Bayonetta 3 | Review

Τα πάντα έχουν ένα τέλος. Στιγμές, σκέψεις, σχέσεις, ζωές όλα ταξιδεύουν αδιάκοπα μέσα σε αυτό το αέναο κενό, όπου τα κύματα του χώρου και του χρόνου συναντιούνται, σηματοδοτώντας έτσι την αρχή και το τέλος- ή, ίσως, και μια νέα αρχή. Κάποια πράγματα έχουν ένα καλό τέλος, όπου τα γεγονότα και οι εξελίξεις κυλούν όπως ακριβώς επιθυμεί κάποιος. Κάποια άλλα, πάλι, έρχονται να προκαλέσουν φόβο, πόνο, λύπη και αγωνία.

Aγωνία για το σήμερα, φόβο για το αύριο, λύπη και πόνο για ένα τέλος που μπορεί να σημαδέψει, να πονέσει, να στοιχειώσει. Και όταν όλα γύρω μοιάζουν μαύρα και άραχνα, όταν ο κόσμος μοιάζει να έχει αδειάσει από κάθε ψήγμα ελπίδας, τότε έρχεται η ίδια η ζωή για να αποδείξει ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει. Η ζωή βρίσκει πάντα τον τρόπο να προχωρήσει παρακάτω, δίνοντας έναν νέο ορισμό στο τι κάποιος προσδιορίζει ως «συνέχεια», ως νέος στόχος και σκοπός της ζωής.

Αν όλα αυτά φαντάζουν τμήμα από ένα κείμενο που μπορεί να προήλθε από κάποιο ξεχασμένο βιβλίο αυτογνωσίας, ίσως και κάποιας απροσδιόριστης και κοινότυπης φιλοσοφικής θεωρίας, οφείλουμε σε αυτήν την περίπτωση να πούμε πως αυτό ακριβώς είναι και το status quo του κόσμου στον οποίο κινείται το Bayonetta 3. Ένα παιχνίδι που έκανε κατόχους του Nintendo Switch παγκοσμίως να ενθουσιαστούν με την ανακοίνωσή του, με τον ίδιο ρυθμό που τους έκανε να ανησυχούν και να αγωνιούν όσο περνούσαν οι μήνες και τα χρόνια που δεν είχαμε μια ανακοίνωση, μια ενημέρωση.

Τι και αν ο Hideki Kamiya προσπαθούσε να πείσει ότι η ανάπτυξη του τίτλου κινείται σε ικανοποιητικά επίπεδα; Θεωρίες συνομωσίας για κρυφή ακύρωση του τίτλου, πιθανή μεταφορά σε νεότερο hardware και άλλες παρόμοιες σκέψεις τροφοδοτούσαν αυτήν την αγωνία για το νέο κεφάλαιο της σειράς. Το πλήρωμα του χρόνου ήρθε, ωστόσο, για το Bayonetta 3 και μαζί του έρχεται μια σαγηνευτικά υπέροχη περιπέτεια, όπως και η πρωταγωνίστριά της, όπως και πλούσιο και χορταστικό gameplay, με μια Platinum στις πολύ καλές της στιγμές.

Με διάρκεια μεταξύ των 10 και 15 ωρών, ανάλογα με το πόσος χρόνος αφιερώνεται στην πλήρη εξερεύνηση, το Bayonetta 3 είναι ένας τίτλους που διαρκεί τόσο-όσο, χωρίς να κουράζει και να τραβάει τον παίκτη σε άχρηστα κομμάτια. Μαζί τους, ωστόσο, έρχεται και μια ιστορία χωρίς ιδιαίτερο νόημα και σύνδεση στο how to της αφήγησης και με σαφείς αιχμές fan service στην ευρύτερη σύνδεση με το lore της σειράς, μικρά θέματα στον χειρισμό και ένας τεχνικός τομέας που προβληματίζει, αντί να χαροποιεί.

Η αλήθεια βέβαια είναι πως οι παίκτες που θα δουν τους τίτλους τερματισμού θα καταλάβουν γιατί υπήρξε αυτή η καθυστέρηση στην κυκλοφορία του. Θα καταλάβουν τον λόγο ύπαρξης αυτού του τελευταίου μηνύματος από τους δημιουργούς, που αναφέρονται στο μέλλον της σειράς. Θα συνειδητοποιήσουν, επίσης, πως όλα τα προβλήματα που αναφέρθηκαν προηγουμένως έχουν να κάνουν με διαφορετικές αποφάσεις που πάρθηκαν κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης.

Σε όλη του τη διάρκεια, το Bayonetta 3 αφήνει τον παίκτη με ένα μεγάλο ερωτηματικό και λέξεις «πώς» και «γιατί» να κυριαρχούν στη σκέψη του. Στο τέλος, όμως, ένα είναι το σίγουρο: πως ο παίκτης θα καταλάβει πως το Bayonetta 3 δεν είναι το τελευταίο παιχνίδι της σειράς. Υπάρχει σίγουρα μέλλον. Θα είναι, όμως, ένα μέλλον διαφορετικό, χωρίς αυτό το μοναδικό άρωμα γυναίκας που έχει αφήσει ανεξίτηλα πάνω στη σειρά η Bayonetta που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε.

Άλλωστε, όλα αλλάζουν και τίποτα δεν μένει αμετάβλητο. Ήρθε, λοιπόν και η ώρα για τη Bayonetta να ξανασυστηθεί στο κοινό της, κάποια στιγμή στο μέλλον, χωρίς να είμαστε σίγουροι αν θα τύχει της ίδιας αντιμετώπισης με το παρελθόν και το παρόν.

Πάντως, στο τώρα, μπορούμε να συνεχίσουμε να μιλάμε άφοβα για τη Bayonetta που ξέρουμε και αγαπάμε. Αυτήν την πλανεύτρα μάγισσα, με την πονηρή ματιά και το χαμόγελο που δεν εξαφανίζεται από το πρόσωπό της, ακόμα και μπροστά στην πιο μεγάλη απειλή. Και αυτή τη φορά, ο κίνδυνος είναι πιο μεγάλος από ποτέ. Μια νέα απειλή αγνώστου προέλευσης, o Singularity, έρχεται ξαφνικά μια μέρα, πανέτοιμος να προκαλέσει χάος και καταστροφή στον κόσμο της Bayonetta. Αυτή η δύναμη είναι κάτι εντελώς διαφορετική από τις δυνάμεις των Ουρανών και της Κόλασης και τόσο ισχυρή, σε σημείο που καταφέρνει να τις παραγκωνίσει εντελώς (όχι ότι δεν θα τις δούμε στη διάρκεια του τίτλου βέβαια, απλά δεν έχουν τον κύριο λόγο πλέον).

Μέσα σε αυτό το χάος, μια μάγισσα των Σκιών έρχεται στον κόσμο της Bayonetta από μια άλλη πραγματικότητα, για να προειδοποιήσει και να προτείνει μια λύση για αυτήν την απειλή. Έτσι, η Bayonetta, η Jeanne και η Viola, η προαναφερθείσα νέα μάγισσα, αποφασίζουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να βρουν τον τρόπο που θα σηματοδοτήσει το τέλος του Singularity. Ξεκινώντας ένα επικίνδυνο ταξίδι μέσα στον χώρο και τον χρόνο, σε διαφορετικές πόλεις, εποχές και κόσμους, οι τρεις μάγισσες των Σκιών θα κληθούν να βρουν -η κάθε μια ξεχωριστά- τις απαντήσεις που ζητούν και που θα επαναφέρουν την ειρήνη και την τάξη στο πολυσύμπαν.

Το στήσιμο της ιστορίας φαίνεται φιλόδοξο και βιώσιμο στην αρχή, αλλά στη συνέχεια καταλήγει να μην έχει τη συνοχή που θα επιθυμούσαμε να δούμε. Αρχικά, να αναφέρουμε πως κάποιοι από τους υποστηρικτικούς χαρακτήρες που είχαμε δει στα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς λειτουργούν εντελώς ως από μηχανής θεοί, έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργήσει απρόσκοπτα μια συγκεκριμένη αφηγηματική τεχνική, που ωστόσο θα μπορούσε να είχε λειτουργήσει πολύ διαφορετικά και πολύ πιο καλά.

Σκέψεις, λόγια, γεγονότα, απόψεις και πράξεις συχνά αντιφάσκουν με όσα έχουμε γνωρίσει στο παρελθόν, μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσουν αυτό το σενάριο του τρίτου τίτλου της σειράς.

Καθώς προχωράμε στο τέλος του παιχνιδιού, όλο και πιο συχνά θα δούμε γεγονότα, όπως όλα όσα σχετίζονται με τα οικογενειακά της Bayonetta, τα οποία συμβαίνουν για να εξυπηρετήσουν ένα fan service που, ειλικρινά, δεν ξέραμε αν θα θέλαμε να υπάρχει. Και φυσικά, θα πρέπει να κάνουμε μια αναφορά στον ίδιο τον villain του τίτλου, τον Singularity, ο οποίος λειτουργεί εντελώς διακοσμητικά (πέρα από το κομμάτι της καταστροφής) μέσα στον τίτλο.

Τα κίνητρά του, ο λόγος για τον οποίο κάνει ό,τι κάνει, ακόμα και όταν συμβεί η αποκάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας, είναι πράγματα που ο κάθε παίκτης εκεί έξω μπορεί να ερμηνεύσει όπως επιθυμεί, ακόμα και να γράψει σενάρια καλύτερα από αυτά του τίτλου. Ακόμα και το πολυπόθητο φινάλε δεν έρχεται να λειτουργήσει λυτρωτικά, ή τουλάχιστον ανακουφιστικά. Αυτό, βέβαια, συμβαίνει εντελώς βεβιασμένα, πιθανώς για να ολοκληρωθεί επιτέλους αυτό το κεφάλαιο και να ξεκινήσει η χαρτογράφηση του μέλλοντος της σειράς. Επομένως, είμαστε σε φάση αναμονής για αυτό το μετά, αν και όποτε έρθει.

Στον αντίποδα της ιστορίας, όμως, περίοπτη θέση κατέχει το gameplay με τους δύο πυλώνες του, την εξερεύνηση και τη μάχη. Οφείλουμε να δώσουμε τα εύσημα στους δημιουργούς του τίτλου για τα όμορφα σχεδιασμένα επίπεδα, με τα καλά κρυμμένα μυστικά τους, που περιμένουν εμάς να τα ανακαλύψουμε.

Αρκετοί θησαυροί, αντικείμενα που ενισχύουν την υγεία και τη μαγική αντοχή των Bayonetta/ Viola, αφηγήσεις και βιογραφικά των χαρακτήρων (που, μεταξύ μας, μας βοηθούν πιο πολύ να καταλάβουμε τον λόγο ύπαρξής τους) είναι κρυμμένα μέσα στα εκάστοτε επίπεδα, περιμένοντάς μας να τα ανακαλύψουμε. Η ύπαρξη ενός crafting μηχανισμού, με βάση τα όσα συλλέγουμε εντός του παιχνιδιού, είναι μια εξαιρετική προσθήκη που μπορεί να μας βγάλει συχνά από τη δύσκολη θέση και να μας «γλιτώσει» από μια επίσκεψη στο μαγαζί του Rodin στα πρόθυρα της κόλασης.

Και φυσικά, η ίδια η μάχη. Οι button mashing καταβολές της σειράς Bayonetta δεν απουσιάζουν από το Bayonetta 3. Οι παίκτες θα πειραματιστούν με τα διάφορα πλήκτρα έτσι ώστε να μπορούν να εκτελέσουν μια ποικιλία από combos και να δώσουν τέλος στα Homunculi και τις άλλες εχθρικές δυνάμεις που θα βρουν μπροστά τους. Κάθε combo όμως έχει τη δική του πορεία εκτέλεσης, τη δική του μοναδική δυναμική και ένα φανταστικό απεικονιστικό αποτέλεσμα στη μάχη.

Δεδομένου, επίσης, ότι οι τεχνικές της Bayonetta μπορούν να ενισχυθούν με την κατανάλωση των ειδικών Orbs που συλλέγονται μετά από κάθε μάχη, και δεδομένου ότι η Bayonetta μπορεί να μάθει νέες τεχνικές καθώς προχωράει το παιχνίδι, ο μηχανισμός της μάχης καταλήγει να κάνει τα εξής: να προσφέρεται ελεύθερα στον παίκτη για πειραματισμό, να μην κουράζει και να εκτελείται τόσο φυσικά και οργανικά που γίνεται πολύ σύντομα δεύτερη φύση στον παίκτη.

Δεν θα ήταν λανθασμένο να πούμε πως ο τομέας της μάχης είναι μακράν ο καλύτερος σε παιχνίδι της σειράς, και αποτελεί ξεκάθαρα το ιδανικό παράδειγμα μιας Platinum που έχει όρεξη, μεράκι και διάθεση να προσφέρει μια μοναδική, απολαυστική εμπειρία στον παίκτη. Το σύστημα μάχης όμως δεν καταλήγει να είναι απλά απολαυστικό: είναι σαφέστατα και αρκετά εμπλουτισμένο. Περίοπτη θέση εδώ έχουν οι δαίμονες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν άμεσα στη μάχη μέσω του μηχανισμού Demon Slave.

Ενάντια στην απειλή του Singularity και των Homunculi στρατιωτών, όπου οι Climax Attacks δεν φαίνεται να έχουν την ίδια αποτελεσματικότητα σε σχέση με το παρελθόν, οι δαίμονες έρχονται να πολεμήσουν στο πλευρό της Bayonetta, βγάζοντάς την αρκετές φορές ασπροπρόσωπη και κάνοντας, πολύ συχνά, τη διαφορά στη θετική έκβαση της αναμέτρησης.

Καθώς προχωρά η ιστορία, η Bayonetta έχει τη δυνατότητα να συνάψει ένα «σκοτεινό» συμβόλαιο με μια πληθώρα από τέτοιες οντότητες, προσαρμόζοντας το οπλοστάσιό της ανάλογα με την περίσταση και ανάλογα με το τι επιλέγει ο ίδιος ο παίκτης να χρησιμοποιήσει στην περιπέτειά του. Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί πως ορισμένοι δαίμονες μπορούν να αποκτήσουν εξελιγμένες μορφές, ή να χρησιμοποιηθούν ως μέσα περιήγησης μέσα στα επίπεδα, κάτι που ενδεχομένως να περιορίζει την επιλογή των παικτών ελέω πρακτικότητας και αποτελεσματικότητας.

Και πάλι, όμως, κάθε δαίμονας έρχεται και ενισχύει την Bayonetta με τα δικά του combos και ικανότητες, εξαλείφοντας τις διαφοροποιήσεις και τις όποιες ανισότητες – και με τον μεγάλο αριθμό διαθέσιμων δαιμόνων, τα base skills της χαριτόβρυτης μαγισσοπούλας μας αυξάνονται δραματικά, αλλάζοντας τις ισορροπίες στη μάχη σε σημαντικό βαθμό. Και τέλος, υπάρχουν και αυτές οι ελάχιστες σεκάνς γιγαντομαχιών, όπου οι δαίμονες μεγαλώνουν σε μέγεθος και έρχονται να πολεμήσουν ενάντια στα εξίσου γιγάντια, εχθρικά πλάσματα.

Πρόκειται για μια ακόμα προσπάθεια της Platinum να κάνει μια πρόσμειξη στοιχείων tokusatsu με επιστημονική φαντασία τύπου Kong VS. Godzilla, την οποία και δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε ως κάτι περισσότερο από ένα απλό (και πιθανόν αστεία εκνευριστικό) boss fight, παρά την όποια παραίνεση των δημιουργών για να μας πείσουν για το αντίθετο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, όλα αυτά αποτελούν μια ενδιαφέρουσα προσθήκη και σηματοδοτούν την οριστική λήξη της στασιμότητας που είχαν πλάσματα όπως ο Gomorrah στα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς, μια λήξη που ελπίζουμε να συνεχιστεί και στο μέλλον.

Κάπου ανάμεσα στο σύστημα μάχης και τη χρήση του μηχανισμού των Demon Slaves, έρχεται η παρουσία της Viola. Εκτός από τη σύνδεσή της με την ιστορία, η Viola έρχεται να προσφέρει (θεωρητικά…) την ισορροπία ανάμεσα στην κλασική μάχη και στο πώς χρησιμοποιούμε τους δαίμονες στη μάχη.

Η Viola έρχεται εξοπλισμένη με μια katana, την οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει τόσο ως melee, όσο και ως ranged, με το ίδιο αξιόπιστα αποτελέσματα που παρέχει και ο συνδυασμός όπλων της Bayonetta. Ο ένας και μοναδικός δαίμονας που έχει στο οπλοστάσιό της, ο γάτος Cheshire, λειτουργεί εντελώς αυτόνομα όταν καλείται στο πεδίο της μάχης, χωρίς ο παίκτης να χρειάζεται να καθορίσει την κίνησή του, ή να εκτελέσει μια εντολή επίθεση. Το μοναδικό μειονέκτημα της Viola έχει να κάνει με την χρήση του Witch Hour, το οποίο δεν ενεργοποιείται με την εκτέλεση του dodge, αλλά με το έγκαιρο μπλοκάρισμα μιας επίθεσης.

Και αν στον overworld αυτό δεν αποτελεί κάποιο αξιοπρόσεκτο ζήτημα, μπορεί να προκαλέσει εκνευρισμό σε όσους παίκτες θέλουν να συλλέξουν κάθε διαθέσιμο μετάλλιο στο επίπεδο και πρέπει να ολοκληρώσουν challenges που απαιτούν την εξόντωση αντιπάλων εντός του Witch Hour και μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα. Για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς, αν η Viola δεν είχε να διαδραματίσει έναν συγκεκριμένο ρόλο εντός της πλοκής του τίτλου, θα ήταν μια προσθήκη εντελώς άχρηστη, καθώς στερείται παντελώς της χάρης και της ευελιξίας που προσφέρει ο έλεγχος της Bayonetta από κάθε άποψη.

Η προσθήκη, πάλι, που δεν βρήκαμε διόλου άχρηστη ήταν τα playable κομμάτια της παιδικής φίλης της Bayonetta, της Jeanne. Όπως έχει ήδη αναφερθεί προηγουμένως, η Jeanne έχει τη δική της ατζέντα και το δικό της κομμάτι να επιτελέσει ενάντια στην απειλή του Singularity.

Οι δικές της αποστολές όμως εκτυλίσσονται σε επίπεδα που ακολουθούν metroidvania προσέγγιση και σχεδιασμό, ξεφεύγοντας από τους τρισδιάστατους κόσμους του που κυριαρχούν στον τίτλο και προσφέροντας μια πιο φρέσκια προσέγγιση στον παίκτη. Τόσο ο εξοπλισμός της Jeanne όσο και η μεταμόρφωσή της, λειτουργεί απολύτως φυσικά, ακόμα και στο 2D κομμάτι του όλου σχεδιασμού και εικάζουμε πως πολύ εύκολα θα λειτουργούσε ένας spin-off τίτλος του ίδιου ύφους στο μέλλον. Δυστυχώς, όμως, υπάρχουν αρκετοί περιορισμοί στον τρόπο με τον οποίο έχουν υλοποιηθεί αυτά τα τμήματα του παιχνιδιού.

Αρχικά, το όριο χρόνου των περίπου 5-6 λεπτών είναι περιοριστικό ως προς την ανάγκη μας να εξερευνήσουμε κάθε δωμάτιο στο χώρο. Πολύ συχνά επίσης έχουμε την αίσθηση πως το κομμάτι που αφορά στην stealth εξόντωση είναι αρκετά επαναλαμβανόμενο και γίνεται σχεδόν αυτόματα, χωρίς να έχουμε το περιθώριο εκείνο που θα μας επιτρέψει να εξερευνήσουμε και να εξετάσουμε κάποια άλλη εναλλακτική.

Καταφέρνουν και μας αποζημιώνουν, όμως, ορισμένα boss fights και κάποιες σεκάνς μετάβασης στο χώρο και καταδίωξης, τα οποία μας άφησαν αρκετά ικανοποιημένους. Η γενική αίσθηση του gameplay τμήματος με τη Jeanne κατάφερε να μας δώσει μια πολύ όμορφη αίσθηση, από την οποία όμως θα θέλαμε να δούμε κάτι περισσότερο από τον τρόπο με τον οποίο πραγματώθηκε εν τέλει.

Εν τέλει, η όποια διαφοροποίηση στο gameplay συντελείται μόνο στο playable τμήμα των Jeanne/ Viola, με το κομμάτι της Bayonetta να παραμένει σταθερό μεν, αλλά με μια πλειάδα διαθέσιμων δαιμόνων και μια εξίσου αντίστοιχη σε μέγεθος ποικιλία σε όπλα. Η απομάκρυνση από τα παραδοσιακά όπλα είχε ξεκινήσει με το Bayonetta 2, αλλά στο Bayonetta 3 έχουμε τον μεγαλύτερο διαθέσιμο αριθμό όπλων μέχρι στιγμής στη σειρά, όπως εκείνα διαμοιράζονται ανάμεσα στις τρεις πρωταγωνίστριες. Όπως και οι δαίμονες, η πρόσβαση στα όπλα ξεκλειδώνει σταδιακά καθώς προχωράει η ιστορία.

Κάθε όπλο έχει τη δική του βαρύτητα και δυναμική και μπορεί να χρησιμοποιηθεί διαφορετικά από κάθε παίκτη που θα ασχοληθεί με το παιχνίδι. Καθώς το Bayonetta 3 θα μας ταξιδέψει σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και διαφορετικές περιοχές του κόσμου, πολλά από αυτά τα όπλα είναι επηρεασμένα από τον τόπο και τον χρόνο της εκάστοτε επίσκεψής μας.

Ως εκ τούτου, κάποια από αυτά θα φαντάζουν αστεία και περίεργα ως προς το χειρισμό τους, και κάποια άλλα απλώς ενοχλητικά. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η δυνατότητα επιλογών είναι αυτή που έχει σημασία και σε αυτό το κομμάτι, όπως και η απόλυτη ελευθερία πειραματισμού, έτσι ώστε ο κάθε παίκτης να βεβαιωθεί τι πραγματικά του ταιριάζει.

Προχωρώντας σε πιο ειδικά στοιχεία του παιχνιδιού, οφείλουμε με μια σχετική ικανοποίηση να παραδεχτούμε πως έχουμε να κάνουμε με μια Platinum που δεν διστάζει να απεικονίσει γραφική βία, ακόμα και αν δουλεύει σε ένα προϊόν κονσόλας με πιθανότατα μικρό ηλικιακό target group. Ο θάνατος είναι εμφανής σε κάθε στιγμή, σε κάθε γωνιά του κόσμου. Η Bayonetta θα πληγωθεί η ίδια πολλές φορές και το αίμα που κυλάει είναι κάτι με το οποίο θα έρθει αντιμέτωπος ο παίκτης σε διάφορα σημεία του τίτλου.

Όσο φαινομενικά αδιάφορη και ατρόμητη και αν φαντάζει, θα δούμε μια Bayonetta που θα πονέσει, θα υποφέρει, θα θρηνήσει και θα κληθεί, για πρώτη φορά ίσως, να αντιμετωπίσει την κατάσταση με έναν τρόπο πολύ πιο διαφορετικό απ’ ό,τι την έχουμε δει μέχρι τώρα. Όταν καταφέρνουμε να εντυπωσιαστούμε με ένα επίπεδο ωριμότητας και γενναιότητας που μπορεί να φτάσει ένα παιχνίδι, μπορούμε εξίσου εύκολα να εκνευριστούμε και με άλλες επιλογές.

Μπορούμε να αιτιολογήσουμε την παρουσία του φίλτρου περιορισμού των αισθησιακών στάσεων που παίρνει κάθε φορά η Bayonetta όταν εκτελεί ένα Climax Kill και αποφασίζει να ποζάρει λάγνα στον φακό, αλλά δεν μπορούμε να αιτιολογήσουμε εύκολα την ύπαρξη του Easy Mode, το οποίο έρχεται να κάνει τον τίτλο πιο προσβάσιμο σε ένα λιγότερο απαιτητικό κοινό.

Το εν λόγω mode αφαιρεί εντελώς την ύπαρξη των τρόπαιων, αφαιρεί εντελώς κάθε μορφή ζημιάς και, κοινώς, εξαφανίζει κάθε μορφή πρόκλησης που είχαμε αγαπήσει στα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς. Μερικές φορές, οι προσπάθειες των δημιουργών να γίνουν αρεστοί σε μια πολύ μεγάλη μερίδα κοινού, ανεξάρτητα από τη θεματολογία του τίτλου που δημιουργούν, δεν είναι πάντα μια σοφή και αγαστή επιλογή – και, σίγουρα, δεν αποτελούν παρακαταθήκη ενός παρελθόντος που στηρίχθηκε σε συγκεκριμένες μεν, γερές δε, βάσεις.

Κάτι τέτοιες ανιστόρητες επιλογές μπορούν να οδηγήσουν και σε άλλα παραστρατήματα. Το Bayonetta 3 προσφέρει τη δυνατότητα για πρώτη φορά, κάνοντας χρήση του αριστερού μοχλού, να εστιάσουμε στο σημείο που πρέπει να ταξιδέψει ο χαρακτήρας μας. Κοινώς, πρόκειται για ακόμα έναν μηχανισμό, ο οποίος προσδοκά να ενισχύσει την προσβασιμότητα του τίτλου, αλλά καταφέρνει σημαντικά όμως να αποπροσανατολίσει τον παίκτη από το κομμάτι της εξερεύνησης.

Αρκετά συχνά, επιπλέον, και ιδιαίτερα σε στιγμές που η πλοήγηση στο χώρο απαιτεί γρηγοράδα και ακρίβεια για την επίλυση ορισμένων γρίφων, ακόμα και το πιο ευαίσθητο και ανεπαίσθητο κλικάρισμα του μοχλού θα αλλάξει την κάμερα και θα προκαλέσει προβλήματα στην επίλυσή τους – προβλήματα που δυστυχώς θα επαναληφθούν ξανά και ξανά. Ο χειρισμός είναι από τα στοιχεία του τίτλου που λειτουργεί υποδειγματικά τις περισσότερες φορές και είναι πραγματικά κρίμα οι δημιουργοί να καταλήγουν σε τέτοια χαζά ατοπήματα.

Τέλος, θα πρέπει να σταθούμε στα τεχνικά σημεία του τίτλου. Καλώς ή κακώς, το Bayonetta 3 είναι ένας τίτλος που φανερώνει απροκάλυπτα το πόσο αδύναμο είναι πλέον το hardware του Nintendo Switch. Εδώ, βέβαια, η Platinum καταφέρνει να προσφέρει τη νόρμα (για την τρέχουσα γενιά) των 60 καρέ ανά δευτερόλεπτο, τόσο σε portable, όσο και docked mode. Η απεικόνιση σε docked mode είναι αποδεκτή. Δεν αγγίζει το επίπεδο του απόλυτα ικανοποιητικού, αλλά τουλάχιστον το ταξίδι στους κόσμους του παιχνιδιού γίνεται πολύ πιο ευχάριστα.

Το παιχνίδι, πάλι, σε portable mode δεν είναι κάτι που προτείνουμε εύκολα – εκτός βέβαια και αν ο παίκτης είναι σε θέση να αγνοήσει τις γνώριμες θολούρες, την πτώση στην ανάλυση, το πολύ έντονο alising και τα textures που δεν θυμίζουν παιχνίδι που βρίσκεται σε ανάπτυξη για τουλάχιστον μια πενταετία. Όσο και αν ο γρήγορος ρυθμός ανανέωσης, που δεν πέφτει ούτε frame, βελτιώνει αρκετά το τελικό αποτέλεσμα, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πρόκειται για μηχανισμό εξυπηρέτησης της ροής στη μάχη και πως για να γίνει αυτό απαιτούνται πολλές άλλες θυσίες στον τεχνικό τομέα.

Ευτυχώς, το οπτικό κομμάτι του τίτλου υπερκαλύπτεται από τον εξαιρετικό ηχητικό τομέα του τίτλου. Ο παίκτης θα διαπιστώσει πολύ γρήγορα πως το soundtrack του Bayonetta 3 είναι συγκινητικά υπέροχο και έντονο εκεί που πρέπει.

Ειδική μνεία (και χωρίς να θέλουμε να ρίξουμε λάδι στη φωτιά) θα πρέπει να δώσουμε στην ερμηνεία της Jennifer Hale ως η νέα Bayonetta, η οποία καταφέρνει και αποδίδει εξαιρετικά το ύφος ομιλίας και το νάζι που κρύβει συχνά η Umbra Witch. Περιμένουμε με ανυπομονησία το άμεσο μέλλον και ένα νέο παιχνίδι της σειράς όπου η νέα voice actress θα έχει ακόμα μια ευκαιρία να ξεδιπλώσει το ταλέντο της και να παγιωθεί στη συνείδηση του κοινού με τον ίδιο τρόπο που κατάφερε να κάνει και η προκάτοχός της.

Εν τέλει, και παίρνοντας μια πολύ βαθιά ανάσα καθώς αναλογιζόμαστε όλα όσα αποκομίσαμε από το νέο Bayonetta, μπορούμε να πούμε πως είμαστε χαρούμενοι με την έλευσή του. Τα χρόνια ανάπτυξης μάλλον χρειάστηκαν σε ορισμένα σημεία, αλλά πιθανότατα και όχι σε κάποια άλλα. Σε κάθε περίπτωση, το Bayonetta 3 είναι εδώ, δίνοντάς μας την ευκαιρία να ολοκληρώσουμε ένα κεφάλαιο που ξεκίνησε περισσότερο από μια δεκαετία πριν και να σκιαγραφήσουμε ένα νέο μέλλον για τη σειρά.

Πρόκειται για ένα παιχνίδι με στιβαρή, ικανοποιητική διάρκεια και με πολλές ευκαιρίες πειραματισμού με άλλα είδη gameplay. Οι οπαδοί της δουλειάς που προσφέρει η Platinum, στις καλές της στιγμές, θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν έναν τίτλο που δείχνει εξέλιξη και ωριμότητα στους μηχανισμούς της μάχης, τον κύριο πυρήνα του δηλαδή. Και αν έχουν την υπομονή να συγχωρήσουν τα υπόλοιπα ατοπήματα, είναι παραπάνω από σίγουρο πως θα περάσουν καλά.

To Bayonetta 3 κυκλοφορεί στις 28/10/22 για το Nintendo Switch. To review μας βασίστηκε σε κωδικό που λάβαμε από τη CD Media.

Exit mobile version