Lucifer…may cry.
To Darksiders Genesis, φτιαγμένο από την Airship Syndicate, μέλη της οποίας είναι άτομα που ακολούθησαν τον συν-ιδρυτή της Vigil Games, Joe Madureira, όταν αυτή «κομματιάστηκε», είναι ένα isometric hack and slash, exploration, puzzle game (φρίττουμε όταν διαβάζουμε πως είναι και “RPG”) που θα σας κάνει – στις 12-15 ώρες που διαρκεί το main campaign του – να περάσετε πολύ καλά. Είναι τόσο «παιχνιδένιο» το στήσιμό του, η ιστορία και τα πάντα που περιβάλουν τη σύλληψη και την εκτέλεσή του, και τόσο old school με την ευρεία έννοια, μιας και κάθε chapter (από τα 16 συνολικά) είχε κάτι ξεχωριστό και όμορφο να δείξει, που σε κερδίζει αμέσως
Στο canon αυτό prequel της σειράς παίρνουμε το ρόλο των Strife και War, δρώντας σαν τα εκτελεστικά όργανα του σκιώδους Συμβουλίου, και έχουμε ως στόχο να ξεσκεπάσουμε την πλεκτάνη του Εωσφόρου, που απειλεί την ισορροπία του κόσμου. Από την ιστορία μην περιμένετε πολλά, και αντίστοιχα οι προσωπικότητες των War και Strife θα σας θυμίσουν δίδυμο κακής ντεντέκτιβ ταινίας δράσης (οι γνωστοί cheesy διάλογοι της σειράς φτάνουν σε νέο επίπεδο… σαλαμούρας ), αλλά λίγο το ότι κάτι τέτοιο το περιμέναμε, λίγο η επιστροφή Samael και Vulgrim και λίγο η συνειδητότητα του παιχνιδιού στο αφελές αυτό μοτίβο που θέλει να προσφέρει, τελικά το αποτέλεσμα μάς κέρδισε.
Μπορεί οι War και Strife σαν προσωπικότητες να σας αφήσουν αδιάφορους. Καθόλου αδιάφοροι όμως δε θα μείνετε μόλις πάρετε τα συγκεκριμένα «παλιόπαιδα» στα χέρια σας και ανακαλύψετε σταδιακά πως ο πραγματικός χαρακτήρας των καβαλάρηδων βρίσκεται στο gameplay τους. Εντελώς ξεχωριστοί – ο Strife ranged, o War melee – με ξεχωριστά abilities που εμπλουτίζονται και δυναμώνουν καθώς «κλείνουμε» τα chapters, δίνουν μια εντελώς διαφορετική εμπειρία και απαιτούν διαφορετική λογική προσέγγισης. Ο Strife στο μέτρημα και τη σωστή αξιοποίηση των special πυρομαχικών του, ο War στη χρήση του parry και του crowd control. Στο υψηλότερο επίπεδο που ολοκληρώθηκε το campaign, τα αβαντάζ και οι ιδιαιτερότητες που προσφέρει ο κάθε χαρακτήρας ήταν αναγκαία ώστε να ανταπεξέλθουμε στις δαιμονικές ορδές και τα αφεντικά τους.
Να σημειώσουμε πως το παιχνίδι παίζεται solo (όπου μπορούμε να αλλάζουμε κατά το δοκούν τον κάθε χαρακτήρα), αλλα υποστηρίζει και full co-op, online και καναπεδάτο, αν αποφασίσουμε να πάμε «κόλαση» παρέα. Θεωρητικά υπάρχει και η καινούρια δυνατότητα του remote play του Steam, αλλά δυστυχώς στην pre-release έκδοση που είχαμε, δεν καταφέραμε να κάνουμε αυτή τη δυνατότητα να λειτουργήσει. Αν τυχόν γίνει κάτι τέτοιο με την επίσημη κυκλοφορία του παιχνιδιού, σας το συστήνουμε ανεπιφύλακτα, καθώς είναι από εκείνα τα παιχνίδια που το co-op τα απογειώνει.
Παίρνουμε το ρόλο των Strife και War, και έχουμε ως στόχο να ξεσκεπάσουμε την πλεκτάνη του Εωσφόρου, που απειλεί την ισορροπία του κόσμου.
Το μυστικό του Genesis βρίσκεται αφενός στο «άδολο» και αγνό σύστημα μάχης, με μπόλικα ευκολά combos και πληθώρα ικανοτήτων και gadgets, αφετέτερου στο έξυπνο “τάισμα” του παίκτη με gameplay λιχουδιές. Και εξηγούμαστε: τα επίπεδα (κυρίως αυτά που είναι ανοικτού τύπου και όχι οι boss αρένες) είναι μεγάλα και βρίθουν μυστικών, σεντουκιών, γρίφων, καινούριων εχθρών και platforming σημείων, όντας σε μια λογική συνεχούς ανταμοιβής του παίκτη. Σχεδόν κάθε τιμαλφές που θα βρείτε θα έχει κάτι να σας δώσει για να κάνετε το χαρακτήρα σας λίγο δυνατότερο και, το κυριότερο, να δώσει αξία στο χρόνο που ξοδεύετε στην εξερεύνηση.
Ψυχές, κλειδιά «πόρτες μπαγαπόντη», μέρη που δε ανοίγουν την πρώτη φόρα που τα επισκέπτεσαι, έχουν όλα κάτι να προσφέρουν και δίνουν πόρους για καταναλωτική φρενίτιδα στον upgrading μαγαζάκι του Vulgrim Το εντελώς αντίθετο δηλαδή από αυτό που έκανε πρόσφατα το Star Wars Jedi: Fallen Order. To καλό pace στη ροή, που αλλάζει μορφή στο gameplay (κυρίως μάχη είναι βέβαια) είναι σωστό και έχει μόνο θετικά να προσφέρει στην εμπειρία. Κάνει τόσο καλά τα βασικά του αθλήματος το παιχνίδι, που ο άσσος στο μανίκι του progression συστήματος, οι ψυχές των τεράτων, βάζει την καταλυτική υπογραφή του ξεχωριστού.
To grinding, που θα το βρείτε μπροστά σας σε κάποια φαση αν αποφασίσετε να ξαναδείτε τα επίπεδα, υπάρχει και ανταμείβει και αυτό τον παίκτη, καθώς ενίοτε τα δαιμόνια, τα τελώνια και τα λοιπά «φρίκουλα» πετάνε την ψυχή τους, που αποτελεί το νόμισμα που επενδύουμε στο δέντρο creature core. Τα διπλά (duplicates) που σηκώνουμε, δυναμώνουν το συγκεκριμένο core (άλλα χρειάζονται 10, άλλα 30 κ.ο.κ.), ενώ αν τα ταιριάξουμε στον σωστό τύπο (wrath, health, attack) παίρνουμε το μέγιστο για τον χαρακτήρα μας. Όπως βλέπετε, το Genesis έχει προνοήσει να μας ανταμείβει, και αυτό είναι και το μεγάλο δέλεαρ της κλασικής αρένας κυμάτων εχθρών που ανοίγει σε κάποια στιγμή, μιας και αν επαναλάβουμε το παιχνίδι στην δυσκολία “Apocalyptic”, πέραν της γνώσης των μηχανισμών μάχης, χρειάζεται και ένα προσεγμένο και δυνατό δέντρο cores. Πάντως, αυτή η προσθήκη συνεχίζει να μην κατατάσσει το παιχνίδι στην κατηγορία των RPGs. Μη γελιέστε και μην παει το μυαλό σας σε κάτι τύπου Diablo.
H στατική κάμερα του παιχνιδιού ήταν και ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματά του, καθώς υπήρχαν φορές που οι ήρωές μας ήταν κρυμμένοι πίσω από τοίχους, βουνοπλαγιές και άλλα στοιχεία του περιβάλλοντος ενώ εχθροί ξεχυνόταν επάνω μας, σημεία όπου πραγματικά θα θέλαμε να έχουμε τον έλεγχό της. Είναι ενοχλητικό, αλλά όχι σε βαθμό που να χαλάει το παιχνίδι. Απλά, συμφιλιωθείτε με την ιδέα πως θα χάσετε μυστικά στο πρώτο πέρασμά σας, γιατί είναι φύσει αδύνατο να πάει το μάτι σε περίεργες γωνίες.
Αυτό όμως που μπορεί να χαρακτηριστεί ως πραγματικά κακό, ήταν ο χάρτης, ο οποίος δεν δίνει το στίγμα στον παίκτη ανά πάσα στιγμή, αλλά μόνο τονίζει σε ποιο τομέα του χάρτη βρισκόμαστε. Ευτυχώς, όμως, μόλις βρούμε την ολοκληρωμένη του μορφή, αποκαλύπτει όλα τα σημεία στα οποία υπάρχει loot και μπορούμε να αποφασίσουμε αν θα κάνουμε backtracking. Πραγματικά, όμως, αυτή η τάση των παιχνιδιών τελευταία να πρωτοτυπούν σε πράγματα που δε ζήτησε κανείς, αναφερόμενοι εδώ στους φετινούς «αμφιλεγόμενους» maps και minimaps, χρήζει περεταίρω έρευνας. Αφήστε τους χάρτες απλούς και λειτουργικούς!
Στα γραφικά μην περιμένετε «γυάλισμα» Blizzard, αλλά κάτι ελαφρώς πιο χοντροκομμένο, που αποκτά προστιθέμενη αξία, μολοταύτα, από την πληθώρα μοντέλων και περιβαλλόντων. Ειδικά τα δεύτερα, χωρίς να είναι πρωτότυπα, είναι ποικίλα και καλοσχεδιασμένα, δίνοντας χαρακτήρα στο κάθε επίπεδο. Η μουσική και τα ηχητικά εφέ είναι αρκούντως «γραφικά» και προβλεπόμενα. Ο δαίμονας έκανε «aaarrrgghhhh» και ακούστηκε.
Tα αβαντάζ και οι ιδιαιτερότητες που προσφέρει ο κάθε χαρακτήρας ήταν αναγκαία ώστε να ανταπεξέλθουμε στις δαιμονικές ορδές και τα αφεντικά τους.
Το τέταρτο μέρος της σειράς Darksiders στέκεται επάξια ως κομμάτι της και αυτό το συμπαθέστατο underdog της βιομηχανίας συνεχίζει να παράγει τίτλους απόλυτα gaming. Αν σας αρέσει το σκεπτόμενο button mashing, η εξερεύνηση, τα έξυπνα puzzles και η διαρκής ανταμοιβή για πράγματα που κάνετε in-game, όλα αυτά σε isometric φόντο με δυνατότητα ενός καλού co-op, αγαπητοί «δαιμονοσφάχτες» μην κοιτάξετε αλλού. Darksiders εγγύηση.
Το review για το Darksiders Genesis βασίστηκε στην έκδοσή του για PC. Οι εκδόσεις για κονσόλες θα γίνουν διαθέσιμες στις 14 Φεβρουαρίου 2020.