11-11 Memories Retold

They Shall Not Grow Old.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι μια περίοδος της Ιστορίας που δεν έχει χρησιμοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό από τα videogames. Με εξαιρέσεις όπως τα Verdun και Valiant Hearts, σπάνια έχουμε δει τη βιομηχανία να ασχολείται με τον “πόλεμο που θα τελείωνε όλους τους πολέμους”, την περίοδο που σημάδεψε την Ευρώπη -και πολλές άλλες περιοχές του πλανήτη- ανεξίτηλα, δρομολόγησε σημαντικές εξελίξεις που, εν τέλει, οδήγησαν στον Δεύτερο Πόλεμο, και, κυρίως, γέμισε θρήνο εκατομμύρια οικογένειες. Και εδώ είναι το ζητούμενο. Ο θρήνος, η απώλεια, τα ποτάμια αίματος που χύθηκαν σε αυτόν τον πόλεμο χωρίς κανένα ουσιαστικό λόγο. Οι ζωές παιδιών που χάθηκαν, νομίζοντας ότι θα πήγαιναν για μια περιπέτεια σε ξένα μέρη για 1-2 μήνες και θα γύριζαν σπίτι τους, με καλογυαλισμένες στολές και τις κοπέλες να τους περιμένουν, για να γλεντήσουν τη νίκη.

Τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι “λίγοι μήνες” έγιναν πέντε χρόνια και η δόξα και η περιπέτεια αντικαταστάθηκαν από λάσπη, αίμα, ασθένειες, δυστυχία και εκατόμβη νεκρών. Αυτή την τραγική περίοδο της ανθρωπότητας περιγράφει αυτή η ιδιαίτερη προσπάθεια της Bandai Namco, που έρχεται ως “passion project” από μια ομάδα Γάλλων και Βρετανών δημιουργών (την DigixArt και τη διάσημη Aardman). 100 χρόνια μετά την συμφωνία παύσης πυρός του Α’ Π.Π., που ξεκίνησε στις 11 Νοεμβρίου του 1918 -και που, τελικά, οδήγησε στη Συνθήκη των Βερσαλλιών, το 1919- κυκλοφόρησε το παιχνίδι που εξετάζουμε εδώ, το οποίο δεν προσπαθεί να γίνει “εγκυκλοπαίδεια”, αλλά περισσότερο -μέσα από ιστορική ακρίβεια, βέβαια- να περιγράψει την πορεία δύο διαφορετικών ανθρώπων, ενός νεαρού Καναδού και ενός μεσήλικα Γερμανού, μέσα σε αυτόν τον πόλεμο.

Οι δύο εν λόγω χαρακτήρες είναι ο Harry και ο Kurt. Ο πρώτος είναι ένας νεαρός, ονειροπόλος φωτογράφος, του οποίου τα μυαλά φουσκώνει ένας Βρετανός αξιωματικός με υποσχέσεις για μεγαλεία και περιπέτεια στο δυτικό μέτωπο της Ευρώπης. Ο δεύτερος, πιο στωικός και συγκρατημένος Kurt, αποφασίζει να καταταγεί στον γερμανικό στρατό, αφήνοντας πίσω την εργασία του ως μηχανικός Zeppelin, αλλά και την οικογένειά του, για να αναζητήσει το γιο του, που χάθηκε στην πρώτη γραμμή. Οι λόγοι για την είσοδό τους στον πόλεμο και τα μονοπάτια που θα ακολουθήσουν οι δύο άντρες είναι τόσο διαφορετικά, όσο και οι ίδιες οι ζωές τους πριν από αυτόν. Όμως, ενώ οι παράλληλες πορείες τους είναι εκ διαμέτρου αντίθετες, η κοινή συνιστώσα, που είναι ο ίδιος ο πόλεμος, θα τους φέρει σταδιακά κοντά, ενώ κάποια στιγμή οι μοίρες τους θα συναντηθούν, με αποτέλεσμα ο ένας να επηρεάσει καθοριστικά, σχεδόν απόλυτα, τη ζωή του άλλου.

Για το σενάριο του 11-11 Memories Retold, αλλά και τον τρόπο που γίνεται η αφήγηση αυτού, δεν θα πούμε περισσότερα, για να αποφύγουμε “spoilers”. Αξίζει απλά να αναφέρουμε ότι το “παιχνίδι” αυτό (εξήγηση για τα εισαγωγικά σε λίγο) είναι αριστοτεχνικά γραμμένο, χωρίς υπερβολές, θεατρινισμούς και άλλων τύπων φθηνούς εντυπωσιασμούς που τόσο εύκολα υιοθετεί η βιομηχανία των videogames όταν περιγράφει ιστορικές περιόδους. Το Memories Retold είναι σχεδιασμένο με σεβασμό στην Ιστορία και τους νεκρούς του πολέμου (οι περισσότεροι εκ των δημιουργών, μετά το τέλος, στα credits, περιλαμβάνουν τους προγόνους τους που χάθηκαν στον πόλεμο), προσεγγίζοντας πολύ προσεκτικά τα γεγονότα, αναφέροντάς τα ως είχαν (όπως διαπιστώσαμε μετά από διάβασμα -ένα από τα καλά του τίτλου ήταν ότι μας έστειλε να ψάξουμε λίγο) και όχι με “πολιτικές ορθότητες” και άλλες τέτοιες ομορφιές.

Πάμε τώρα στα του gameplay και στο γιατί βάλαμε εισαγωγικά στη λέξη παιχνίδι πιο πάνω. Το 11-11 Memories Retold έχει ελάχιστο, πραγματικό gameplay. Θα λέγαμε ότι είναι ένα adventure τρίτου προσώπου, που κλίνει προς το χαρακτηρισμό του “Walking Simulator”, το οποίο περισσότερο προσπαθεί να πει μια ιστορία παρά να δώσει στον παίκτη τα εργαλεία να ζήσει αυτήν την ιστορία. Το σενάριο κάνει συνεχώς άλματα μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών, με αριστοτεχνικό τρόπο θα λέγαμε, δίνοντας στον παίκτη τον έλεγχο του κάθε ενός ανά περίπτωση (και σε περιπτώσεις την επιλογή να διαλέξει ποιου εκ των δύο το κεφάλαιο θέλει να δει), ενώ κάποια στιγμή, αφού οι δύο άντρες συναντηθούν, το gameplay παίρνει δάνεια από το Resident Evil 0, με εφαρμογή puzzles που πρέπει να επιλυθούν κατόπιν συνεργασίας -με εναλλαγή ελέγχου- των δύο πρωταγωνιστών.

Από εκεί και πέρα, όλο το “ζουμί” είναι η αφήγηση, η αφήγηση του Kurt μέσα από τα γράμματα που στέλνει στη γυναίκα του, και η αφήγηση του Harry μέσα από τις φωτογραφίες που τραβάει και από τα απομνημονεύματά του. Εν ολίγοις, το gameplay του 11-11 είναι μια περιήγηση στο χώρο για επίλυση υποτυπωδών γρίφων, συλλογή collectibles με ιστορική αξία και, ενίοτε, συνομιλία με άλλα πρόσωπα.

Το gameplay φαντάζει -και είναι- λίγο, όμως ποτέ δεν ενοχλεί. Αν ξεκινήσεις το 11-11 αποδεχόμενος αυτό που είναι και κατανοώντας τι προσπάθησαν να κάνουν οι δημιουργοί, τότε οι περίπου 7 ώρες διάρκειάς του θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στο μυαλό σου. Σε αυτό, εκτός της άριστης γραφής και του εξαιρετικού τρόπου που γίνεται η αφήγηση μέσα από τα διάφορα κεφάλαια, βοηθά το συγκλονιστικό voice over των δύο πρωταγωνιστών. Ο Elijah Wood, ως Harry, είναι άριστος και η εμπειρία και ο επαγγελματισμός του ξεπηδούν από κάθε φράση που ξεστομίζει. Όμως, ο Sebastian Koch, ως Kurt, είναι αυτός που κλέβει την παράσταση, με μια συγκλονιστική ερμηνεία, που από ένα σημείο και μετά συγκινεί σε βαθμό δακρύων.

Προσθέστε σε αυτό ένα πρωτότυπο εικαστικό, το οποίο ξεπερνά κάθε προσπάθεια που έχει γίνει με την Canvas Engine της σειράς Valkyria Chronicles, και που αποδίδει τα γραφικά σαν έναν ζωντανό πίνακα του Van Gogh, καθώς και την οσκαρικού επιπέδου μουσική του συνθέτη Olivier Deriviere, για να πάρετε ένα σπάνιο αποτέλεσμα μοναδικής αξίας.

Σε μια εποχή που η βιομηχανία των videogames ακροβατεί μεταξύ πολιτικής ορθότητας, παιχνιδιών-υπηρεσίες, DLCs και άλλων τέτοιων ευχάριστων θεμάτων, μια προσπάθεια σαν το 11-11 Memories Retold, που έρχεται με τη χρηματοδότηση και την υποστήριξη ενός τεράστιου publisher όπως η Bandai Namco, είναι… ευλογία. Όσο υπάρχουν τέτοιες προσπάθειες, όπου περιγράφεται ένας πόλεμος αλλά οι πρωταγωνιστές δεν κρατούν καν όπλο, όπου το θέμα δεν είναι οι εκρήξεις αλλά το αίμα που ακολουθεί αυτές, όπου οι “άλλοι” δεν είναι κακοί αλλά απλοί άνθρωποι σαν εμάς, που ζουν τη δική τους τραγωδία, εξακολουθεί να υπάρχει ελπίδα και ένας ακόμα σημαντικός λόγος ώστε αυτό το μέσο να συνεχίζει να ανθεί.

To review βασίστηκε στην έκδοση του παιχνιδιού για το PS4.


 

Exit mobile version