμπειρία ζωής, που πρέπει να ζήσει κάθε gamer που μέσα από αυτό το μέσο ψυχαγωγίας αποζητά το κάτι παραπάνω. Δέκα χρόνια μετά το ντεμπούτο του, η λάμψη του όχι μόνο δεν έχει μειωθεί, αλλά παραμένει ισχυρή, δείχνοντας τον τρόπο του πώς πρέπει να δημιουργούνται τα σύγχρονα, ώριμα αφηγηματικά παιχνίδια.

Το The Last of Us Part I κυκλοφορεί από τις 2/9/22 για το PlayStation 5 ενώ αργότερα αναμένεται και για PC. Το review μας βασίστηκε σε review code που λάβαμε από το PlayStation Greece.

Exit mobile version