Painkiller | Review

Υπάρχουν παιχνίδια που άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους σε μια εποχή, όχι με τη σεναριακή αφήγησή τους, αλλά με το ατόφιο ένστικτο δράσης που κουβαλούσαν. Το Painkiller του 2004 ήταν ακριβώς αυτό: ένα αγνό, βαπτισμένο στο αίμα “boomer shooter“, που δεν ζητούσε τίποτα περισσότερο από τον παίκτη πέρα από το να πατήσει τη σκανδάλη και να μη αφήσει τίποτα όρθιο.

Δαιμονικές ορδές, gothic κάστρα, όπλα που έμοιαζαν φτιαγμένα -όντως- στην κόλαση και ένας ρυθμός τόσο μανιασμένος που δεν άφηνε τον παίκτη να πάρει ανάσα. Μια έκρηξη παραλογισμού, μια καφκική κόλαση από σάρκα, μέταλλο και φωτιά. Κάθε βολή, κάθε κραυγή, κάθε boss fight έσπρωχνε τους παίκτες πιο βαθιά σε έναν κόσμο όπου ο θάνατος ήταν τόσο άμεσος όσο το ίδιο το καθαρτήριο που λάμβανε χώρα.

Και τώρα, είκοσι χρόνια μετά, το Painkiller επιστρέφει, όχι για να ξυπνήσει τις αναμνήσεις αλλά για να τις ξαναγράψει. Η Saber Interactive, η 3D Realms και η Anshar Studios επιχειρούν να «αναστήσουν» και να επανεκκινήσουν αυτό το πρότζεκτ. Το Painkiller του 2025 δεν είναι remaster, είναι ριζικό reboot. Με ό,τι θετικό ή αρνητικό μπορεί να εμπεριέχει αυτό το εγχείρημα. Μια νέα προσέγγιση που προσπαθεί να φέρει το όνομα “Painkiller” στη σύγχρονη εποχή του co-op, του progression και των roguelike μηχανισμών. Και εδώ αρχίζει η μεγάλη ερώτηση: αν αλλάξεις την καρδιά ενός τέτοιου παιχνιδιού, παραμένει το ίδιο;

Η πρώτη αλλαγή είναι εμφανής από νωρίς: το νέο Painkiller δεν είναι πλέον single-player shooter. Το κλασικό μοντέλο, όπου ο παίκτης έμπαινε μόνος σε έναν γοτθικό λαβύρινθο και εξολόθρευε κάθε τι βλάσφημο, έχει αντικατασταθεί από μια συνεργατική εμπειρία τριών παικτών, είτε online είτε offline, με τη βοήθεια – πολύ αποδοτικών, υποβοηθητικών και με αξιοπρεπή ΑΙ- bots.

Η Anshar Studios, γνωστή κυρίως για πιο αφηγηματικά ή πειραματικά projects, επιχειρεί εδώ κάτι τολμηρό: να παντρέψει το ασταμάτητο slaughtering του Painkiller (προσπαθώντας ίσως να μιμηθεί και τα σύγχρονα Doom σε σημεία) με την ομαδική λογική του Left 4 Dead. Το αποτέλεσμα είναι μια διαρκής ροή μάχης, με ελάχιστα διαλείμματα, άμεση δράση και συνεχείς εχθρικές ορδές που κατακλύζουν τις αρένες του τίτλου.

Η επιλογή αυτή έχει δύο όψεις. Από τη μία, δίνει νέο παλμό, πιο κοινωνικό, πιο “arcade”. Aπό την άλλη, αφαιρεί το στοιχείο της απομόνωσης και του τρόμου που χαρακτήριζε την αυθεντική εμπειρία. Από εκεί που το Painkiller ήταν μια τελετουργία απομόνωσης, το reboot το μετατρέπει σε μια κοινωνική εμπειρία θορύβου. Και κάπου εκεί, ο παίκτης αρχίζει να αναρωτιέται: μήπως η κόλαση είναι τελικά πιο ήσυχη όταν είσαι μόνος; Είναι διασκέδαση, ναι, αλλά είναι Painkiller;

Το core loop συνδυάζει στοιχεία από co-op looter shooters και Roguelike FPS τύπου Back 4 Blood, Left 4 Dead, ακόμη και του Warhammer Vermintide. Στο βασικό mode επιλέγουμε raid (επίπεδο), με αρένες γεμάτες ορδές εχθρών, μαζεύουμε gold και souls για upgrades καθώς και νέες tarot κάρτες. Δυστυχώς οι επιλογές επιπέδων είναι σχετικά περιορισμένες σε αριθμό, προκαλώντας σύντομα ένα φυσιολογικό αίσθημα επανάληψης.

Οι παίκτες επιλέγουν ανάμεσα σε τέσσερις προκαθορισμένους χαρακτήρες – Ink, Void, Sol και Roach – καθένας με δικές του ικανότητες και perks, ώστε να υπάρχει μια υποτυπώδης στρατηγική. Παράλληλα, ολοκληρώνουμε ορισμένα απλοϊκά συνήθως objectives, ενώ στο Rogue Angel mode η εμπειρία γίνεται ακόμη πιο τυχαία και προκλητική.

Η -ενδιαφέρουσα- ύπαρξη του Rogue Angel mode προσφέρει procedural αρένες και roguelike δομή, δίνοντας βάθος και επανάληψη. Ωστόσο, πολλές μάχες καταλήγουν να μοιάζουν ίδιες – το επίπεδο πρόκλησης ανεβαίνει, αλλά το combat loop δεν αλλάζει σημαντικά. Μετά από λίγες ώρες, νιώθει κανείς πως έχει δει τα πάντα.

Στον πυρήνα του, το παιχνίδι κρατάει κάτι από το αρχικό DNA και την ταυτότητα του πρωτότυπο τίτλου: ταχύτητα, εκρηκτικότητα και κινητικότητα. Dash, double jump και grappling hook δίνουν μια ευχάριστη ελευθερία κίνησης και ενισχύουν τον ρυθμό της μάχης, δίνοντας στιγμιαίες ανάσες μέσα σε μια μάχη που ποτέ δεν σταματά. Για λίγο, νιώθει κανείς ξανά την αδρεναλίνη του παλιού Painkiller – μέχρι να θυμηθεί ότι δεν είναι μόνος. Εκεί που το Boltgun βρίσκει τη χαρά στο brutality και το DOOM στη ροή, το Painkiller δείχνει εγκλωβισμένο σε έναν ενδιάμεσο ρυθμό.

Το αυθεντικό Painkiller είχε σχεδόν φετιχιστική ποικιλία όπλων stakes, shotguns, rocket launchers, lightning guns κ.α., το κάθε ένα πιο τρελό και δημιουργικό από το προηγούμενο. Φυσικά και στην τωρινή έκδοση του τίτλου το οπλοστάσιο βρίθει επιλογών και ποικιλίας και όσα όπλα υπάρχουν έχουν την κατάλληλη αίσθηση και διαφοροποιούνται αρκετά.

Ωστόσο υπάρχει μια μεγάλη ειδοποιός διάφορα: Αυτή τη φορά, η Anshar επέλεξε να περιορίσει τους παίκτες να έχουν στο inventory τους κατά τη διάρκεια της μάχης δύο βασικά όπλα, τα οποία μεταλλάσσονται και ενισχύονται με mods ή abilities. Η επιλογή των δύο όπλων αφαιρεί τη χαοτική δημιουργικότητα που έκανε το πρωτότυπο απρόβλεπτο. Κάθε run μοιάζει σχεδιασμένο, όχι ενστικτώδες. Η μάχη λειτουργεί όπως πρέπει, όμως το οπλοστάσιο που τη στηρίζει, όχι πάντα.

Αν και ο παίκτης σταδιακά μπορεί να αλλάξει, βελτιστοποιήσει και παραμετροποιήσει αρκετά το κάθε όπλο μέσω των αναβαθμίσεων, ωστόσο το ίδιο το παιχνίδι περιορίζει τη δοκιμή και τη χρήση αυτών των όπλων μέσω της επιλογής του να μπορεί να έχει μόνο δύο σε κάθε του “run”. Μπορεί λοιπόν αυτή η επιλογή, όπως τονίζουν οι δημιουργοί, να έρχεται με στόχο τη δημιουργία ενός πιο “μοντέρνου” και ισορροπημένου συστήματος, όμως χάνει την αίσθηση εκείνης της ανεξέλεγκτης απόλαυσης του παρελθόντος.

Από πλευράς αισθητικής, το παιχνίδι κάνει μια φιλότιμη προσπάθεια. Η Anshar αποτίει φόρο τιμής στο σκοτεινό ύφος του πρωτοτύπου, γεμίζοντας το νέο Painkiller με «κολασμένα» επίπεδα, ματωμένα τέρατα και ουρανούς που φλέγονται.

Ο κόσμος του τοποθετείται ξανά στο Καθαρτήριο, όπου ο ήρωας μάχεται τον έκπτωτο άγγελο Azazel και τις λεγεώνες του. Σε έναν κόσμο που προσπαθεί να φανεί “επικός”, αλλά ποτέ δεν το καταφέρνει. Το voice acting, επίπεδο και συχνά εκτός ρυθμού, έρχεται με ατάκες, που αν και έχουν ένα ιδιαίτερο και σε σημεία ταιριαστό χιούμορ, διακόπτουν συχνά τη ροή αντί να τη χτίζουν.

Εκεί όπου το παλιό Painkiller ήταν καθαρός παραλογισμός, εδώ ενίοτε υπάρχει μια αμήχανη σοβαροφάνεια. Η αφήγηση είναι λειτουργική – όχι συγκλονιστική – και εξυπηρετεί τον σκοπό της: να σε σπρώχνει απλώς στην επόμενη φάση της… σφαγής. Κάπου εδώ όμως φαίνεται και το πρόβλημα: λείπει το μυστήριο, η παραίσθηση, ο υπαρξιακός τρόμος που έκανε το αρχικό τόσο ανατριχιαστικό. Το νέο Painkiller είναι πιο φανταχτερό, πιο ανάλαφρο, αλλά και πιο επίπεδο.

Ο τίτλος χτίστηκε στην Unreal Engine, με δυναμικό φωτισμό και εντυπωσιακές για το budget του αντανακλάσεις. Τα περιβάλλοντα έχουν έντονο ύφος, γεμάτο ατμοσφαιρική ομίχλη και παιχνίδι σκιάς-φωτός, αποτυπώνοντας σωστά τον “μεταφυσικό” τόνο. Ωστόσο, δεν μιλάμε προφανώς για κορυφαίο AAA προϊόν. Τα textures και οι λεπτομέρειες είναι άνισες, τα animations συχνά “ξύλινα”, και η αίσθηση των όπλων στερείται βάρους.

Το framerate παραμένει συνήθως σταθερό στα 60 fps, με εξαίρεση μικρές πτώσεις σε εκτεταμένες μάχες. Τίποτα καταστροφικό, ωστόσο όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι ο τεχνικός τομέας δεν είχε το βάρος παραγωγής που απαιτείται για να σταθεί απέναντι σε shooters πρώτης γραμμής.

Το Painkiller είναι ένα διασκεδαστικό, ταχύ και συνεργατικό shooter, που βρίσκει τον τρόπο να κρατά τον παίκτη σε εγρήγορση και να χαρίζει στιγμές ωμής, arcade απόλαυσης. Παίζει γρήγορα, ακούγεται δυνατά και δείχνει ωραίο στα σωστά σημεία. Όμως δεν είναι το Painkiller που πιθανόν περιμέναμε. Η απώλεια της αίσθησης της μοναξιάς, της αγριότητας και του “καθαρού” τρόμου το καθιστά κάτι διαφορετικό, ένα νέο παιχνίδι με παλιό όνομα. Αν η Anshar το είχε βαφτίσει αλλιώς, ίσως εντέλει να ήταν και καλύτερα. Αλλά με αυτό το όνομα, το βάρος που κουβαλάει είναι μεγάλο και το reboot δεν το σηκώνει πάντα.

Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα στιβαρό, καλοφτιαγμένο co-op FPS, με όμορφα σκηνικά και γρήγορη δράση. Όμως η παρανοϊκή ένταση και το σαδιστικό χάος του αρχικού απουσιάζουν. Το reboot μοιάζει με ένα παιχνίδι που επέστρεψε αλλά ξέχασε ποιο ήταν: κράτησε κομμάτι του gameplay, έχασε την ψυχή του.

Ένα αξιοπρεπές co-op shooter, το οποίο αν και δεν πρωτοτυπεί -δανειζόμενο στοιχεία από άλλους τίτλους του είδους- προσφέρει ωστόσο αρκετές ώρες διασκέδασης όταν ειδικά υπάρχει η κατάλληλη παρέα. Για όσους ψάχνουν δράση με co-op στοιχεία, είναι φάρμακο. Για όσους αναζητούν κάθαρση, είναι απλώς παυσίπονο.

Το Painkiller κυκλοφορεί από τις 21/10/25 για PS5, PC και Xbox Series. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για το PS5 με review code που λάβαμε από την Koch Media.

Exit mobile version