Παρότι το Dying Light: The Beast προοριζόταν αρχικά ως DLC του Dying Light 2, τελικά οι φιλοδοξίες της Techland το διόγκωσαν σε τέτοιο βαθμό, που του επέτρεψαν να ξεπεράσει τα στεγανά του downloadable content, καταλήγοντας ως ένα αυτόνομο κεφάλαιο. Αναμφίβολα, μία δικαιολογημένη απόφαση, κρίνοντας από το τελικό παιχνίδι, το οποίο αποτελεί μία βελτιωμένη εκδοχή του αρκετά φλύαρου Dying Light 2.
Μέσα από μία λιτή αλλά ικανοποιητική εισαγωγή, το σενάριο μάς συστήνει εκ νέου τον Kyle Crane, τον συμπαθή πρωταγωνιστή του πρώτου παιχνιδιού, ο οποίος μαθαίνουμε ότι, έπειτα από τα γεγονότα του expansion The Following, αιχμαλωτίστηκε από τη στρατιωτική οργάνωση της GRE. Στη συνέχεια, έπεσε στα χέρια του Baron – ο βασικός villain του παιχνιδιού, ένας σαδιστικός επιστήμονας με έφεση στα πειράματα πάνω σε ανθρώπους και δη σε όσους έχουν επιβιώσει από δαγκώματα των ζόμπι, όπως αποτελεί η περίπτωση του Crane.

Στα πρώτα λεπτά του παιχνιδιού θα δούμε τον Crane να δραπετεύει, με την βοήθεια της Olivia, μία βοηθό του Baron, που έφτασε στα όριά της με τα απάνθρωπα πειράματά του. Όπως σύντομα μαθαίνουμε, το ιδιαίτερο αίμα του Crane, του επιτρέπει να μεταγγίζει αίμα άλλων ισχυρών ζόμπι στο δικό του ώστε να ισχυροποιείται (μην πολυψάξετε οποιαδήποτε επιστημονική βάση πίσω από αυτήν τη δυνατότητα).
Ως εκ τούτου, ένα σημαντικό κομμάτι της περιπέτειας αφορά στην εύρεση αυτών των ισχυρών ζόμπι (τουτέστιν, boss fights) για να γίνουμε ισχυρότεροι προκειμένου να έρθουμε αντιμέτωποι με τον στρατό του Baron. Από τα πρώτα βήματα θα εντοπίσουμε και το δημαρχείο της περιοχής, όπου έχουν βρει καταφύγιο διάφοροι επιζώντες, αποτελώντας επιπλέον ένα hub που θα επιστρέφουμε συχνά.

Ο βασικός στόχος επικεντρώνεται εξολοκλήρου στην πορεία εκδίκησης, εμπλουτισμένη από την επαφή με διάφορους χαρακτήρες που θα μας φέρουν ένα βήμα πιο κοντά στην επίτευξή της. Υπάρχει ένας χορταστικός αριθμός από κεντρικές και παράπλευρες αποστολές, προσφέροντας μεν αρκετά κλισέ καταστάσεις, που όμως είναι προσεγμένες στη γραφή και τη σκηνοθεσία τους. Κατά τα μέσα του παιχνιδιού, μάλιστα, βρίσκουμε και μία ακόμα φίλια παράταξη, που έρχεται να μας υπενθυμίσει μία ενδιαφέρουσα τροπή που είχε φέρει το expansion του πρώτου παιχνιδιού.
Η ιστορία δεν κρύβει ιδιαίτερες εκπλήξεις αλλά είναι ικανή να διατηρήσει το ενδιαφέρον έως το τέλος. Είναι κάτι που το καταφέρνει χάρη στους καλογραμμένους διαλόγους, που αποφεύγουν την φλυαρία, πλαισιωμένοι επίσης από καλή σκηνοθεσία.

Η σχετικά μεγάλη διάρκεια (περίπου 30 ώρες – αν ολοκληρώσετε όλα τα main και side quests, αλλά αποφύγετε εικονίδια στον χάρτη) δίνει το ελεύθερο στο σενάριο να αποφύγει την οποιαδήποτε αίσθηση “τρεξίματος”. Παράλληλα, είναι και μία σχετικά συγκρατημένη διάρκεια που αποφεύγει το ξεχείλωμα, ολοκληρώνοντας την περιπέτεια λίγο αφότου αρχίζουν να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια κόπωσης.
Εκεί που εμφανίζονται τα σημαντικότερα σημάδια βελτίωσης θα λέγαμε ότι είναι στα δευτερεύοντα quests. Η συντριπτική πλειοψηφία τους είναι φροντισμένη, αποφεύγοντας να δείχνουν ως δευτερεύον υλικό ποιοτικά σε σχέση με τις κύριες αποστολές. Τα ζητούμενα είναι ποικίλα και στις περισσότερες περιπτώσεις οι ιστορίες που τα συνοδεύουν είναι συμπαθητικές, άλλοτε με ελαφρώς χιουμοριστικές τάσεις και άλλοτε με πιο δραματικές καταστάσεις.

Οι περισσότερες από αυτές τις αποστολές εκτείνονται σε πολλαπλά objectives, όπου ακόμα και ένα απλό bounty (“κυνήγησε και πιάσε αυτό το τέρας που τρομοκρατεί την περιοχή”) οδηγεί σε πολύπλευρες περιπέτειες. Ως εκ τούτου, πολλές από αυτές τις αποστολές δείχνουν ως μίνι εξτρά ιστορίες και όχι απλά ως… πεταμένα objectives των 5-10 λεπτών.
Εξυπακούεται ότι ως open world που είναι, θα εμφανιστούν και διάφορα άλλα εικονίδια στον χάρτη. Εντούτοις, από τη μία αποφεύγεται ο κακός χαμός, από την άλλη είναι πάντα σαφές ποια αφορούν αποστολές και ποια απλά “ξερές” τοποθεσίες με περισσότερο loot. Κατά την άποψή μας, δεν είναι και αναγκαίο να επιδοθεί κανείς στο “καθάρισμα” των εικονιδίων, καθώς το υπόλοιπο, ποιοτικό υλικό δίνει ήδη μία γεμάτη εμπειρία.

Μιλώντας για τον ανοιχτό κόσμο, το The Beast αφήνει πίσω το ογκώδες αστικό περιβάλλον του Dying Light 2 για να μας μεταφέρει στην ύπαιθρο. Υπάρχει και εδώ ένα αστικό κέντρο, ωστόσο, είναι αρκετά μικρής έκτασης, με το μεγαλύτερο μέρος του χάρτη να καταλαμβάνει η εξοχή μίας απροσδιόριστης ευρωπαϊκής χώρας.
Αυτή η επιλογή βοηθάει σημαντικά στην εμπειρία, διευκολύνοντας το κομμάτι της περιήγησης, σε αντίθεση με το Dying Light 2 όπου οι μεγάλες αποστάσεις και η ασταμάτητη ανάγκη για parkour, οδηγούσε από νωρίς σε μία έντονη αίσθηση κόπωσης. Εδώ, ο Crane μπορεί με χαρακτηριστικότερη ευκολία να τρέχει από objective σε objective, δίχως να θυσιάζει τον μηχανισμό του parkour, αφού έτσι κι αλλιώς θα βρεθείτε συχνά στην ανάγκη να χρησιμοποιήσετε αυτήν τη μέθοδο μετακίνησης, μέσω των ίδιων των αποστολών.

Στο παραπάνω βοηθάει και το αρκετά μικρότερο μέγεθος του χάρτη. Η περιοχή που εκτυλίσσεται το The Beast αποφεύγει τα υπέρογκα μονοπάτια άλλων open world παιχνιδιών, έχοντας ακριβώς το μέγεθος που χρειάζεται ώστε να προσφέρει μία σεβαστή ποικιλομορφία και να μην δημιουργεί διαρκώς αγκομαχητά όποτε βλέπουμε ένα objective να εμφανίζεται σε μία απομακρυσμένη μεριά του χάρτη. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι θα θέλαμε κάποιο σύστημα fast travel, ώστε να κοπεί έστω και αυτό το αχρείαστο backtracking, αλλά τουλάχιστον οι σχετικά μικρές αποστάσεις που καλούμαστε να καλύψουμε σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της περιπέτειας επικεντρώνεται στην ουσία και όχι στον ποδαρόδρομο.
Στο κομμάτι της περιήγησης, για ακόμα μία φορά η Techland διαπρέπει στο θέμα του parkour. Ο Crane κινείται με χαρακτηριστική ευκολία στον χώρο, μέσα από ένα εκτενές ρεπερτόριο φυσικών και λεπτομερών animations. Σε αντίθεση με δεκάδες ΑΑΑ παιχνίδια, εδώ το platforming πραγματοποιείται με αληθοφάνεια, με τον Crane να μπορεί να πιάνεται με φυσικό τρόπο από κάθε λογής εσοχές, σε οποιαδήποτε επιφάνεια, θυμίζοντάς μας τις παλιές καλές εποχές των πρώτων Assassin’s Creed.

Ο έλεγχος του πρωταγωνιστή σε αυτά τα σημεία βρίσκεται σε καλά επίπεδα, επιτρέποντάς μας με απολαυστικό τρόπο να περιηγούμαστε στον κάθετο άξονα, στις στέγες των κτηρίων, σε φυσικούς σχηματισμούς του περιβάλλοντος καθώς και σε διάφορους εσωτερικούς χώρους. Δυστυχώς, η προσθήκη του γάντζου φαίνεται να έγινε κάπως βεβιασμένα, όντας τόσο δύστροπος που απλά καταλήξαμε να τον αγνοούμε πλήρως. Ευτυχώς, φαίνεται και η ίδια η Techland να αναγνώρισε την προβληματική χρήση του, αποφεύγοντας να καταστήσει αναγκαία τη χρήση.
Πέραν της παραπάνω στραβοτιμονιάς, από την αρχή έως το τέλος του The Beast το platforming παρέμεινε απολαυστικό. Εξίσου απολαυστικό παραμένει και το melee σύστημά μάχης. Σπαθιά, βαριοπούλες, σφυριά και πολλά άλλα melee όπλα δηλώνουν το παρών, επιτρέποντας την ιδιαίτερα gory εξόντωση των ζόμπι. Ό,τι όπλο και να έχετε στα χέρια σας, η αίσθηση της ισχύος του μεταφέρεται ιδανικά, μέσα από τα δουλεμένα animations τόσο του Crane όσο και των ζόμπι.

Το gore σύστημα διαμελισμών και αλλοιώσεων του σώματος έχει αναβαθμιστεί ώστε να απεικονίζει με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια τον αντίκτυπο των όπλων, κάτι που βέβαια συνάδει με τη φύση του παιχνιδιού. Για άλλη μία φορά τα ζόμπι αποδίδονται ως σημαντική απειλή που θα πρέπει να αποφευχθεί όποτε είναι δυνατό. Όπως και στα προηγούμενα Dying Light, έτσι και εδώ αποφεύγεται η λογική άλλων ανάλογων παιχνιδιών όπου ο διαμελισμός όλων των ζόμπι που θα βρεθούν μπροστά μας είναι αυτοσκοπός (βλ. Dead Island 2).
Τα ζόμπι θέλουν συνήθως αρκετά χτυπήματα, και συχνά όταν έρθουμε απέναντι από τρία και παραπάνω μπορούν εύκολα να μας κυκλώσουν και να μας πιάσουν στα χέρια και τα δόντια τους. Τα μηδαμινά XPs που μας δίνουν αποτελούν άλλη μία ένδειξη πως το παιχνίδι δεν έχει καμία διάθεση να μας οδηγήσει προς τη μαζική τους εξόντωση. Με αυτόν τον τρόπο περνάει επαρκώς την επικίνδυνη φύση τους και τη horror ατμόσφαιρα. Εξυπακούεται βέβαια, πως όταν χρειαστεί ο Crane έχει το απαραίτητο οπλοστάσιο για να ανταπεξέλθει.

Ο μηχανισμός του Beast είναι κάτι που βοηθάει στα μέγιστα προς το παραπάνω. Όταν δεχόμαστε ή δίνουμε χτυπήματα, η μπάρα του Beast γεμίζει, και όταν γίνει πλήρης τότε ο Crane μεταλλάσσεται σε μία κτηνώδη εκδοχή του, επιτρέποντάς του με χαρακτηριστική ευκολία να εξοντώσει ό,τι κινείται για μερικά δευτερόλεπτα. Αυτός ο μηχανισμός λειτουργεί ωραία, επιτρέποντάς μας πολλές φορές να βγούμε από δύσκολες καταστάσεις, συχνά όταν έχουμε φτάσει στα όρια να δούμε την οθόνη του Game Over.
Αν και υπάρχει η δυνατότητα να αναπτύσσουμε τις δυνατότητες του beast mode με νέα skills, είναι κάτι που ήταν μάλλον αχρείαστο. Τα περισσότερα από τα νέα skills είναι αδιάφορα και δεν είναι σε θέση να προσφέρουν οποιοδήποτε βάθος. Γενικότερα, η ανάπτυξη του Crane πάσχει, δεδομένου ότι η πλειοψηφία των νέων skills που μπορούμε να ξεκλειδώσουμε και για την ανθρώπινη μορφή του είναι απλώς αδιάφορα. Ήδη από τα μέσα της περιπέτειας, απλά τοποθετούσαμε με τυχαίο τρόπο τα skills, μόνο και μόνο για να πάρουμε το ανάλογο trophy, καθώς τα περισσότερα από αυτά δεν προσφέρανε κάτι ουσιαστικό.

Παραμένοντας σε ορισμένα από τα αρνητικά στοιχεία του παιχνιδιού, η A.I. των ανθρώπινων αντιπάλων είναι απλά κακή. Όσοι είναι οπλισμένοι με melee όπλα έρχονται απευθείας κατά πάνω μας, αδιαφορώντας για το αν έχουμε στα χέρια μας ένα πυροβόλο όπλο, με το οποίο έχουμε εξοντώσει ήδη άλλους συμπολεμιστές τους ή αν έχουμε πάρει τη μορφή του beast. Επιπλέον, οι melee μάχες με ανθρώπους είναι ένα βήμα πίσω από αυτές του Dying Light 2, μην έχοντας κάποια ιδιαιτερότητα πέραν απλών dodges.
Τουλάχιστον, αυτές οι περιπτώσεις είναι ελάχιστες, με τα ζόμπι να διατηρούν τη μερίδα του λέοντος. Πέρα από τα melee όπλα, τα πυροβόλα επανέρχονται, έπειτα από την απουσία τους στο Dying Light 2. Σε καμία περίπτωση δεν έρχονται να αντικαταστήσουν τα melee, αφού τα πυρομαχικά είναι περιορισμένα. Η χρήση τους καθίσταται αναγκαία απέναντι από εχθρούς με πυροβόλα, σε μάχες που σίγουρα είναι αρκετά καλύτερες σε σχέση με αυτές με τους melee εχθρούς. Η αίσθηση και αυτών των όπλων είναι απολαυστική, οδηγώντας σε έντονες ανταλλαγές πυροβολισμών που συνήθως διαρκούν, με αληθοφανή τρόπο, μερικά δευτερόλεπτα.
Όπως αναφέραμε και στην εισαγωγή, ένας από τους βασικούς στόχους του Crane είναι ο εντοπισμός ισχυρών ζόμπι, τα λεγόμενα Chimeras, προκειμένου να πάρει το αίμα τους και να γίνει ισχυρότερος. Αυτά τα ζόμπι έρχονται σε κομβικά σημεία, αποτελώντας πρακτικά boss fights. Αυτές οι μάχες είναι ιδιαίτερα απλοϊκές για τα δεδομένα οποιουδήποτε καθαρόαιμου action παιχνιδιού, αλλά τουλάχιστον έχουν αρκετές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους, ώστε στο πλαίσιο ενός Dying Light (όπου γενικά τα boss fights ήταν λίγα πάντα και υστερούσαν) να λειτουργούν ως ένα θετικό βήμα εξέλιξης.
Όσον αφορά στον οπτικό τομέα, η Techland για άλλη μία φορά δείχνει ότι καλώς επιμένει στην ιδιόκτητή μηχανή γραφικών της. Εξωτερικοί και εσωτερικοί χώροι είναι σχεδιασμένοι με περίσσεια λεπτομέρεια. Ιδίως τα εσωτερικά των διαφόρων κτηρίων είναι απολύτως φυσικά και πυκνά στον σχεδιασμό τους. Σε συνδυασμό με το δουλεμένο φωτισμό μας φέρνουν σε ευχάριστα κλειστοφοβικές καταστάσεις, κάτι στο οποίο βοηθάει και ο γκροτέσκος και ποικίλος σχεδιασμός των ζόμπι. Για ακόμα μία φορά το parkour στο αστικό περιβάλλον, με την άμεση εναλλαγή μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, είναι απλά απολαυστικό.
Στην περίπτωση του PS5, όπου είδαμε το παιχνίδι, η απόδοση ήταν απροβλημάτιστη, προσφέροντας μία ομαλότατη εμπειρία, κάτι που αξίζει τα εύσημα αναλογιζόμενοι τον λεπτομερή σχεδιασμό των περιβαλλόντων, σε συνδυασμό -αρκετές φορές- με την ταυτόχρονη απεικόνιση πολυάριθμων ζόμπι. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ήταν αρκετές οι φορές που πετύχαμε game breaking bugs, με συχνότερο από αυτά να εμφανίζεται στο ζητούμενο “σκοτώστε όλα τα ζόμπι”, όπου απλά το τελευταίο ζόμπι ήταν εξαφανισμένο, αναγκάζοντας στο reload της αποστολής.
Συνολικά, βέβαια, το Dying Light: The Beast έρχεται ως η καλύτερη πρόταση της σειράς. Το συγκρατημένο μέγεθος, που αφήνει πίσω τις υποσχέσεις περί “υλικό 200 ωρών”, σημαίνει ότι το παιχνίδι ολοκληρώνεται στο σημείο που θα λέγαμε ότι αρχίζει να κουράζει με τα… πέρα δώθε. Με λίγα λόγια προσφέρει ακριβώς όσο υλικό μπορεί να υποστηρίξει το gameplay του και το ανέλπιστα φροντισμένο questing του.
Εν κατακλείδι το Dying Light: The Beast επαναφέρει με κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό τρόπο τον πετυχημένο συνδυασμό parkour με ζόμπι της Techland, που πιστεύουμε ότι θα πείσει να ασχοληθούν ακόμα και όσους βρήκαν το Dying Light 2 ως μία υπερφίαλη εμπειρία.
Το Dying Light: The Beast κυκλοφορεί από τις 18/9/25 για PS5, PC, PS4, Xbox Series και Xbox One. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για το PS5 με review code που λάβαμε από την Techland.