Το Metal Gear Solid 3: Snake Eater είναι για πολλούς το στολίδι της σειράς. Από το 2004, όταν έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο PlayStation 2, μέχρι σήμερα, κατάφερε να περάσει σχεδόν από κάθε πλατφόρμα, ακόμη και φορητές, διατηρώντας τη φήμη του ως ένα από τα πιο ολοκληρωμένα κεφάλαια του σύμπαντος του Kojima. Η πιο πρόσφατη επανέκδοσή του ήρθε μέσα από τη Metal Gear Solid: Master Collection vol. 1.
Μετά την αποχώρηση του Hideo Kojima από την Konami και την ολοκλήρωση του Phantom Pain, ένα ερώτημα αιωρείται μόνιμα πάνω από τη σειρά: υπάρχει πραγματικά μέλλον για το Metal Gear χωρίς τον δημιουργό του; Μέχρι σήμερα, η απάντηση δεν έχει δοθεί – και όσα δείγματα έχουμε δεν είναι ενθαρρυντικά. Η Konami δείχνει εγκλωβισμένη σε remasters και συλλογές, αδυνατώντας να παρουσιάσει ένα νέο, τολμηρό όραμα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Metal Gear Solid Delta: Snake Eater γεννά αναπόφευκτα προσδοκίες αλλά και σκεπτικισμό.

Η πρώτη ερώτηση που προκύπτει είναι προφανής: γιατί επιλέχθηκε για ακόμη μία φορά το Snake Eater και όχι, για παράδειγμα, το Guns of the Patriots ή το πρώτο Metal Gear; Η απάντηση είναι απλή και λογική: το τρίτο κεφάλαιο είναι το πιο ισορροπημένο της σειράς, με σενάριο και διάρκεια που προσαρμόζονται καλύτερα σε σύγχρονα δεδομένα. Η Konami απέφυγε συνειδητά το «αφελές» Sons of Liberty και το επικό αλλά υπερβολικά φλύαρο Guns of the Patriots, επιλέγοντας τον πιο «προσγειωμένο» τίτλο.
Το Snake Eater είχε ανέκαθεν μια μοναδική ισορροπία ανάμεσα στον ρεαλισμό και τις χαρακτηριστικές υπερβολές του Kojima. Αν και το gameplay του περιλάμβανε στιγμές που ξέφευγαν από κάθε λογική, αυτές οι πινελιές ήταν που έδιναν χαρακτήρα στο παιχνίδι. Αυτός ο συνδυασμός το καθιστά, ίσως, την πιο ασφαλή αλλά και την πιο αποδεκτή επιλογή για μια νέα γενιά παικτών.

Η ιστορία μάς μεταφέρει στο 1964, στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου. Ο Snake αναλαμβάνει να εντοπίσει έναν Σοβιετικό επιστήμονα και να αποτρέψει την απειλή ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος. Η αποστολή του τον φέρνει αντιμέτωπο με τον πρώην μέντορά του και την επίλεκτη ομάδα των Cobras, σε μια αφήγηση που αποδεικνύει ξανά τη δύναμη της σειράς στο storytelling. Η πλοκή εξελίσσεται με χαρακτηριστικό ρυθμό Kojima: μεγάλες δόσεις δράματος, φιλοσοφικών αναφορών και διαλόγων που άλλοτε συναρπάζουν και άλλοτε κουράζουν.
Όσο κι αν ορισμένες στιγμές η δράση δίνει τη θέση της σε μακροσκελείς συζητήσεις, το σενάριο παραμένει ένα από τα πιο καλοδουλεμένα στην ιστορία των videogames. Για όσους δεν έχουν ζήσει το πρωτότυπο, δεν θα επεκταθούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες. Το Snake Eater παραμένει μια εμπειρία που αξίζει να βιώσει κανείς χωρίς spoilers.

Η μεγαλύτερη αλλαγή του Metal Gear Solid Δ: Snake Eater βρίσκεται στην τεχνολογική του βάση. Το παιχνίδι έχει μεταφερθεί εξολοκλήρου στην Unreal Engine, προσφέροντας ένα σύγχρονο περιβάλλον γραφικών. Όμως εδώ πρέπει να γίνει η πρώτη σημαντική διευκρίνιση: δεν μιλάμε για remake αλλά για πλήρη μεταφορά του πρωτότυπου σε νέα μηχανή. Οπτικά, η διαφορά σε σχέση με την Master Collection είναι τεράστια. Τα περιβάλλοντα είναι πιο ζωντανά, τα μοντέλα των χαρακτήρων λεπτομερέστερα και τα εφέ φωτισμού εντυπωσιακά. Ωστόσο, το gameplay παραμένει σχεδόν αμετάβλητο. Το Delta δεν προσπαθεί να ανανεώσει ουσιαστικά τους μηχανισμούς του, περιοριζόμενο σε μια πιο σύγχρονη αισθητική παρουσίαση.
Η Konami προχώρησε σε ορισμένες χρήσιμες βελτιώσεις που ευθυγραμμίζουν το παιχνίδι με τα σημερινά δεδομένα. Η κάμερα βρίσκεται χαμηλότερα και πιο κοντά στον Snake, δίνοντας καλύτερο έλεγχο. Η οπτική πρώτου προσώπου επιστρέφει, αλλά πλέον επιτρέπει στόχευση εν κινήσει, προσφέροντας μεγαλύτερη ευελιξία στις μάχες.

Η κάλυψη πίσω από αντικείμενα λειτουργεί πιο ομαλά, δανειζόμενη μηχανισμούς από το Phantom Pain. Ο Snake μπορεί να σκοπεύει ενώ είναι κρυμμένος ή ακόμη και ξαπλωμένος στο έδαφος. Παράλληλα, λειτουργίες που στο παρελθόν πάγωναν τη δράση – όπως οι αλλαγές στολών παραλλαγής ή η χρήση του codec – πλέον γίνονται σε πραγματικό χρόνο. Το σύστημα περιποίησης τραυμάτων επιστρέφει, όπως και η ανάγκη για σωστή διαχείριση της stamina. Η πείνα του Snake παραμένει ένας παράγοντας που μπορεί να προδώσει τη θέση του, χαρίζοντας ακόμα μια νότα ρεαλισμού.
Εκεί που το Delta δείχνει την ηλικία του είναι στη νοημοσύνη των εχθρών. Οι φρουροί κινούνται στις ίδιες διαδρομές με το πρωτότυπο, αντιδρούν με παρόμοιο τρόπο και παραμένουν προβλέψιμοι. Οι μάχες με τα bosses διατηρούν τα ίδια μοτίβα, στερώντας από το παιχνίδι την αίσθηση ανανέωσης.

Το αποτέλεσμα είναι ότι, για τους βετεράνους της σειράς, η πρόκληση μοιάζει γνώριμη σε υπερβολικό βαθμό. Όποιος έχει παίξει πρόσφατα άλλη έκδοση του Snake Eater μπορεί να φτάσει στο τέλος σχεδόν με «κλειστά μάτια». Η ζούγκλα, το σήμα κατατεθέν του Snake Eater, επιστρέφει πιο όμορφη από ποτέ. Όμως οι περιορισμοί της παλιάς σχεδίασης είναι ακόμα εδώ. Τα επίπεδα παραμένουν μικρά, χωρισμένα με loading screens, και οι μεταβάσεις μεταξύ τους διαρκούν όσο ακριβώς και στο παρελθόν.
Αν ένας φρουρός σας εντοπίσει λίγο πριν μπείτε σε νέο section, μόλις περάσετε η κατάσταση επανέρχεται στο κανονικό. Αυτή η ασυνέπεια σπάει την αίσθηση αληθοφάνειας και προδίδει την ηλικία του σχεδιασμού. Το τοπίο είναι οργανικό, αλλά η αλληλεπίδραση ελάχιστη. Όσοι το γνωρίσουν πρώτη φορά, πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για συμβιβασμούς. Είναι ένα παιχνίδι που πατάει με το ένα πόδι στο σήμερα και με το άλλο στο 2004.

Στον τομεά των γραφικών συναντάμε τις μεγαλύτερες αντιθέσεις. Σε ορισμένες στιγμές, τα εφέ φωτισμού και οι λεπτομέρειες στους χαρακτήρες κόβουν την ανάσα. Τα πρόσωπα είναι απίστευτα εκφραστικά, οι στολές του Snake λερώνονται με ρεαλισμό από λάσπη και φύλλα, και τα όπλα δείχνουν σχεδιασμένα με σχολαστική προσοχή.
Ωστόσο, σε άλλες περιπτώσεις η εικόνα είναι απογοητευτική. Στο εσωτερικό των κτιρίων τα textures – συχνά χαμηλής ανάλυσης – προδίδουν βιασύνη, ενώ πολλά αντικείμενα θυμίζουν απευθείας τον αρχικό σχεδιασμό. Οι συγκρίσεις με τον αχανή, λεπτομερή κόσμο του Phantom Pain είναι αναπόφευκτες – και εκεί φαίνεται το χάσμα.

Το animation των χαρακτήρων αποτελεί επίσης πρόβλημα. Η κίνηση είναι κοφτή, συχνά αφύσικη, με τις φιγούρες να μοιάζουν να «αιωρούνται» αντί να πατούν στο έδαφος. Παράλληλα, η απόδοση της Unreal Engine δεν αξιοποιείται πλήρως: το framerate πέφτει σε ορισμένες μάχες με bosses, κάτι ανεπίτρεπτο για τίτλο που τρέχει στο PlayStation 5 Pro.
Στον ηχητικό τομέα, ο David Hayter επιστρέφει στη φωνή του Snake. Για τους παλιούς φίλους της σειράς, αυτή η επιλογή ξυπνά αμέσως αναμνήσεις. Αν και στα Ground Zeroes και Phantom Pain αντικαταστάθηκε από τον Kiefer Sutherland, η παρουσία του Hayter είναι αναμφισβήτητα πιο «συναισθηματική». Οι διάλογοι, βέβαια, εξακολουθούν να είναι μακροσκελείς. Η πρόθεση της ομάδας ανάπτυξης να σχολιάσει κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα είναι φανερή, αλλά συχνά το μέτρο χάνεται, με αποτέλεσμα να κουράζουν.

Το Metal Gear Solid Δ: Snake Eater είναι μια εμπειρία γεμάτη αντιθέσεις. Από τη μία, αποτελεί μια εξαιρετική εισαγωγή για τους νέους παίκτες που θέλουν να γνωρίσουν τη σειρά. Το σενάριο του Snake παραμένει συναρπαστικό, οι χαρακτήρες αξεπέραστοι και το σύνολο αντέχει ακόμη στο χρόνο. Από την άλλη, για τους παλιούς οπαδούς πρόκειται για χαμένη ευκαιρία. Αντί να προσφέρει ένα τολμηρό remake που θα αξιοποιούσε πλήρως τη σύγχρονη τεχνολογία, η Konami προτίμησε την ασφαλή οδό της πιστής αναπαραγωγής. Οι μηχανισμοί, οι περιορισμοί και οι αδυναμίες του 2004 παραμένουν, έστω και ντυμένοι με νέα γραφικά.
Η επιλογή του Snake Eater είχε λογική: τότε έθεσε τα θεμέλια για τον μύθο του Big Boss, εξελίσσοντας τον Snake και προετοιμάζοντας το έδαφος για τα επόμενα κεφάλαια. Όμως το Delta δεν κατάφερε να μετατραπεί σε κάτι μεγαλύτερο.
Ίσως τελικά αυτό να είναι το μέλλον της σειράς: μια νοσταλγική ανάμνηση, παρά μια νέα αρχή. Και ίσως αυτό να μην είναι απαραίτητα κακό. Το Metal Gear χάρισε αμέτρητες ώρες δράσης και συναισθημάτων. Αν ο Kojima βρίσκεται πλέον αλλού, οι αναμνήσεις αυτές είναι αρκετές – και με το παραπάνω.
Το Metal Gear Solid Delta: Snake Eater κυκλοφορεί από τις 28/8/25 για PS5, PC και Xbox Series. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για το PS5 με review code που λάβαμε από τη CD Media.