The Dark Pictures Anthology: The Devil in Me | Review

Με το The Devil in Me κλείνει η πρώτη σεζόν του The Dark Pictures Anthology, μία σειρά αυτοτελών ιστοριών μέσα από τις οποίες επιδίωξε να μεταφέρει διαφορετικά αρχέτυπα θεματικών τρόμου. Από το στοιχειωμένο πλοίο του Man of Medan, στην ιστορία μαγισσών του Little Hope και μετά στο “monster movie” του House of Ashes, η σειρά της Supermassive Games, αν μη τι άλλο, έμεινε πιστή στην υπόσχεσή της για ιστορίες διαφορετικής θεματολογίας. Επιπλέον είναι ένα διόλου ευκαταφρόνητο επίτευγμα ότι κατάφερε να τηρήσει τον ετήσιο προγραμματισμό της για κάθε νέο κεφάλαιο.

Εκεί βέβαια που τα βρήκε σκούρα ήταν στην ουσία των παιχνιδιών, δηλαδή στο ποιοτικό περιεχόμενό τους, κυμαινόμενο από το κακό αποτέλεσμα του Man of Medan, στο σχετικά καλό Little Hope και τέλος στη χαμένη ευκαιρία του ιδιαίτερα αδιάφορου και κουραστικού House of Ashes. Θα ήταν κρίμα να τελείωνε αυτή η ενδιαφέρουσα -θεωρητικά έστω- πρόταση της Supermassive Games με ένα ακόμα χλιαρό αποτέλεσμα, κάτι που βέβαια θα στιγμάτιζε συνολικά την πρώτη σεζόν.

Ευτυχώς το The Devil in Me αποτελεί το καλύτερο παιχνίδι της ανθολογίας, με αρκετή διαφορά, ενώ ταυτόχρονα φέρνει τη μεγαλύτερη βελτίωση στο gameplay αλλά και στη σκηνοθεσία σε σχέση με τα προηγούμενα παιχνίδια. Είναι κάτι σχεδόν παράδοξο δεδομένου ότι η θεματική που επιλέγεται θα λέγαμε ότι είναι και η πιο απλοϊκή στη βάση της σε σχέση με τις υπόλοιπες, καθώς καταπιάνεται με τη δράση ενός serial killer. Ούτε υπερφυσικά στοιχεία, ούτε παραφυσικά τέρατα, ούτε στοιχειωμένα σκηνικά.

Η εισαγωγή του παιχνιδιού μας μεταφέρει στα τέλη του 19ου αιώνα και συγκεκριμένα στο Σικάγο. Εκεί παίρνουμε τον έλεγχο ενός νιόπαντρου ζευγαριού που επισκέπτεται ένα ξενοδοχείο κατά το γαμήλιο ταξίδι του. Το γεγονός ότι στη μέση της πόλης βρίσκονται ολομόναχοι στο ξενοδοχείο έχοντας ως παρέα μόνο τον ιδιοκτήτη θα έπρεπε ίσως να τους προβληματίζει, αλλά μέρα μεσημέρι είναι, τη γαμήλια σουίτα παίρνουν, επομένως κάπου κάνουν τα στραβά μάτια.

Το αιματοκύλισμα δεν θα αργήσει να έρθει, καθώς ό,τι αποφάσεις και να πάρουμε σε αυτό το εισαγωγικό τμήμα απλά θα οδηγήσουν στο αναπόφευκτο. Το πέρας αυτής της σεκάνς θα μας βρει στο σήμερα όπου θα γνωρίσουμε τους πέντε πρωταγωνιστές, οι οποίοι εργάζονται σε ένα ντοκιμαντέρ που αφορά στη ζωή του H. H. Holmes. Ο τελευταίος ήταν ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου της εισαγωγής και ένας χαρακτήρας που βασίζεται σε πραγματικό πρόσωπο, το οποίο θεωρείται ότι ήταν ο πρώτος καταγεγραμμένος serial killer στην ιστορία της Αμερικής.

Η ομάδα του ντοκιμαντέρ φαίνεται εξαρχής ότι δεν έχει καμία πίστη στη συγκεκριμένη δουλειά καθώς το έως τώρα υλικό που έχουν γυρίσει δείχνει να μην έχει το παραμικρό ενδιαφέρον. Η χρυσή ευκαιρία δεν θα αργήσει να παρουσιαστεί όταν ένα μυστηριώδες τηλεφώνημα ενός μάλλον εκκεντρικού πλούσιου θα προσκαλέσει την ομάδα σε ένα απομονωμένο νησί, όπου έχει χτιστεί ένα αντίγραφο του ξενοδοχείου του serial killer. Αποτελεί μία ευκαιρία που δεν μπορούν να προσπεράσουν καθώς υπολογίζουν πως θα ανεβάσει σημαντικά την ποιότητα παραγωγής του ντοκιμαντέρ.

Σύντομα θα μεταφερθούν στο νησί, όπου ο αρκετά νευρικός οικοδεσπότης θα τους καθοδηγήσει στο ξενοδοχείο και τα δωμάτιά τους. Φυσικά δεν θέλει και πολύ φαντασία για να αντιληφθεί κανείς ότι ένας serial killer θα κάνει σταδιακά αισθητή την παρουσία του.

Αποτελεί, όπως είπαμε, μία αρκετά απλή σεναριακή βάση, που όμως καλλιεργείται και αποδίδεται σε αρκετά καλό επίπεδο ώστε να κρατάει αμείωτη την ένταση. Όπως και στα προηγούμενα παιχνίδια της Supermassive Games έτσι και εδώ στις πρώτες ώρες παρακολουθούμε το χτίσιμο της ατμόσφαιρας και την καλλιέργεια των χαρακτήρων, προτού γίνει το πρώτο ξέσπασμα βίας.

Στο The Devil in Me η ομάδα ανάπτυξης καταφέρνει επιτυχώς να οδηγήσει με σταθερά βήματα προς την πρώτη επαφή των χαρακτήρων με τον serial killer, χάρη στη διαρκή δυσοίωνη αίσθηση που απεικονίζεται απτά από τον ίδιο τον χώρο του ξενοδοχείου. Βοηθιέται επίσης σημαντικά μέσω των κατάλληλων σκηνοθετικών λήψεων που δημιουργούν εύλογα την εντύπωση μίας άγνωστης παρουσία που καραδοκεί. Αποφεύγονται έτσι τα βραδύκαυστα μονοπάτια του House of Ashes όπου κατέληγαν στις ιδιαίτερα κουραστικές πρώτες ώρες.

Παράλληλα οι βασικοί χαρακτήρες είναι αρκετά καλογραμμένοι και η χημεία μεταξύ τους δουλεμένη, με αποτέλεσμα οι μεταξύ τους τριβές ή ρομαντικές προεκτάσεις (εννοείται ότι δεν λείπουν και αυτές) να μην είναι τροχοπέδη μέχρι το αμιγώς στοιχείο του horror να πάρει μπροστά. Οι χαρακτήρες βέβαια δεν ξεφεύγουν από τα τυπικά μονοπάτια, καθώς θα δείτε έρωτες που προϋπήρχαν ή που χτίζονται κατά τη διάρκεια των γεγονότων (αλλά όχι παράταιρα όπως στο House of Ashes), μεταξύ άλλων τυπικών προσωπικοτήτων.

Στα πλαίσια όμως μίας b-movie horror ιστορίας (καθώς εμφανώς δεν στοχεύει σε κάτι περισσότερο η Supermassive Games) η δουλειά που έχει γίνει με τους χαρακτήρες βρίσκεται σε αρκετά καλό επίπεδο ώστε πραγματικά να μας κάνει να ενδιαφερθούμε για την επιβίωσή τους. Ακόμα και στην στερεοτυπική περίπτωση του σκηνοθέτη, ο οποίος θα μπορούσε απλά να ήταν ο εκνευριστικός και “άχρηστος” χαρακτήρας που κάνει τα πάντα δύσκολα, εδώ έχει στιγμές που  μπορεί να λάμψει, εμψυχώνοντας την ομάδα του ή ακόμα και δείχνοντας γενναιότητα.

Φυσικά, ως είθισται και με τα υπόλοιπα παιχνίδια της εταιρίας, σε πολλά σημεία οι κάθε λογής αποφάσεις περνάνε από τα χέρια μας, πλάθοντας με αυτόν τον τρόπο τις μεταξύ τους σχέσεις και επηρεάζοντας ταυτόχρονα σημαντικά τις πιθανότητες επιβίωσής τους ανάλογα με τις επιλογές μας. Η δειλία ή το θάρρος είναι συχνά κάτι που θα αποφασίσουμε εμείς για τον κάθε χαρακτήρα, χωρίς όμως αυτές οι διαφορετικές επιλογές να έρχονται σε αντίθεση με την προσωπικότητα του εκάστοτε ήρωα.

Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι σε πολλές περιπτώσεις ο θάνατος ή η ζωή κάποιου χαρακτήρα έρχεται με εντελώς τυχαίο τρόπο, δεδομένου ότι συχνά δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο που να μας δείχνει, έστω αμυδρά, ποια απόφαση ενδέχεται να είναι σωτήρια. Δεν θα το χαρακτηρίζαμε ως αρνητικό στοιχείο, καθώς το στοιχείο της έκπληξης είναι κάτι που θα πρέπει να υπάρχει σε οποιαδήποτε καλή ιστορία horror. Επιπλέον, το trial and error δεν υφίσταται, με την παραδοσιακή έννοια έστω, σε ένα παιχνίδι όπου η ιστορία συνεχίζει να κυλάει ανεξάρτητα από το ποιος χαρακτήρας θα βρει τον θάνατό του.

Ο έτερος πρωταγωνιστής του The Devil in Me είναι το ίδιο το ξενοδοχείο, δίνοντας μία αίσθηση ενός τεχνητά κατασκευασμένου στοιχειωμένου σπιτιού. Η Supermassive Games αντλεί έμπνευση από τις φανταστικές ιστορίες που αφορούσαν τον H. H. Holmes, οι οποίες τον ήθελαν να έχει κατασκευάσει ένα ξενοδοχείο γεμάτο με φονικές παγίδες και τοίχους που ανοιγοκλείνανε, δημιουργώντας και κρύβοντας διαδρόμους και περάσματα. Φυσικά, όλα αυτά δεν ήταν τίποτα περισσότερο από αποκυήματα φαντασίας για να πουλάει ο κίτρινος τύπος της εποχής αλλά ταυτόχρονα αποτελεί μία ενδιαφέρουσα ιδέα για ιστορία τρόμου.

Σε αυτήν τη σύγχρονη εκδοχή του ξενοδοχείου, οι χαρακτήρες μας σύντομα θα βρεθούν αντιμέτωποι με ένα κτήριο όπου κάθε τοίχος και πάτωμα μπορεί να κρύβει από πίσω του ένα μυστικό δωμάτιο ή κάποια παγίδα. Το The Devil in Me βέβαια αποφεύγει να αποτελέσει μία αντιγραφή του Saw και έτσι δεν θα πρέπει να περιμένετε μία πληθώρα από διαφορετικές και ευφάνταστες παγίδες, σαν να βγήκαν από μία σαδιστική εκδοχή του Wiley Coyote των Looney Tunes.

Εδώ οι παγίδες εμφανίζονται με φειδώ και με σχετικά προσγειωμένο τρόπο, έχοντας ως στόχο να υπάρχει μία δόση αληθοφάνειας στη δημιουργία ενός τέτοιου κτηρίου μέσα από το σαδιστικό μυαλό ενός serial killer. Στα αρχικά στάδια, όταν οι πρωταγωνιστές ακόμα δεν γνωρίζουν τι ακριβώς συμβαίνει, καλλιεργείται ωραία η αίσθηση ενός σχεδόν παραφυσικού μέρους, το οποίο αργότερα το αποδομεί έξυπνα το παιχνίδι, τοποθετώντας μας πίσω από τα γρανάζια.

Η αλήθεια είναι ότι στις περίπου 7-8 ώρες διάρκειας (η μεγαλύτερη σε σχέση με τα προηγούμενα παιχνίδια) ίσως αρχίζει να επαναλαμβάνει ελαφρώς το μοτίβο του ποντικιού με τη γάτα, αλλά τουλάχιστον αυτό το κάνει δίχως να παρουσιάζονται κουραστικές ή φλύαρες σκηνές.

Όσον αφορά στον villain του παιχνιδιού είναι εμφανές ότι υπάρχει η προσπάθεια να δημιουργηθεί μία εμβληματική περσόνα ανάλογη με αυτήν των Jason Vorhees, Mike Myers και λοιπών ανάλογων δολοφονικών χαρακτήρων από b-movie ταινίες. Είναι κάτι που δεν το πετυχαίνει ιδιαίτερα, καθώς, εκτός από τη μάσκα που φοράει (η οποία παραπέμπει στο Φάντασμα της Όπερας), δεν έχει κανένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που θα μπορούσε ίσως να τον καταστήσει αξιομνημόνευτο.

Γενικά δεν θα πρέπει να περιμένετε κάποια ιδιαίτερη αποκάλυψη έως το φινάλε όντας ένα παιχνίδι που εμφανώς δεν το ενδιαφέρει αυτό, καλώς ή κακώς. Πρωταρχικό ενδιαφέρον της Supermassive Games αποτελεί το χτίσιμο έντασης σχετικά με το ποιος θα επιβιώσει, η ατμόσφαιρα που χτίζεται μέσα από το ίδιο το σκηνικό όπου βρισκόμαστε και το σοκ που μπορεί να προκύψει μέσα από τους βίαιους θανάτους. Συνολικά το πρόσημο είναι σίγουρα θετικό καθώς καταφέρνει να διατηρήσει ένα συνεχές άγχος μέσα από το καλοφτιαγμένο σκηνικό του δαιδαλώδους ξενοδοχείου.

Αφήνοντας πίσω τα του σεναρίου, έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι το The Devil in Me αποτελεί το πρώτο παιχνίδι της Supermassive Games, για το οποίο μπορούμε να μιλήσουμε και για το gameplay, δίχως να αρκεστούμε απλά στο να πούμε ότι έχει QTEs. Είναι το λιγότερο ευχάριστο ότι η εταιρία ανάπτυξης προσπάθησε να ενσωματώσει ουσιαστικό gameplay ώστε να μην φαίνεται ότι έχουμε απλά στα χέρια μας μία interactive ταινία με εμβόλιμα σημεία όπου χειριζόμαστε για μερικά δευτερόλεπτα κάποιον χαρακτήρα.

Καταρχήν, για πρώτη φορά σε παιχνίδι της Supermassive υπάρχει κουμπί για τρέξιμο, κάτι που διευκολύνει σε πολύ μεγάλο βαθμό ακόμα και αυτά τα υποτυπώδη σημεία εξερεύνησης, όπου μπορούμε να εντοπίσουμε δεκάδες collectibles. Δεύτερον, μπορούμε πλέον να κάνουμε άλματα και να πηδήξουμε πάνω από εμπόδια ή να ισορροπήσουμε πάνω από στενά περάσματα. Όλα αυτά βέβαια γίνονται σε προκαθορισμένα σημεία, αλλά υπάρχουν αρκετά από αυτά ώστε να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της εμπειρίας και όχι εξαιρέσεις ενώ επίσης εκτελούνται οργανικά μέσα από το gameplay και όχι ως μίνι cutscenes.

Επιπλέον, έχει ενσωματωθεί και ένα απλοϊκό σύστημα inventory για ορισμένα αντικείμενα που μπορούμε να βρούμε στον χώρο. Σχεδόν κάθε χαρακτήρας έχει κάποιο μοναδικό αντικείμενο, όπως η ηχολήπτρια Erin, που μπορεί να χρησιμοποιεί ανά πάσα στιγμή το μικρόφωνό της για να εντοπίσει ύποπτους ήχους ή τον σκηνοθέτη Charlie, που έχει τη δυνατότητα να ανοίγει πόρτες χρησιμοποιώντας κάρτες.

Εννοείται ότι τίποτε από τα παραπάνω δεν φέρνει την επανάσταση στο gaming, αλλά την ίδια στιγμή δείχνουν ότι η Supermassive Games αποφάσισε τουλάχιστον να ενσωματώσει κάποια λιγοστά στοιχεία gaming. Μπορεί το gameplay που προκύπτει να είναι το πλέον τυπικό, αλλά, ακόμα κι έτσι, γίνεται ένα βήμα μπροστά ώστε πραγματικά να έχουμε την αίσθηση ότι εξερευνούμε και περιφερόμαστε στο χώρο και όχι ότι παρακολουθούμε μία ταινία σε ένα σχεδόν κατ’ ευφημισμό παιχνίδι.

Η πρόταση της Supermassive Games παραμένει πρωτίστως μία αφηγηματική εμπειρία, εντούτοις, αυτήν τη φορά δεν ξεχνάει ότι πρόκειται και για βιντεοπαιχνίδι, κατανοώντας πλέον ότι πρέπει να δώσει έστω την ελάχιστη-προσοχή και στο δεύτερο συνθετικό της λέξης.

Εκεί που ακόμα χρειάζεται αρκετή δουλειά είναι στην ποιότητα του motion capture. Η κίνηση των χαρακτήρων παραμένει συχνά ρομποτική, ακόμα και στις cutscenes, ενώ τα κεφάλια κουνιούνται με υπέρ του δέοντος νευρικότητα, σε μία μάλλον απέλπιδα προσπάθεια να επιδείξουν ζωντάνια. Δεν βοηθάει και ότι οι μορφασμοί είναι αρκετά ψεύτικοι, αδυνατώντας να μεταφέρουν επαρκώς τα συναισθήματα των χαρακτήρων.

Σε ένα παιχνίδι που επικεντρώνεται τόσο πολύ στην αφήγηση οι ηχηρές ατέλειες στον παραπάνω τομέα δεν γίνεται παρά να ζημιώνουν αισθητά την εμπειρία. Από την άλλη πλευρά οι φωτισμοί έχουν βελτιωθεί και σε σημεία καταφέρνουν να ανεβάσουν σημαντικά τη συνολική ατμόσφαιρα αλλά και την ποιότητα των προσώπων.

Εν κατακλείδι το The Devil in Me μπορεί να μην επαναπροσδιορίζει τη σειρά αλλά είναι ο πρώτος τίτλος της Supermassive Games όπου δείχνει έμπρακτα ότι προσπαθεί να βελτιώσει τη συνταγή. Πλέον, υπάρχει ουσιαστικό gameplay, παρότι σαφέστατα επιφανειακό, ενώ και η γραφή είναι βελτιωμένη, ιδίως στους χαρακτήρες. Αν και υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης, το The Devil in Me δεν παύει να είναι ένα αξιόλογο horror και ένα ιδανικό τελευταίο επεισόδιο για την πρώτη σεζόν του Dark Pictures Anthology που είναι σε θέση να δημιουργήσει προσδοκίες για την επερχόμενη δεύτερη σεζόν.

Το The Dark Pictures Anthology: The Devil in Me κυκλοφορεί από τις 18/11/22 για PS5, PS4, PC, Xbox Series και Xbox One. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για το PS5.

Exit mobile version