Chronicles of the Wolf | Review

Εάν ήθελε να προσεγγίσει ένας δημιουργός τα παλιάς κοπής metroidvania, το τελευταίο παιχνίδι που θα περίμενε κανείς να αποτελεί πηγή έμπνευσης θα ήταν το Castlevania 2: Simon’s Quest του NES. Κι όμως, η ολιγομελής Migami Games του Chronicles of the Wolf φαίνεται ότι άντλησε την έμπνευσή της πρωτίστως από ένα εκ των πλέον αδύναμων κεφαλαίων του δημοφιλούς franchise.

Μάλλον άθελά τους, ακόμα και στο θέμα της προβληματικής μετάφρασης κατέληξαν να συγγενεύουν, δεδομένου ότι στο Chronicles of the Wolf (γαλλικής καταγωγής), υπάρχουν αρκετά συντακτικά λάθη. Η συγγένεια όμως μεταξύ των δύο παιχνιδιών φαίνεται και σε πιο πρακτικά μονοπάτια, αυτά δηλαδή που αφορούν τη δομή ενός metroidvania.

Το Castlevania 2 αποτελούσε ένα από τα πλέον πρωτόλεια δείγματα του είδους και αναπόφευκτα υπήρχαν διάφορες ατέλειες που το τραβούσαν πίσω ακόμα και για τα δεδομένα της εποχής (άλλωστε, δεν είναι περίεργο που αρκετά από τα επόμενα Castlevania επέστρεψαν σε γραμμικά μονοπάτια προτού έρθει το Symphony of the Night). Το Chronicles of the Wolf σίγουρα δεν είναι το ίδιο προβληματικό, αλλά μέσα από την προσπάθεια να εξομοιωθεί το ύφος του Castlevania 2, διάφορα προβλήματά του αναδύονται.

Το βασικότερο εξ αυτών αφορά στη δομή του χάρτη, συμπεριλαμβάνοντας τρία διαφορετικά χωριά / πόλεις που ενώνονται μέσω γραμμικών μονοπατιών. Η πορεία της ιστορίας αναπτύσσεται με τέτοιο τρόπο ώστε αρκετές φορές να απαιτεί να καλύψουμε επανειλημμένως αυτές τις αποστάσεις, δημιουργώντας έτσι μία έντονη και αχρείαστη λογική backtracking, ακόμα και για τα δεδομένα του είδους. Τα εντελώς σποραδικά fast travel points δεν διευκολύνουν την κατάσταση, δεδομένου ότι είναι πολύ λίγα αλλά και τοποθετημένα σε διόλου βολικά σημεία.

Φυσικό επόμενο είναι να υπάρχει αρκετές φορές η αίσθηση της κόπωσης όταν αντιλαμβανόμαστε ότι πρέπει για ακόμα μία φορά να καλύψουμε τις ίδιες αποστάσεις απλά για να παραδώσουμε κάποιο αντικείμενο. Πολύ περισσότερο δημιουργείται θέμα στις διάφορες περιπτώσεις που δεν είναι και πολύ σαφές τι πρέπει να κάνουμε, με αποτέλεσμα να περιφερόμαστε έως ότου βρούμε τον NPC που μπορεί να ήθελε κάποιο αντικείμενο ή να ανακαλύψουμε την επόμενη τοποθεσία όπου θα ενεργοποιηθεί κάποια σεναριακή τροπή.

Μιλώντας για το σενάριο, δυστυχώς ούτε αυτό είναι σε θέση να μετριάσει το θέμα του διαρκούς backtracking. Η ιστορία βασίζεται στον γαλλικό μύθο “Το Κτήνος της Ζεβοντάν” (που ενδέχεται να τον γνωρίζετε από την ταινία “Η Αδελφότητα των Λύκων”), όμως, αυτό δεν αρκεί από μόνο του στη σύνθεση μίας ενδιαφέρουσας ιστορίας.

Οι ηθοποιοί είναι μετριότατοι και περισσότερο δίνουν την εντύπωση ότι είναι είτε άτομα μέσα από την ομάδα ανάπτυξης είτε φίλοι τους, αλλά σίγουρα δεν δίνουν την εντύπωση επαγγελματιών. Οι εξελίξεις με δυσκολία πείθουν για την παρακολούθηση της ιστορίας, με το σενάριο τελικά να καταλήγει ως ένα συνοδευτικό.

Επιστρέφοντας στα της δομής του χάρτη, δεν βοηθάει καθόλου και η αδυναμία τοποθέτησης οποιουδήποτε σημαδιού. Συχνά θα βρεθούμε σε σημεία όπου φανερά απαιτείται κάποια ικανότητα ή κλειδί που δεν έχουμε βρει ακόμα, εντούτοις, πρέπει να υπολογίζουμε αποκλειστικά και μόνο στη μνήμη μας για να θυμόμαστε την εκάστοτε τοποθεσία.

Στην απουσία quality of life λειτουργιών θα πρέπει να προσθέσουμε και τον ανούσια “μπερδεμένο” χειρισμό. Διάφορες ειδικές κινήσεις και μαγείες απαιτούν συνδυασμούς κινήσεων, που κάλλιστα θα μπορούσαν να αξιοποιούν διαφορετικά κουμπιά του gamepad που παραμένουν ανεκμετάλλευτα. Δίνεται η εντύπωση ότι οι δημιουργοί μάλλον ήθελαν να εξομοιώσουν τα gamepads παλιότερων εποχών, όπου υπήρχαν λιγότερα κουμπιά, αλλά, όπως μάλλον γίνεται εύκολα κατανοητό, δεν υπήρχε κανένας λόγος για αυτήν την προσέγγιση.

Παρόλα αυτά, το Chronicles of the Wolf δεν είναι χωρίς τις χάρες του. Στα επιμέρους dungeons καταφέρνει να προσφέρει διάφορες ευχάριστες στιγμές ανακάλυψης μυστικών αντικειμένων και διαδρόμων.

Επιπλέον, η λεπτομερής pixel art φέρνει ιδανικά αναμνήσεις από τα δεκαεξάμπιτα Castlevania, αποδίδοντας έναν προσεγμένο φόρο τιμής. Σαφέστατα η Migami Games επιχειρεί να παραδώσει ένα ανεπίσημο Castlevania, σαν να βρίσκει κανείς ένα χαμένο (και εξελιγμένο βέβαια, παρά τα θέματά του) sequel του δεύτερου Castlevania.

Η πρόκληση είναι ισορροπημένη, δίχως να επιχειρεί υπέρ του δέοντος να μας φέρει μπροστά από την οθόνη του game over. Θα μπορούσε να επωφεληθεί ελαφρώς από πιο συχνά checkpoints, αλλά ακόμα και έτσι όσοι επιθυμούν να πιάσουν στα χέρια τους μία πρόταση εφάμιλλη των παλιών Castlevania πιστεύουμε ότι θα μείνουν ικανοποιημένοι στο θέμα της μάχης και της εξερεύνησης (αφήνοντας απέξω βέβαια το ανούσιο backtracking και τη γραμμική δομή μεταξύ των πόλεων).

Στις περίπου δέκα ώρες διάρκειάς του, μπορεί να φαντάζει ως σχετικά μικρό για τα δεδομένα του είδους, αλλά θα λέγαμε ότι για αυτά που προσφέρει η εμπειρία που προσφέρεται είναι πλήρης. Υποθέτουμε ότι δεν υπάρχουν πολλοί παλιοί gamers που θεώρησαν ως επιτυχημένο το πείραμα του Castlevania 2, ωστόσο, ορίστε που για αυτούς που το χάρηκαν υπάρχει ένα παιχνίδι που επιχειρεί να αποτελέσει έναν πνευματικό διάδοχο.

Το Chronicles of the Wolf κυκλοφορεί από τις 19/6/25 για PS5, PS4, PC, Switch, Xbox Series και Xbox One. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για PC με review code που λάβαμε από την PQube.

Exit mobile version