Mafia: The Old Country | Review

Στασιμότητα ή πιστό στις ρίζες του;

Το Mafia: The Old Country έρχεται ως μία από τις απειροελάχιστες “ΑΑΑ” εξαιρέσεις, όπου οι δημιουργοί αντιλαμβάνονται πως μπορούν να δημιουργήσουν έναν κόσμο ανοιχτού σχεδιασμού αλλά και να αποφύγουν τη νοοτροπία του “πόσα κιλά παιχνίδια να σου βάλω;” που υιοθετούν τα παιχνίδια αυτής της φιλοσοφίας. Να ξεκαθαρίσουμε, βέβαια, ότι το Mafia: The Old Country δεν έρχεται με προδιαγραφές GOTY (εννοείται φυσικά ότι δεν χρειάζεται όλα τα παιχνίδια να είναι σε αυτήν την κλίμακα) αλλά η Hangar 13 επέλεξε, πολύ σοφά θα λέγαμε, να επιστρέψει στα σχεδιαστικά χνάρια των πρώτων δύο Mafia σε αντίθεση με το υπερφίαλο Mafia 3.

Παρότι υπάρχει η δυνατότητα για free roam, όπου με ένα αυτοκίνητο ή άλογο μπορούμε να οργώσουμε τον κόσμο του Old Country (συγκρατημένου μεγέθους για τα δεδομένα ανάλογων χαρτών), η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει κανένας ουσιαστικός λόγος να το κάνουμε. Αμφιβάλλουμε αν θα ιντριγκάρει κανέναν η εύρεση των διασκορπισμένων εφημερίδων ή αγαλμάτων, που έρχονται με τη μορφή collectibles, ενώ επίσης δεν υπάρχει η παραμικρή υπόνοια side quest.

Επιπροσθέτως, θα πρέπει κάποιος να έρθει υποψιασμένος πως το Old Country δεν προσφέρεται για ασταμάτητη δράση – το αντίθετο. Σε μεγάλο βαθμό αφορά μία αφηγηματική εμπειρία (10-12 ωρών), όπου η δράση και το stealth έρχονται σε προκαθορισμένα σημεία, όποτε δηλαδή το προστάζει κάποια σεναριακή εξέλιξη. Υπάρχουν μεγάλα τμήματα, ιδίως το εισαγωγικό (χαρακτηριστικό είναι ότι μετά τις δυόμιση ώρες θα πιάσετε πυροβόλο όπλο), όπου παρακολουθούμε διαλόγους και σχετικά ήρεμες εξελίξεις.

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα παραπάνω δεν τα αναφέρουμε ως αρνητικά. Η Hangar 13 είναι σε θέση να αποδώσει ώριμη γραφή και πληθωρικές προσωπικότητες προκειμένου να υποστηρίξει αυτήν τη δομή και να διατηρήσει το ενδιαφέρον σε όποιον αρέσει η συγκεκριμένη θεματολογία.

Το σενάριο μας βρίσκει στη Σικελία του 1904 όπου παίρνουμε τον ρόλο του Enzo, ενός νεαρού που εργάζεται σε άθλιες συνθήκες σε ορυχεία θειαφιού. Ο χαμός ενός στενού του φίλου στο ορυχείο, απόρροια απληστίας των αφεντικών του, θα τον οδηγήσει σε μία επίθεση προς αυτούς και έπειτα στη φυγή του. Σύντομα, ορισμένες σχετικές εξελίξεις θα τον φέρουν στις υπηρεσίες του Don Torrisi, ενός μεγαλοκτηματία που αποτελεί παράλληλα και ηγετικό πρόσωπο της μαφίας της περιοχής. Κάπου εκεί θα ξεκινήσει η ανέλιξη του Enzo στις τάξεις της μαφιόζικης οικογένειας και του υποκόσμου της Σικελίας γενικότερα.

Οι εξελίξεις έρχονται με βραδύκαυστους ρυθμούς, επιτρέποντας στο Old Country να χτίσει αρκετά καλά τις σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων. Κάθε ένα από τα μέλη της φαμίλιας έρχεται με δουλεμένη προσωπικότητα, χτίζοντας με αυτόν τον τρόπο ένα ενδιαφέρον περιβάλλον που συνοδεύει την πορεία του Enzo. Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής είναι ιδιαίτερα συμπαθής και προσγειωμένος, γεμάτος θάρρος και δείχνοντας πάθος για αυτήν τη νέα του “καριέρα”.

Από την άλλη πλευρά, ο Don Torrisi, ως ένας άλλος Κορλεόνε, αποτελεί μία επιβλητική φιγούρα που προκαλεί αβίαστα τον σεβασμό αλλά και τον φόβο σε όσους έρχονται απέναντί του ή και πλάι του. Ανάλογα, οι υπόλοιποι χαρακτήρες πλαισιώνουν ιδανικά τον Enzo. Ο Luca έρχεται ως μία ήπια δύναμη, ο Cesare ως ο αυθάδης και θερμόαιμος κοντινός του φίλος (αποφεύγοντας τα… λημέρια της καρικατούρας) και η Isabella (η κόρη του Don Torrisi) ως ένα προσεγμένο ρομαντικό ειδύλλιο και κινητήρια δύναμη πίσω από την εξέλιξη της προσωπικότητας του Enzo.

Όπως είναι φυσικό, το σενάριο παίρνει πολλές στροφές, πισωμαχαιρώματα, στιγμές χαράς και δράματος και λοιπές τροπές που μπορεί να περιμένει κανείς από μία ιστορία αυτής της θεματολογίας. Σίγουρα δεν θα πρέπει να περιμένει κανείς κάτι πραγματικά φρέσκο στη σεναριακή πορεία. Άλλωστε, το θέμα της μαφίας σε αυτές τις ιστορίες φαίνεται ότι ακολουθά ανάλογα μονοπάτια με αυτά των western – τουτέστιν, όχι μόνο δεν αποφεύγει τα κλισέ αλλά τα αποδέχεται πλήρως.

Το Old Country δεν θα εκπλήξει κανέναν με την εξέλιξή του και το φινάλε του, αλλά από την άλλη πλευρά η γραφή του είναι ποιοτική. Οι ηθοποιοί αποτελούν ένα νευραλγικό κομμάτι της εμπειρίας, χάρη στην επαγγελματική δουλειά τους και τις απόλυτα ταιριαστές φωνές. Οι πολυάριθμες cutscenes, με τη σειρά τους, αποδίδουν ιδανικά τις χαλαρές και τις πιο έντονες στιγμές χάρη στην καλή σκηνοθεσία και την αξιοποίηση της Unreal Engine 5, η οποία προσφέρει ένα όμορφο οπτικό αποτέλεσμα.

Σημαντικότατη συνιστώσα σε όλα τα παραπάνω αποτελεί και η ευφυής επιλογή των δημιουργών να μεταφέρουν την ιστορία από την Αμερική, στη Σικελία του 1900. Η αποτύπωση αυτού του περιβάλλοντος και αυτής της εποχής επιτυγχάνεται εξαιρετικά, απεικονίζοντας με μεγάλη λεπτομέρεια το ίδιο το φυσικό περιβάλλον αλλά και την πανέμορφη αρχιτεκτονική των κτηρίων.

Ανάλογη φροντίδα έχει δοθεί και στις ενδυμασίες, τα αυτοκίνητα, τις φυσιογνωμίες και -γενικότερα- κάθε λογής στοιχείο που απαρτίζει τον κόσμο του παιχνιδιού, ώστε η εποχή να μεταφέρεται με έκδηλη αυθεντικότητα. Εντούτοις, θα λέγαμε ότι τα τελευταία τμήματα της ιστορίας έρχονται κάπως βεβιασμένα. Όχι αναπάντεχα, αλλά σίγουρα ίσως να χρειαζόταν ακόμα 1-2 κεφάλαια “ψησίματος” για την, σχεδόν μοιρολατρική, κατάληξη. Παρόλ’ αυτά, η επιλογή για μία συμαζεμένη εμπειρία 10-12 ωρών λειτουργεί υπέρ του παιχνιδιού, όπως αναφέραμε και στην εισαγωγή, αποφεύγοντας κατατόπια ξεχειλώματος.

Η συγκρατημένη διάρκεια λειτουργεί επίσης, με έμμεσο τρόπο, υπέρ του gameplay, το οποίο, δυστυχώς, είναι απελπιστικά ρηχό και τυπικό. Η δράση και το stealth έρχονται με εντελώς απλοϊκούς μηχανισμούς που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν παρωχημένοι.

Η μόνη εξεζητημένη κίνηση του stealth αφορά στο πέταγμα αντικειμένων προκειμένου να τραβήξουμε την προσοχή των εχθρών, πολλές φορές με αστεία αποτελέσματα. Πώς αλλιώς να χαρακτηριστούν αυτές οι περιπτώσεις όταν το πέταγμα ενός μπουκαλιού ακριβώς μπροστά στα πόδια ενός φρουρού, θα τον ωθήσει με ράθυμο τρόπο απλά στον έλεγχο του “περίεργου” θορύβου…

Με τη σειρά του, το shooting κινείται σε παντελώς απλοϊκά μονοπάτια. Το σύστημα κάλυψης λειτουργεί ικανοποιητικά, παρότι τυπικότατο και τουλάχιστον τα ηχητικά εφέ μεταφέρουν ιδανικά την αίσθηση των όπλων. Εκεί που θα μπορούσε να εμπλουτιστεί περισσότερο είναι στα animations των εχθρών, όταν τους πετυχαίνουμε, τα οποία είναι επαναλαμβανόμενα και σχεδόν πανομοιότυπα, ανεξαρτήτως του όπλου που χρησιμοποιούμε.

Ως μία καινοτομία για τη σειρά, το Old Country εισάγει σε προκαθορισμένα σημεία και μάχες με μαχαίρια που επιχειρούν να φέρουν μία μορφή fighting παιχνιδιού (αν και σε πολύ απλό επίπεδο). Σε αυτές τις περιπτώσεις ερχόμαστε αντιμέτωποι με έναν και μόνο αντίπαλο, έχοντας τη δυνατότητα να κάνουμε επίθεση, parries και dodges. Αν και αρχικά οι έντονες γωνίες της κάμερας και κάποια όμορφα animations αποδίδουν αυτές τις μάχες με την αρμόζουσα ωμότητα, σύντομα αρχίζουν να επαναλαμβάνονται, οδηγώντας σε πανομοιότυπες συγκρούσεις, ανεξαρτήτως του ποιου έχουμε απέναντί μας.

Ακριβώς όμως επειδή τα σημεία της δράσης έρχονται σε πολύ συγκεκριμένα και μετρημένα σημεία, η σχεδόν παρωχημένη φύση των action τμημάτων, διατηρεί το στοιχείο της έντασης και της διασκέδασης, αποφεύγοντας την έντονη αίσθηση της κόπωσης, κάτι που αναπόφευκτα θα συνέβαινε από νωρίς εάν η δράση ήταν πανταχού παρούσα.

Στο παραπάνω βοηθούν και οι ωραίες περιοχές όπου λαμβάνει χώρα η δράση (όπως ελληνορωμαϊκά μνημεία, αρχοντικές επαύλεις και άλλα). Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν 2-3 περιπτώσεις όπου η Hangar 13 ενσωματώνει οργανικά ορισμένα έντονα κυνηγητά με άλογα και αυτοκίνητα, ερχόμενα ως ιδανικές κορυφώσεις.

Επιπλέον, οι δημιουργοί δείχνουν να παίρνουν το αίμα τους πίσω για τον διαβόητο αγώνα ταχύτητας του πρώτου Mafia, καθώς ο αγώνας ταχύτητας που συμπεριέλαβαν εδώ αποτελεί μία από τις καλύτερες στιγμές του παιχνιδιού. Μιλώντας για αυτό το σκέλος, ο χειρισμός των αυτοκινήτων είναι αρκετά ευχάριστος, μεταφέροντας με ωραίο τρόπο το βάρος και τις φυσικές των οχημάτων, κάτι στο οποίο συμβάλλουν καταλυτικά και τα ηχητικά εφέ.

Παρά τους μετριότατους μηχανισμούς του gameplay, το Old Country τελικά έρχεται ως ένα από τα δυνατά κεφάλαια της σειράς και δεν θα ήταν περίεργο να το βλέπαμε να κατατάσσεται στην πρώτη θέση των Mafia, ανάλογα τις προτιμήσεις. Όπως και στα υπόλοιπα Mafia, έτσι και εδώ, η σεναριακή δομή και οι χαρακτήρες αποτελούν τον πυρήνα της εμπειρίας, με το gameplay να έρχεται υποστηρικτικά στα σημεία που προστάζει η ιστορία και όχι το αντίθετο.

Εξυπακούεται ότι θα θέλαμε να δούμε μία εξέλιξη και στο σκέλος του gameplay, αλλά τουλάχιστον στο νευραλγικό κομμάτι των χαρακτήρων το Old Country βρίσκεται στο ύψος των περιστάσεων, δείχνοντας συχνά ως το εφάμιλλο μίας τηλεοπτικής παραγωγής εποχής, μεγάλου budget. Επιπλέον, μόνο ως θετικό μπορούμε να δούμε ότι οι δημιουργοί αντιλαμβάνονται τους περιορισμούς τους, σέβονται και τον δικό μας χρόνο, αποφεύγοντας να γεμίσουν τον ανοιχτό τους κόσμο με πληθώρα εικονιδίων / αγγαρειών.

Το Mafia: The Old Country έρχεται ως ένα αξιόλογο νέο κεφάλαιο της σειράς, με σφιχτή δομή, ταξιδεύοντάς μας σε μία περιοχή και μία εποχή που ελάχιστα έχουμε δει σε αυτήν τη θεματική, αν και η ευχάριστη παρακολούθηση προδιαθέτει από εσάς να οπλιστείτε με… “στραβά μάτια” για το stealth και το τυπικό (παρότι διασκεδαστικό) shooting.

To Mafia: The Old Country κυκλοφορεί από τις 8/8/25 για PS5, PC και Xbox Series. To review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για το PS5 με review code που λάβαμε από τη CD Media.

Νικόλας Μαρκόγλου
Νικόλας Μαρκόγλου

Η αγάπη του Νικόλα για το gaming ξεκίνησε από το Atari 2600 που εμφανίστηκε ένα ωραίο πρωινό στο σαλόνι. Έκτοτε, το πάθος για τα βιντεοπαιχνίδια εκτοξεύθηκε με γεωμετρικούς ρυθμούς. Ο κινηματογράφος είναι η δεύτερη αγάπη του και παρακολουθεί συχνά ταινίες από την εποχή του ασπρόμαυρου σινεμά μέχρι τα σύγχρονα blockbusters του Hollywood.

Άρθρα: 1434

Υποβολή απάντησης