Μια αδελφική ιστορία πόνου, θλίψης και εξιλέωσης.
Με την Asobo Studio να έχει να προσφέρει “κανονικό”, μεγάλο παιχνίδι από το Wall-E και το Fuel, αλλά και έχοντας κλείσει μια δεκαετία κάνοντας βοηθητικές εργολαβίες και βγάζοντας tech demos για hololens και Kinect, η ανακοίνωση του πρώτου, νέου ολοκληρωμένου τίτλου της μετά από καιρό δεν ήταν κάτι που τάραξε κιόλας τα νερά του gaming. Ναι, τα γραφικά του A Plague Tale: Innocence έδειχναν πολύ όμορφα, αλλά δεν κάνουν τα ράσα τον Φραγκισκανό μοναχό, και με ολιγόλεπτα trailer εντυπωσιασμού δύσκολα πείθεται πλέον ο έμπειρος gamer. Παρόλα αυτά όμως, η Focus Home Interactive, ως publisher του τίτλου, έδειχνε να έχει αρκετή εμπιστοσύνη σε αυτό το παιχνίδι με το περίεργο όνομα και η προώθησή του, για μια τόσο μικρή εταιρία, ήταν αξιόλογη.
Βοήθησε στα σίγουρα να ξεφύγει από τον αρχικό βάλτο των 1000 & 1 indies, να τραβήξει μαλλιά, να δαγκώσει κόσμο και να σπρώξει άλλους για να βρεθεί ευθαρσώς στις πρώτες θέσεις της “ουράς του gaming λεωφορείου”. Προσφέρει, όμως, ένα αξιόλογο ταξίδι για την σχεδόν 14ωρη διάρκειά του ή ο παίκτης θα τρέξει να πατήσει το κουμπί για στάση μετά από λίγες ώρες;
Τα γεγονότα του παιχνιδιού εξελίσσονται στη Γαλλία, στις αρχές του 14ου αιώνα, με τον παίκτη να αναλαμβάνει τον έλεγχο της ολίγον τι κακομαθημένης Amicia, η οποία ζούσε μια ειδυλλιακή ζωή στο καστράκι της γαλαζοαίματης οικογένειάς της. Το A Plague Tale, όμως, δεν είναι Animal Crossing – Medieval Edition, και έτσι τα πράγματα παίρνουν πολύ γρήγορα μια δραματική στροφή και η ζωή μας αλλάζει αναπάντεχα. Αποφεύγοντας να δώσουμε κάποιο spoiler για τα γεγονότα του παιχνιδιού, θα πούμε απλά πως αφορά ένα μεγάλο ταξίδι μέσα στη Γαλλία, κατά το οποίο προσπαθούμε να ξεφύγουμε, μαζί με τον Hugo, τον μικρό αδελφό της Amicia, από τα χέρια της διαβολικής Ιεράς Εξέτασης. Στο ταξίδι μας θα βρούμε διαφόρους συμμάχους αλλά και νέους εχθρούς, θα διαβούμε περιοχές γεμάτες ομορφιά, μυστήριο, πόνο και δυστυχία, και θα κληθούμε να ανακαλύψουμε αρχαία μυστικά που θα μας βοηθήσουν να σώσουμε όχι μόνο τον εαυτό μας αλλά και την υπόλοιπη ανθρωπότητα.
Πρόκειται για ένα πραγματικά συγκινητικό και δύσκολο ταξίδι, γεμάτο προβλήματα, αψιμαχίες και δυστυχία, που αν και έχει ορισμένα στοιχεία φανταστικού και υπερφυσικού εντός του, παραμένει ως μία από τις καλύτερες και πιο ρεαλιστικές μεταφορές της Μεσαιωνικής περιόδου που έχουμε δει ως τώρα. Η γραφή των χαρακτήρων είναι κάπως άτσαλη και ορισμένοι ακροβατούν στα όρια του κλισέ (με αποκορύφωμα την καρικατούρα/ κεντρικό αντίπαλο), αλλά ακόμα και έτσι, οι χαρακτήρες είναι βαθιά χωμένοι στο στυλ της περιόδου τους και ακόμα και οι πιο ρηχοί από αυτούς στέκονται ικανοποιητικά μέσα στην ιστορία.
Όμως, η πραγματικά μεγάλη μαγεία του παιχνιδιού είναι η ατμόσφαιρά του. Σε αυτό τον τομέα ό,τι και να πούμε για το δημιούργημα της Asobo θα είναι λίγο, γιατί μιλάμε για έναν από τους σπάνιους αυτούς τίτλους που απλά περπατάς και σου σηκώνεται η τρίχα από το πόσο ωμά και ρεαλιστικά έχει δοθεί ο κόσμος αλλά και το πώς έχει χτιστεί η ιστορία μέσα του. Τεράστιας σημασίας σε αυτή την ατμόσφαιρα είναι ο τεχνικός τομέας του τίτλου, ο οποίος είναι -το λιγότερο- εντυπωσιακός για παιχνίδι μιας τόσο μικρής ομάδας. Μπορεί το animation να είναι φτωχό και ξύλινο, προδίδοντας το μικρό budget παραγωγής, αλλά όλα τα υπόλοιπα τμήματα του παιχνιδιού παρουσιάζουν ένα επίπεδο ποιότητας πολύ υψηλότερο από ό,τι θα περίμενε κανείς.
Από τη βαθιά, μελαγχολική και καταθλιπτική σχεδόν μουσική του Olivier Deriviere (Obscure, Remember Me, The Technomancer, Vampyr) που απογειώνει την ατμόσφαιρα, στα καλοσχεδιασμένα μοντέλα (και με μηδενική ανακύκλωση) χαρακτήρων, το καλό local voice acting (ο γράφων είναι της άποψης ότι είναι χίλιες φορές προτιμότερο να ακούς Γαλλίδα με σπαστά Αγγλικά σε ρόλο Γαλλίδας, παρά Σκωτσέζας που νομίζει ότι απαγγέλλει Shakespeare στην παραλία της Μασσαλίας) χτυπώντας κορυφή στον σχεδιασμό όλων των περιοχών και backgrounds. Ειδικά στο τελευταίο κομμάτι, είχαμε χρόνια να αντικρίσουμε παιχνίδι που τόσες πολλές περιοχές κατάφεραν να αποτυπωθούν τόσο έντονα στη μνήμη μας, αφήνοντας ένα ψυχολογικό τατουάζ πόνου βλέποντας τη βαριά, στυγνή πραγματικότητα της εποχής.
Προσθέστε, δε, ότι τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα στις αρχές του Εκατονταετή Πολέμου μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, του φανατισμού της Ιεράς Εξέτασης, του σκοταδισμού της Εκκλησίας αλλά και της επιδημίας της πανώλης, και καταλαβαίνετε πως το ανθρώπινο -και μη- κόστος στοιβάζεται σε γιγάντιες σωρούς, που απλά δε περιγράφονται. To παιχνίδι δε χαρίζει κάστανα ποτέ και για κανένα λόγο, αλλά καταφέρνει να δώσει ακόμα και τα fantasy στοιχεία του με έναν τρόπο που σχεδόν φαντάζει πραγματικός, στήνοντας ένα σκηνικό που αποφεύγει τις horror υπερβολές και απλά κρατά τον ρεαλισμό σαν μια βαριοπούλα που σπάει κόκαλα. Και το γεγονός ότι το A Plague Tale έτρεξε απροβλημάτιστα και δίχως ιδιαίτερα glitches ή bugs, είναι απλά το κερασάκι στην τούρτα.
Στο να κρατηθεί η ατμόσφαιρα σε υψηλά επίπεδα αλλά και να διατηρηθεί το ενδιαφέρον του παίκτη στον κόσμο και όχι στη σφαγή εχθρών, οι δημιουργοί ορθά επέλεξαν το gameplay του παιχνιδιού να μένει μακριά από action μονοπάτια. Άλλωστε, είναι πραγματικά δύσκολο να δώσεις ικανοποιητικό gameplay μάχης σε 3D παιχνίδια μικρού budget (για παραδείγματα ενοχλητικού chunkiness -βλ. Elex και λοιπά τέτοια παιχνίδια) και το να επικεντρωθείς στην ατμόσφαιρα και την ιστορία, με το gameplay να έχει υποστηρικτικό και όχι κύριο λόγο, είναι μια πιο ασφαλής επιλογή.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, λοιπόν, ο συγκεκριμένος τίτλος μπορεί και να χαρακτηριστεί ως ένα stealth puzzle game, με ψήγματα βασικής μάχης. Η Amicia, βλέπετε, είναι οπλισμένη με μία σφεντόνα, η οποία μπορεί μεν να βοηθήσει ενάντια σε μεμονωμένους εχθρούς, αλλά γενικά δεν είναι ικανή να τα βγάλει πέρα με τις ορδές σιδερόφραχτων στρατιωτών που θα βρεθούν στο διάβα μας, ούτε μπορεί να εξολοθρεύσει τα σμάρια αρουραίων της πανώλης που έχουν πνίξει τη Γαλλία.
Αν κάναμε έναν απλό απολογισμό, θα λέγαμε πως το gameplay μοιράζεται ως εξής: το 40% του παιχνιδιού αφορά στιγμές που θα πρέπει η χαρακτήρας μας να πάει σκυφτή από το σημείο Α, στο Β, στο Γ… στο Ω, αποφεύγοντας τους διάφορους στρατιώτες που θα βρει στο διάβα της. Είτε θα περιμένουμε για την κατάλληλη στιγμή, είτε θα προκαλέσουμε ένα θόρυβο αλλού, για να τους στείλουμε παραπέρα, είτε θα τους παγιδέψουμε/ σκοτώσουμε με ένα συνδυασμό διαφορετικών βλημάτων για τη βαλλίστρα ή και εκμετάλλευσης των αρουραίων. Ένα άλλο 40% βασίζεται στον παίκτη να προσπαθεί να παραμείνει ζωντανός απέναντι στα κύματα μαύρων (και ιδιαίτερα σιχαμερών και πολυάριθμων) αρουραίων, οι οποίοι, σαν πιράνχα της στεριάς, μπορούν να μας καταβροχθίσουν σε ελάχιστα δευτερόλεπτα.
Μοναδική μας προστασία είναι το φως, οπότε το παιχνίδι γίνεται μια σειρά περπατήματος από το φωτισμένο σημείο Α, στο Β, στο Γ… στο Ω, ανάβοντας κάποιο δαδί/ πυρσό/ λάμπα κατά την πορεία, για να προχωρήσουμε παρακάτω. Το τελευταίο 18% αποτελεί συνδυασμό και των δύο προηγούμενων, αφήνοντας ένα μικρούλι 2% να αφορά μερικούς πολύ απλούς μηχανικούς γρίφους, έτσι για τη γαρνιτούρα. Όπως βλέπετε, λοιπόν, ο τίτλος της Asobo είναι στην ουσία ένα puzzle game σε πολύ περιορισμένο χώρο (το παιχνίδι είναι αρκετά «σωληνωτό»), με τα puzzles να έχουν να κάνουν στην ουσία με το πώς θα προσπεράσεις τον Α εχθρό και το Β μπουλούκι μαυρίλας, και, εν τέλει, πρέπει να παραδεχθούμε πως ουδέποτε καταφέρνει να ξεχωρίσει μιας και αφήνει την αίσθηση πως είναι απλά εκεί για να δίνει λίγο interaction στον παίκτη.
Αυτό γίνεται εμφανές αρκετά γρήγορα, με πρώτο στοιχείο την ιδιαίτερα απλοϊκή ΑΙ, με τους πολύ στενούς κύκλους έρευνας και τη μνήμη χρυσόψαρου, αφήνοντας τον παίκτη με πολύ άνεση να κάνει σχεδόν ό,τι θέλει μέσα στον χάρτη χωρίς ιδιαίτερο άγχος. Και αν και το παιχνίδι κατά την πορεία του κάνει μια προσπάθεια να δώσει παραπάνω ιδιότητες στη σφεντόνα, αλλά και ένα πενιχρό crafting, ανοίγοντας έτσι τις δυνατότητες για λίγο διαφορετικές λύσεις, δεν το εκμεταλλεύεται ποτέ εντελώς σωστά, μιας και συχνά, με το που αποκτούμε μια νέα δυνατότητα, οι αντίπαλοι -αλλά και τα επόμενα σκηνικά- γίνονται αυτομάτως πολύ πιο δύσκολα και προστατευμένα εναντίον της, μην αφήνοντάς μας πολλές δυνατότητες για πειραματισμό.
Ακόμα και στο τελευταίο επίπεδο, με τους πιο σκληρούς και οργανωμένους εχθρούς, η χρήση των πιο βασικών δυνατοτήτων μας είναι σχεδόν πάντα η ευκολότερη λύση από το να προσπαθείς για την πιο έξυπνη. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει πως δεν έχει το ενδιαφέρον του και πως δεν υπάρχει μια γλυκιά απόλαυση στο να πετάς από σημείο σε σημείο, λύνοντας τους μικρογρίφους του, απλά απέναντι στο υπόλοιπο παιχνίδι, το gameplay είναι αρκετά βασικό και “by the numbers”, σε σημείο που γίνεται και λίγο επαναλαμβανόμενο.
Αυτή η τυπικότητα του gameplay, είναι μάλλον και αυτή που εμποδίζει τον τίτλο να αγγίξει επίπεδα που θα το έβαζαν πολύ υψηλότερα στο πάνθεον του gaming, αλλά ακόμα και έτσι, στέκεται τίμια στα δύο του πόδια και προσφέρει την αναγκαία υποστήριξη για να προχωρήσει ο παίκτης μέσα σε αυτό το μακρύ ταξίδι 17 ολόκληρων κεφαλαίων. Ένα ταξίδι που προσφέρει μια μοναδική απόδοση εκείνης της περιόδου, αλλά και μιας ανεπανάληπτης ατμόσφαιρας που λίγοι τίτλοι μπορούν να πουν πως έχουν πλησιάσει. Πρόκειται για μια ισχυρή προσπάθεια ενός τίτλου, που συχνά βλέπεις να θεωρούνται Β’ κατηγορίας, αλλά που αν του δώσετε τη δέουσα προσοχή, συχνά θα σας ανταμείψει πολύ περισσότερο από κάποια “ιερά θηρία” του gaming. Το A Plague Tale: Innocence είναι μια πολύ καλή επιστροφή από την Asobo στην παραγωγή πιο ολοκληρωμένων και ουσιαστικών τίτλων, που θέλουμε να ελπίζουμε ότι θα αποτελέσει τη σπίθα για κάτι ακόμα καλύτερο στο μέλλον.
Το review βασίστηκε στην έκδοση του παιχνιδιού για το PS4.