Borderlands 4 | Review

Πριν ξεκινήσουμε να πούμε οτιδήποτε αφορά στο νέο παιχνίδι του Randy Pitchford και της παρέας του από το Τέξας, ρίξτε μια ματιά στο ακόλουθο video.

Το είδατε; Προφανώς και ο τίτλος του προδίδει περί τίνος πρόκειται. Είναι το πρώτο teaser trailer για το αρχικό Borderlands, όπως αυτό είχε αρχικά σχεδιαστεί να κυκλοφορήσει, δηλαδή ως μια σοβαρή, σκοτεινή sci-fi, FPS περιπέτεια, κάπου στην άκρη ενός μακρινού γαλαξία. Λίγο μετά, η Gearbox, ούσα μη ικανοποιημένη από αυτό που έφτιαχνε, έκανε στροφή 180 μοιρών, σχεδίασε γραφικά cel-shaded, έβαλε τρέλα, χιούμορ και εκατοντάδες όπλα και φτάσαμε σε αυτό που σήμερα θεωρείται ο «μπαμπάς των looter shooters».

Η σειρά Borderlands έχει καταφέρει, από την πρώτη της εμφάνιση το 2009, να αποκτήσει μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά των παικτών. Δεν είναι μόνο το μοναδικό της ύφος, με το χαρακτηριστικό cel-shading και το ιδιαίτερο χιούμορ· είναι και ο τρόπος που η Gearbox κατάφερε να παντρέψει το loot-driven gameplay με την αίσθηση ενός RPG σε έναν χαοτικό κόσμο γεμάτο παράνοια και υπερβολή.

Μετά από τρεις κύριες συνέχειες, spin-offs και prequels, το Borderlands 4 έρχεται να συνεχίσει αυτήν την παράδοση, αλλά και να απαντήσει στο δύσκολο ερώτημα: πώς κρατάς μια σειρά ζωντανή χωρίς να τη φυλακίσεις στις ίδιες της τις νόρμες; Και κάπου εδώ έρχεται να ταιριάξει το video που παραθέσαμε στην αρχή του κειμένου.

Από τα πρώτα κιόλας λεπτά γίνεται σαφές ότι η Gearbox παίζει με γνώριμα χαρτιά, αλλά ταυτόχρονα ανανεώνει την τράπουλα. Το εικαστικό ύφος παραμένει γνώριμο, το χιούμορ επιστρέφει με άφθονο σαρκασμό, και η αίσθηση του χάους είναι εκεί. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι ένα Borderlands πιο σοβαρό, πιο ώριμο, πιο δεμένο και πιο προσεγμένο στη λεπτομέρεια. Κάτω από την επιφάνεια συναντάμε μικρές αλλά καθοριστικές αλλαγές που κάνουν τη διαφορά: λεπτομέρειες στην αφήγηση, στη συμπεριφορά των εχθρών, στον σχεδιασμό των αποστολών.

Και πέρα από τις μικρές αλλαγές, συναντάμε και μια μεγάλη: Πλέον, το Borderlands δεν είναι «τμηματικό», αλλά ένα μεγάλο σε διάρκεια, γεμάτο μπόλικο υλικό, ελαφρώς «Ubisoftοποιημένο» open-world παιχνίδι. Η δομή του, εν ολίγοις, είναι η εξής: Ένας main villain και τρεις στρατηγοί που πρέπει να νικηθούν πριν φτάσουμε σε αυτόν, ένας μεγάλος κόσμος προς εξερεύνηση (με τη χρήση ενός hovercraft παρόμοιο με εκείνο του Destiny -και οι ομοιότητες με τα παιχνίδια της Bungie δεν σταματούν εδώ), συμμαχίες που πρέπει να γίνουν, outposts που πρέπει να κατακτηθούν, main quest, side quests, εξερεύνηση. Ελαφρώς προβληματική – για τα γούστα του υπογράφοντος – σχεδιαστική λογική μεν, με «συγχωροχάρτι» λόγω άρτιου αποτελέσματος δε. Και εξηγούμαστε.

Το σενάριο δεν υπήρξε ποτέ η ραχοκοκαλιά της σειράς, όμως εδώ βλέπουμε μια πιο συνειδητή προσπάθεια εμβάθυνσης. Η ιστορία εκτυλίσσεται στον πλανήτη Kairos, έναν τόπο γεμάτο αντιθέσεις: αφιλόξενες ερήμους που θυμίζουν τον πλανήτη Pandora των προηγούμενων επεισοδίων, καταπράσινες κοιλάδες γεμάτες κρυμμένα μυστικά, ερείπια αρχαίων πολιτισμών που δένουν με το lore, αλλά και φουτουριστικές μεγαλουπόλεις που αντικατοπτρίζουν την πρόοδο και την παρακμή του σύμπαντος.

Στο κέντρο της αφήγησης βρίσκονται παράξενες ενεργειακές πύλες, η εμφάνιση των οποίων απειλεί να ανατρέψει την ισορροπία. Όλα αυτά δίνουν το έναυσμα για έναν πόλεμο, που θα απαιτήσει συγκέντρωση δυνάμεων, στράτευση συμμάχων και πολλές, μα πάρα πολλές μάχες.

Ο νέος ανταγωνιστής, μια επιβλητική φιγούρα με το όνομα “Timekeeper”, είναι σμιλεμένος με περισσότερη προσοχή σε σχέση με παλαιότερους. Δεν είναι απλώς μια καρικατούρα κακού, αλλά ένας χαρακτήρας με υπόβαθρο και κίνητρα που –αν και υπερβολικά– πατούν σε λογική βάση. Αυτό δεν σημαίνει ότι το παιχνίδι χάνει την κωμική του διάσταση· το χιούμορ παραμένει σε πρώτο πλάνο, συχνά αυτοσαρκαστικό και αιχμηρό, αλλά για πρώτη φορά αφήνει χώρο σε στιγμές που προσφέρουν βάρος στην αφήγηση.

Οι τέσσερις διαθέσιμοι Vault Hunters έχουν επίσης περισσότερη προσωπικότητα από ποτέ. Τα backstories τους είναι λεπτομερέστερα, οι ατάκες τους πιο καλοδουλεμένες και το voice acting δίνει ζωντάνια σε χαρακτήρες που θα μπορούσαν εύκολα να καταλήξουν σε γελοιογραφίες. Παράλληλα, η επιστροφή γνώριμων ηρώων και αντιηρώων γίνεται οργανικά, χωρίς να περιορίζεται στο fan service. Οι διάλογοι είναι ισορροπημένοι, με δόσεις χιούμορ αλλά και με κάποιες σοβαρές πινελιές που δεν θα περιμέναμε από ένα Borderlands του παρελθόντος.

Εκεί που το Borderlands 4 δείχνει τη μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση είναι στο gameplay. Ο χειρισμός είναι πιο στιβαρός, με τα όπλα να αποδίδουν καλύτερη αίσθηση βάρους και ανάδρασης. Η ποικιλία τους είναι, όπως πάντα, ασύλληπτη, όμως αυτήν τη φορά φαίνεται πως δόθηκε προσοχή στην ποιότητα: κάθε όπλο έχει τον δικό του χαρακτήρα, ξεχωριστό ήχο και συμπεριφορά. Τα legendary items (που δεν «πέφτουν» πια για ψύλλου πήδημα…) είναι πιο ουσιαστικά, ενώ το traversal είναι σημαντικά βελτιωμένο, με την αλληλουχία run / slide / double jump / hover / grapple / stomp / shoot να προσφέρει επικές και καταιγιστικές στιγμές μάχης, που ελάχιστα FPS είναι σε θέση να προσφέρουν το 2025.

Έχουμε και νέο νέο skill system, που αρχικά ίσως ξενίσει, αλλά τελικά προσφέρει μεγαλύτερη ελευθερία. Κάθε Vault Hunter έχει τρεις ξεχωριστές διαδρομές εξέλιξης, αλλά ταυτόχρονα micro-perks που επιτρέπουν περαιτέρω διαφοροποίηση. Έτσι, δύο παίκτες που ενδεχομένως θα επιλέξουν τον ίδιο χαρακτήρα, μπορούν να καταλήξουν με εντελώς διαφορετικά builds. Αυτό κάνει τον πειραματισμό κεντρικό στοιχείο της εμπειρίας και ανανεώνει την αξία του replayability.

Οι μάχες στο Borderlands 4 είναι πιο θεαματικές από ποτέ. Η τεχνητή νοημοσύνη των εχθρών έχει βελτιωθεί σημαντικά: κινούνται στρατηγικά, αναζητούν κάλυψη και επιτίθενται σε συνδυασμούς. Φυσικά, παραμένει η «RPG» λογική των elements και του πώς πρέπει να χρησιμοποιούνται ασπίδες και όπλα, ώστε να κάνουμε null τις επιθέσεις των εχθρών προς εμάς και να πετυχαίνουμε το μεγαλύτερο δυνατό damage προς εκείνους.

Τα boss fights είναι πιο εμπνευσμένα, με πολλαπλές φάσεις, χρήση του περιβάλλοντος και μηχανισμούς που απαιτούν προσαρμογή. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμα στιγμές όπου η υπερβολή σε waves εχθρών κουράζει, θυμίζοντας τα λιγότερο εμπνευσμένα σημεία του παρελθόντος. Το co-op ήταν πάντοτε η ψυχή της σειράς, και στο Borderlands 4 η εμπειρία αυτή ανεβαίνει επίπεδο. Το online είναι σταθερό και αξιόπιστο, με cross-play σε όλες τις πλατφόρμες, ενώ το matchmaking λειτουργεί απροβλημάτιστα.

Οι αποστολές έχουν σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να ενθαρρύνουν την επικοινωνία και τη συνεργασία, δίνοντας έμφαση στο ομαδικό πνεύμα. Όμως εδώ θα κάνουμε το πρώτο μας παράπονο: Σαν ένα άλλο Borderlands 2, το νέο παιχνίδι ορισμένες στιγμές δείχνει να σε υποχρεώνει να παίξεις με παρέα. Δεν ήταν λίγα τα σημεία στο playthrough μας που πέσαμε σε «τοίχο», η δυσκολία χτύπησε ταβάνι και το παιχνίδι σχεδόν φώναζε «βρες φίλους να παίξετε για να προχωρήσεις».

Εδώ υπάρχει ένα θέμα με την ισορροπία, που πιστεύουμε ότι θα έπρεπε να έχει λυθεί, γιατί παρά το scaling που κάνει το παιχνίδι στο level των εχθρών, η single player εμπειρία μπορεί σε σημεία να αποδειχθεί εκνευριστική λόγω των spikes στη δυσκολία. Το loot system εδώ είναι πιο δίκαιο: κάθε παίκτης έχει τις δικές του ανταμοιβές, αποφεύγοντας τις κλασικές γκρίνιες για το ποιος πήρε το καλύτερο όπλο. Οι μηχανισμοί revive έχουν αναβαθμιστεί και τα νέα cooperative abilities κάνουν ξεκάθαρο ότι η επιτυχία δεν είναι υπόθεση ενός, αλλά ολόκληρης της ομάδας.

Κάνοντας χρήση της Unreal Engine 5, το cel-shaded ύφος της σειράς επιστρέφει πιο εκλεπτυσμένο από ποτέ. Τα περιβάλλοντα είναι γεμάτα λεπτομέρειες, οι φωτισμοί πιο δυναμικοί και οι περιοχές που επισκεπτόμαστε βρίθουν λεπτομέρειας και χαρακτήρα. Η ποικιλία είναι σαφής: από εγκαταλελειμμένα outposts μέχρι πολύβοα complexes, και από χιονισμένα βουνά μέχρι ειδυλλιακές παραλίες, κάθε τοποθεσία έχει τα δικά της στοιχεία που την κάνουν να ξεχωρίζει. Kudos στη Gearbox για την ανανέωση, αλλά και την ποικιλία στα μοντέλα των χαρακτήρων, καθώς και στην έμπνευση του σχεδιασμού τους.

Τώρα, ας δούμε τα δυσάρεστα: Στις κονσόλες νέας γενιάς υπάρχουν δύο modes: Quality Mode με ray tracing και υψηλή ανάλυση, και Performance Mode που τρέχει στα 60 fps. Σε PS5 Pro έγινε η δοκιμή μας, και – σε γενικές γραμμές – αρχικά δεν είχαμε ιδιαίτερα παράπονα. Ωστόσο, όσο παίζαμε και προχωρούσαμε πιο βαθιά στο παιχνίδι, πέφταμε σε μάχες με δεκάδες εχθρούς και ταξιδεύαμε στον ανοιχτό κόσμο, αντιμετωπίσαμε σημαντικά frame drops, που ο Randy Pitchford προτείνει να ξεπεράσουμε κάνοντας restart… Αυτά είναι απαράδεκτα πράγματα, που η Gearbox πρέπει να διευθετήσει άμεσα.

Επίσης, το UI παραμένει κάπως φορτωμένο, με πληροφορίες που θα μπορούσαν να παρουσιαστούν πιο ξεκάθαρα, ενώ υποφέρει και από κάποια glitches. Aλλά αυτό είναι το μείζον μπροστά στα frame drops και στην αργή φόρτωση των shaders και των textures που συμβαίνουν σε περιπτώσεις.

Στον αντίποδα, ο ήχος είναι ένα ακόμα δυνατό χαρτί για τον τίτλο. Τα όπλα ακούγονται μοναδικά, οι εκρήξεις δίνουν την αίσθηση του χάους και το voice acting ανεβάζει επίπεδο στην αφήγηση. Το soundtrack συνδυάζει ηλεκτρονικά beats με πιο κινηματογραφικά μοτίβα, ντύνοντας με τον κατάλληλο ρυθμό κάθε σκηνή. Οι μικρές λεπτομέρειες – οι φωνές NPCs στο βάθος, οι ήχοι του ανέμου ή των μηχανών στο περιβάλλον – δίνουν μια αίσθηση ζωντάνιας στον κόσμο. Για να μην πούμε ότι τα industrial θέματα που παίζουν όταν σκάει μύτη ένα… ντούκι, εκτός από sound cue που σε προετοιμάζουν για αυτό που έρχεται, είναι και ξεσηκωτικά.

Πέρα από τις βελτιώσεις στο βασικό gameplay loop, το Borderlands 4 εισάγει νέες ιδέες. Τα περιβάλλοντα είναι πιο δυναμικά, με περιοχές που αλλάζουν στη διάρκεια μιας αποστολής, κύκλο ημέρας και νύχτας και μεταβαλλόμενα καιρικά φαινόμενα.

Πέρα από τη βασική ιστορία, που με την εξαίρεση του Tiny Tina’s Wonderlands είναι η καλύτερη στη σειρά ως σήμερα, πολλά από τα (δεκάδες) side quests είναι πιο πλούσια και δίνουν μικρές ιστορίες που εμπλουτίζουν το lore. Το end-game περιλαμβάνει modes που ενθαρρύνουν το κυνήγι του καλύτερου loot, ενώ οι replayable αποστολές με αυξημένη δυσκολία δίνουν λόγο να επιστρέφουμε ξανά και ξανά για εύρεση καλύτερου εξοπλισμού. Ο πειραματισμός με builds και το cooperative play παραμένουν κεντρικά στοιχεία, αλλά εδώ βρίσκουν το πιο πλήρες πλαίσιο που έχει παρουσιάσει η σειρά.

Και εδώ, θα λέγαμε, ότι η “Ubisoftοποίηση” του Borderlands 4, για όλα όσα προαναφέραμε, δεν “πόνεσε” πολύ. Open-world, ναι, με τις κλασικές παιδικές ασθένειες του είδους, αλλά με ένα σύνολο που είναι καλύτερο από τα διακριτά μέρη του. Μια ροή και μια εξέλιξη που, εν τέλει, δεν κουράζει όπως άλλα παιχνίδια αυτής της λογικής. Τέτοιο επίτευγμα, δεν το λες και μικρό.

Το Borderlands 4 δεν είναι μια επανεφεύρεση της σειράς. Δεν προσπαθεί να γίνει κάτι που δεν είναι. Αυτό που καταφέρνει, όμως, είναι να χτίσει πάνω στα δυνατά σημεία του franchise, να διορθώσει αδυναμίες και να προσφέρει αρκετή φρεσκάδα ώστε να δικαιολογήσει την ύπαρξή του. Αυτό που μένει είναι η εικόνα ενός τίτλου πιο ώριμου, πιο δεμένου και πιο προσεγμένου από ποτέ.

Για τους βετεράνους, είναι η επιστροφή που περίμεναν: γνώριμο, αλλά πιο στιβαρό Borderlands. Για τους νέους παίκτες, είναι ίσως η καλύτερη αφορμή για να μπουν στον κόσμο των Vault Hunters. Με αμέτρητες ώρες δράσης, σπουδαίο gameplay, συνεργατικό παιχνίδι και το κλασικό χαοτικό χιούμορ, το Borderlands 4 καταφέρνει να σταθεί αντάξιο της κληρονομιάς του και να υπενθυμίσει γιατί το franchise παραμένει, 16 χρόνια μετά το ντεμπούτο του, ζωντανό και επίκαιρο.

Το Borderlands 4 κυκλοφορεί από τις 12/9/25 για PS5, PC, Switch 2 (με μια μικρή καθυστέρηση) και Xbox Series. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για το PS5 (PS5 Pro) με review code που λάβαμε από τη CD Media.

Exit mobile version