Ένα μύθο θα σας πω…
Οι Ιάπωνες δημιουργοί έχουν κάτι ιδιαίτερο. Όχι αναγκαία καλό ή κακό… Απλά ιδιαίτερο. Τα έργα τους συχνά διαφεύγουν από τα όρια του “συμβατικού” που έχουμε ανεπίσημα θέσει για τις ενταύθα δημιουργίες. Μερικές φορές – θα μπορούσε να πει κανείς – ότι δεν είναι καν “συμμετρικά”, με την έννοια που αποδίδει ο καθένας μας στον όρο αυτό φυσικά. Αν μπορούσαμε να θέσουμε έναν παραλληλισμό με όρους κουζίνας, (ώστε να γίνουν όλα εύκολα αντιληπτά), θα λέγαμε ότι τα ιαπωνικά παιχνίδια φέρουν συχνά έντονες δόσεις μπαχαρικών και με χτυπητή αντίθεση των βασικών γεύσεων, όπως το γλυκό και το ξινό. Περίπου σαν την οριεντάλ κουζίνα αυτή καθεαυτή.
Με μια τέτοια μπερδεμένη θεώρηση θα μπορέσει να αποσαφηνίσει κανείς καλύτερα το πλέον πρόσφατο μέλος της 2D fighting σκηνής, το οποίο – από τώρα το λέμε – διεκδικεί δάφνες κορυφής από τα μεγαθήρια που κυκλοφορούν ήδη. Το Guilty Gear Xrd – Revelator- (από εδώ και πέρα GGXR), έχει διχάσει την παγκόσμια κοινότητα πριν ακόμα βγει. Είναι Sequel, Spinoff ή μήπως επέκταση του παλαιότερου Sign; Κάποιοι έφτασαν στο σημείο να το χαρακτηρίσουν και reboot. Μπροστά σε τέτοιες δύσκολες αποφάσεις, καλό είναι κανείς να πίανει τα πράγματα από την αρχή. Από το πιο απλό σημείο.
Δημιουργός είναι η Arc System Works, μια εταιρία που εκτός από την εν λόγω σειρά, μας έχει δώσει και τα εκπληκτικά Blazblue. Διακρίνεται για τα πανήψυλα standards ποιότητας, τόσο σε τεχνικό τομέα και fighting gameplay όσο και στη δημιουργία ευφάνταστων και μοναδικών χαρακτήρων καθώς και βαθύτατων σεναριακών λαβυρίνθων. Επαλήθευση: Στο GGXR τα γραφικά “πυροδοτούνται” για πρώτη (δεύτερη;) φορά από την Unreal Engine, που αντικατέστησε τα πατροπαράδοτα hand-drawn με δημιουργήματα απίστευτης λεπτομέρειας, ζωντάνιας αλλά και ομορφιάς. Επιπλέον, η κίνηση των χαρακτήρων “στολίζεται” με το Holy Grail του σύγχρονου gaming: τα 60fps, ακατέβατα.
Ο ήχος, δε, θα σας κάνει αντικοινωνικούς. Η ανάγκη να “ψηλώσετε” τα ηχεία σας βρίσκει ισάξιο μονάχα στην ενόχληση που θα προκαλέσετε στους γείτονες ή/ και στους συγκάτοικούς σας. Αν το κάνετε, στην πολυκατοικία θα νομίζουν ότι βλέπετε κάποιο live από Δαμασκό, συνοδευόμενο κατά έναν ανεξήγητο τρόπο από υψίτονες ανδρογύναιες φωνές. Αφήστε τους να φανταστούν ό,τι νομίζουν και να βγάλουν όποια άκρη τους επιτρέπει η κουλτούρα τους. Η οπτικοακουστική εμπειρία είναι τέτοια ώστε να καθιστά οποιαδήποτε έννοια καλής γειτνίασης αδιάφορη.
Για να πάμε, πλέον, στο ψητό: Οι 20+ unreal μαχητές αφενός αποτελούν σημαντική βελτίωση (ως προς τον αριθμό) σε σχέση με το αναιμικό Sign. Τόσο, όσο να αποκλειστεί κάθε έννοια περί επέκτασης του παραπάνω τίτλου. Αφετέρου, η μοναδικότητα και ιδιαίτερη ταυτότητα του καθ’ενός είναι αδιαμφισβήτητη. Όλοι τους ξεχωρίζουν. Από το πώς κινούνται, πώς χτυπούν, πώς εμπλέκονται στην ιστορία και πώς υλοποιούν τους μηχανισμούς του συστήματος μάχης. Οι κλώνοι που συναντάμε σε άλλους ανταγωνιστικούς τίτλους απλά δε βρίσκουν εφαρμογή εδώ. Σε ένα τόσο μεγάλο roster πραγματικά διαφορετικών ηρώων, σίγουρα θα βρείτε κάποιον που θα ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία σας και θα σας έλξει να μάθετε τα gameplay μυστικά του.
Όταν βρεθεί τελικά το κατάλληλο… avatar για εσάς στον κόσμο του GGRX, δεν έχετε παρά να προσπαθήσετε να το ξεζουμίσετε. Σε κάθε άλλο παιχνίδι του είδους, το εγχείρημα αυτό θα φάνταζε δουλειά για τους pros κι οι περισσότεροι newcomers θα έψαχναν τις δυο-τρεις τεχνικές που θα τους επιτρέψουν κάποιες εύκολες νίκες για να αντλήσουν το όποιο fun μπορούν. Εδώ όχι. Ακολουθώντας το tutorial, παίζετε ένα σύνολο από mini games που σας εισάγουν αργά και αμετάκλητα στα πιο βαθιά μυστικά του gameplay. Όταν το τελειώσετε, θα νιώσετε πολύ πιο έτοιμοι να βουτήξετε στα βαθιά, απ’ ότι με οποιοδήποτε άλλο game του είδους. Αν, πάλι, το να παίζετε πιάνο με το χειριστήριο του PS4 δεν είναι και το δυνατότερο ατού σας, τότε μπορείτε να ενεργοποιήσετε το Stylish Mode, που σας επιτρέπει να εκτελείτε combos με το απλό πάτημα κουμπιών και ειδικές κινήσεις μονάχα με ένα trigger button.
Σαν επιλογή δεν είναι και τόσο νέα. Την ξαναείδαμε και στα Blazblue, επί παραδείγματι, απλά με διαφορετική μορφή. “Λάκος στη φάβα” δεν υπάρχει. Αυτό που χάνετε, αν το επιλέξετε, είναι απλώς (!) το πλήρες βαθος του gameplay. Μπορείτε όμως να απολαύσετε το παιχνίδι από την αρχή χωρίς να έχετε επενδύσει ώρες training ή να έχετε πάθει κράμπες στα δάχτυλα. Όπως και να’ χει, με τον έναν τρόπο ή τον άλλον, θα μπείτε στη μάχη και θα γνωρίσετε το σύστημα αυτής που είναι και το ζουμί του τίτλου. Όταν λοιπόν δυο ευμεγέθεις χαρακτήρες βρεθούν, επιτέλους, αντικριστά και σταματήσετε να θαυμάζετε το σχεδιασμό αυτών και της πίστας, τότε θα δείτε ότι… η μάχη είναι εξαιρετικά αργή!
Κινείστε με ταχύτητα που θυμίζει 1994 και οι γροθιές και κλωτσιές παραπέμπουν σ’ εκείνη την εποχή. Μήπως γι’ αυτό κάποιοι μιλάνε για reboot; Η απόσταση κλείνει αργά και δύσκολα κι ο σχεδιασμός τακτικής παίρνει άλλα μονοπάτια στο λογισμό σας. Όταν όμως δουλέψετε τα πρώτα dash και τα δέσετε με διπλά άλματα και combos, η ταχύτητα εκτοξεύεται σε ιλιγγιώδη ύψη. Χτυπήματα κι εφέ διαδέχονται το ένα το άλλο με ταχύτητα και ρυθμό που σίγουρα είναι εντυπωσιακοί, αλλά πολλοί θα τους βρουν και ενοχλητικούς. Πανδαισία χρωμάτων και εφέ, δοσμένα σε 60 frames και με απόλυτο timing, θα φέρουν την τακτική και αντανακλαστικά σας στα όριά τους, αλλά θα αρχίσουν και να ενοχλούν το μάτι αρκετές φορές, δίνοντας ένα περίεργο κοκτέιλ εμπειρίας. Γιαπωνέζικο, που λέγαμε και στην αρχή.
Διαβάστε επίσης – Προσθέστε παιχνίδια στη βιβλιοθήκη σας.