Χιονοστιβάδα βαρεμάρας.
To Generation Zero καταφέρνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα και αυτό πρέπει να του το αναγνωρίσουμε. Βαρετό σαν απόγεμα Τρίτης, αγυάλιστο σαν αρβύλα «λαίουρα», ανούσιο σα το τρίτο μπέργκερ που τρως αφού έχεις χορτάσει. Θα το είχατε ψυλλιαστεί και εσείς, όσοι τουλάχιστον είχατε δει το προ εξαμήνου stream της beta του παιχνιδιού, πως εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα project που πραγματικά δεν έχει λόγο ύπαρξης. Ολοκληρώνοντας τα δύο τρίωρα sessions με τους συνήθεις υπόπτους, εν μέσω χασμουρητών και αδιάφορων συζητήσεων, ψάχναμε να βρούμε έστω και ένα χαρακτηριστικό ικανό να βγάλει πάνω από αυτό το open world, co-op FPS το παλτό της μετριότητας. Παιχνίδι-Παλτό, ό,τι πρέπει για να αντέξετε στο ψυχρό κλίμα στις ακτές του Βοθνιακού κόλπου.
Ξεκινήσαμε ζεστά, μιας και το παιχνίδι της Avalance δίνει τη δυνατότητα να κάνεις το avatar σου 80’s χεβιμεταλά (μαζί με άλλες επιλογές φυσικά), έχει μια μελαγχολική και νοσταλγική ατμόσφαιρα, και για τα πρώτα 10-15 λέπτα σκέφτεσαι πως κάτι καλό τελικά μπορεί να κρύβεται στα ομιχλώδη σουηδικά τοπία. Η λιτή αρχική αφήγηση, μαζί με την ομολογουμένως πετυχημένη synthwave μουσική, ανοίγει κάπως την όρεξη για να ανακαλύψουμε τι συνέβη τελικά σε αυτή την παρέα εφήβων που γύρισαν σπίτια τους μετά από ολιγοήμερες διακοπές. To πρόβλημα είναι πως η σιβυλλική αφηγηματική αρχή δεν παίρνει σε κανένα σημείο μπροστά και δεν υποβοηθιέται από cut scenes ή staged events (έστω από «ζωντανούς» χαρακτήρες), αφήνοντας τελικά μια επίγευση προχειρότητας.
Μερικά χαρτάκια από εδώ, δύο σημειώσεις από εκεί «τρεις και το λουρί της μάνας», δίνουν περισσότερο μια αίσθηση έλλειψης έμπνευσης παρά αφηρημένης και μυστηριώδους ιστορίας και αφήγησης. Τα είχαμε γράψει και στο Fallout 76, και τονίζουμε ξανά, πως η έλλειψη exposition (φανερής παρουσίασης) τις περισσότερες φορές μασκαρεύει την ένδεια ιδεών και δεν προβιβάζεται αυτόματα ως ιδιαίτερη καλλιτεχνική άποψη (που εισαι ρε From με τα ωραία σου). Εξίσου ανέμπνευστα είναι και τα περιβάλλοντα. Αssets τα οποία γίνονται copy-paste κάθε δεκάπεντε μέτρα, με τα σπίτια και τα καταφύγια να έχουν την τιμητική τους, όντας το ένα κλώνος του άλλου (κάπου εδώ θα ταίριαζε μια αναφορά σε γνωστή πολυεθνική σουηδική εταιρία επίπλων, αλλά μας έχει συνεπάρει και εμάς ο «δημιουργικός τυφώνας» του παιχνιδιού), επιτείνοντας τη ματαιότητα της ενασχόλησής μας με το παιχνίδι.
Κάποιες μικρές πινελιές για να δοθεί ένα 80’s vibe υπάρχουν στα σπίτια, κυρίως από αφίσες φανταστικών μπαντών της εποχής, αλλά «παλιώνουν» τόσο γρήγορα, που θα κάνουν ακόμα και τους πιο καλοπροαίρετους «ρετρολάγνους», που ίσως παρασυρθούν στο να παίξουν το παιχνίδι, να απαυδήσουν. Καλά ρε παλικάρια, το να βάλετε 500 σπιτάκια που έχουν το ίδιο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον με αυτά που έκανε ο γράφων μικρός με τα «σφηνοτουβλάκια», να το δεχτούμε. Το να μη μπείτε στον κόπο, όμως, να δημιουργήσετε κάποιες δεκάδες φανταστικές pop-culture αναφορές, ώστε να αποκτήσει, έστω και έτσι, μια υπόσταση το lore του εναλλακτικού κόσμου σας, αποτελεί καταφανή έλλειψη μερακιού.
Τα quests ξεκινούν δυναμικά, απαιτώντας από τον παίκτη να διαβάσει τα στοιχεία που του δίνονται ώστε να βρει τον προσανατολισμό του στην απλωμένη, σουηδική ύπαιθρο (αλλά άδεια και χωρίς ουσία ), όμως ξεφουσκώνουν και αυτά, μιας και τα objectives ίσα-ίσα που καλύπτουν την ελάχιστη προϋπόθεση για να χαρακτηριστούν ως τέτοια. Πάρτε τη φύρα των open-world looter shooters, αφαιρέστε και τη λαμπερή βιτρίνα, που τουλάχιστον παρέχουν οι μεγάλες παραγωγές, και «voila», κύριοι, «έχομεν» τα quests του Generation Zero. Τι λέει η σούμα μέχρι στιγμής; Βαρετά quests (άντε να δώσουμε την κάποια αίσθηση εξερεύνησης) σε επαναλαμβανόμενα περιβάλλοντα και ακόμα ψάχνουμε να βρούμε αυτό το κάτι που θα σώσει το παιχνίδι από μια συντριβή ανάλογη με αυτή της «Μάχης της Πολτάβας».
Δε μπορεί, θα είναι έστω οι εχθροί. Mechs και ρομπότ αλωνίζουν τα ατελείωτα δάση και στήνουν φονικές παγίδες στους έφηβους ήρωές μας. Μια χαρά post-apocalyptic rob-hunting σε εναλλακτική πραγματικότητα. Στην πρώτη περιοχή που ψάξαμε, βρήκαμε το συγκλονιστικό αριθμό των τεσσάρων μοντέλων (συν ένα φαντασγμαγορικό boss) και αρχίζουμε να πιστεύουμε πως δεν προσπάθησαν καν. Το δε αστείο και οξύμωρο είναι πως έχουμε A.I. αντιπάλους, με τραγική AI. Τα χαζά σκυλό- ρομπότ, που είναι ικανά μόνο για να τους πετάς ξύλα και να στα φέρουν πίσω, όταν δε τρακάρουν στις βαλανιδιές και τις σημύδες, ενίοτε καταλαμβάνουν και τον κόσμο. Ο μόνος κίνδυνος προέρχεται από την ταχύτητα τους, την αντοχή τους στις σφαίρες και στο ότι κυνηγάνε σε αγέλη. Κλασικός, τεμπέλικος σχεδιασμός, έχουμε να ξαναδηλώσουμε, και η αρχική πρόταση φαντάζει όλο και πιο αληθινή.
Θα είναι το loot; Όπλα, εξοπλισμός, οχήματα, crafting, δε γίνεται, κάτι θα βρούμε. Τα όπλα έχουν σχετικά καλή αίσθηση και με τη δυνατότητα να πάρουν διάφορά upgrades, δίνουν κάποιους πόντους στο παιχνίδι, αλλά αν φτάσουμε να αποθεώνουμε -το 2019- ένα shooter επειδή έχει απλά ανεκτούς shooting μηχανισμούς, ζήτω που καήκαμε. Η παλιομοδίτικη διαχείριση, όμως, του inventory και η τρομερή απόφαση να μην κάνουν αυτόματα reload διαφορετικού τύπου σφαίρες για το ίδιο όπλο, ρίχνουν μια 7.62mm στο «πόδι» του παιχνιδιού και το σακατεύουν οριστικά. Ούτε αυτό. Οχήματα δεν υπάρχουν και ειλικρινά δε θέλουμε να ξαναδούμε πίξελ από ρέπλικα παλιομοδίτικου Volvo «στέησον βάγκον» στη ζωή μας. Ετοιμαστείτε για αρκετό περπάτημα, αν και ευτυχώς υπάρχει fast travel στα διάφορα safe houses.
«Loot από παντού». Σε κάθε σακίδιο, σε κάθε αμάξι, σε κάθε ντουλάπι, με την εκνευριστική παύση δύο δευτερολέπτων μέχρι να ολοκληρώσει την κίνηση και την εξίσου εκνευριστική επισήμανση για τα πόσα αδιάφορα loot και collectibles έχουν μείνει στην κάθε περιοχή, θα σας απασχολήσουν το πρώτο μισάωρο μέχρι να γεμίσει «μπαζα» το Inventory και να αποφύγετε το σπορ για τις επόμενες ώρες. Ίσως μόνο για σφαίρες. Κάπου κρύβονται κάποιοι πιο advanced decoy και sabotage μηχανισμοί, μέσω αυτών που μαζεύουμε, αλλά το «μολύβι» ήταν αρκετό και μείναμε με αυτό. Βρίσκεις και διάφορα φαντεζί ρουχαλάκια, που δίνουν κάποια ανεξήγητα passive bonuses (πλεκτό ζιβάγκο με fire resistance) για να «καραγκιοζέψεις» όσο θέλεις τον χαρακτήρα σου, και διάφορα emoticons, τύπου robot dance, για να γελάσεις για 10 δευτερόλεπτα και να πατήσεις alt-F4 μετά, αλλά καταλαβαίνετε πως κατι τέτοια «εξ αγχιστείας» μπιχλιμπίδια, σε ένα κακό παιχνίδι μ;aς εκνευρίζουν ακόμη περισσότερο.
Πρωτοφανής έλλειψη φαντασίας και στα talent trees, με πέντε δέντρα επιλογών για «διαφορετικό» τάχα gameplay, η προχειρότητα και η μουντάδα των οποίων μάς κάνει να πιστεύουμε πως ήταν απλά μια προσθήκη για τα μάτια του κόσμου. Μη μας πουν πως δεν έχουμε RPG και cosmetic στοιχεία. Εδώ καλά-καλά δεν έχουμε στιβαρό gameplay σκελετό, και level θα κερδίζεις και τα «σταράκια» σου θα τα έχεις σε όποιο χρώμα θέλεις για «εξαντρίκ» ενδυματολογικές επιλογές.
Για το τέλος αφήσαμε τα γραφικά, που θα δε ήταν εντυπωσιακά ούτε το 2007. Αναρωτιόμαστε πάλι, πώς γίνεται μια εταιρία που έχει δώσει τα διαπιστευτήρια της με όμορφους open-world κόσμους, φτιαγμένους με δικά της resources (Apex Engine), να παρουσιάζει αυτό το τεχνικά ξεπερασμένο αποτέλεσμα. Δε θα ασχοληθούμε καν με τα glitches, γιατί πια νομίζουμε πως χτυπάμε γροθιές σε πυγμάχο που είναι νοκ-άουτ εδώ και πέντε γύρους. Κάποια vistas (που είναι και της μοδός στον χώρο να τις αναφέρουμε έτσι) κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι, και η απεικόνισή της φύσης σε σημεία, μας γαργάλησε ελαφρώς αισθητικά, αλλά η επιστροφή μας στους εσωτερικούς χώρους, με τη γοητεία container νταλίκας, μας επανάφεραν στην πεζή και γκρίζα πραγματικότητα του παιχνιδιού.
Το Generation Zero παίζεται (με παρέα μόνο, εξυπακούεται αυτό), δεν έχει δηλαδή κάποιο στοιχείο που το κάνει unplayable, αλλά είναι τόσο ανυπόφορα ανιαρό, απαθές και νερόβραστο, που θα σας προτρέψουμε να κοιτάξετε αλλού. Χρειαζόταν πολλή περισσότερη αγάπη το παιχνίδι της Avalance και δυστυχώς έμεινε μόνο στο τσίμπημα αυτών που γουστάρουν την “80ίλλα” (είτε την έζησαν είτε όχι), μη παρέχοντας κάτι ουσιαστικό πέραν αυτού. Δε μας αρέσουν τα ξενέρωτα…
Το review βασίστηκε στην έκδοση του παιχνιδιού για PC.