Lost Time.
Το Lost Brothers είναι ακριβώς ο τύπος παιχνιδιού που μπορεί να δώσει την ευκαιρία σε indie δημιουργούς να προωθήσουν με σχετική ευκολία το όραμά τους στην αγορά. Τα walking simulators απαιτούν σημαντικά μικρότερο μπάτζετ, χρόνο και τεχνογνωσία ενώ μπορούν πολύ συχνά να προκύψουν «διαμαντάκια», τα οποία σε άλλη μορφή θα ήταν πολύ δύσκολο να κυκλοφορήσουν, αρκεί να υπάρχει κάτι πολύ σημαντικό που να καλύπτει την έλλειψη gameplay και εύρους σε άλλους τομείς: μεράκι και φαντασία στη γραφή και την αφήγηση.
Καταλαβαίνετε ήδη που σκοντάφτει το Lost Brothers, το οποίο κάνει μια θλιβερή προσπάθεια να θυμίσει το Firewatch. Για την ακρίβεια, δεν σκοντάφτει απλά. Σκοντάφτει δίπλα σε ποτάμι. Το οποίο καταλήγει σε καταρράκτη. Ο οποίος πέφτει σε βούρκο. Με Πιράνχας. Που έχουν κορονοϊό. Ήδη από τα πρώτα πέντε λεπτά γίνεται εμφανές περί τίνος πρόκειται, με την έλλειψη οποιουδήποτε voice over, χαμηλού επιπέδου διαλόγους και φαινομενικά αδιάφορη ιστορία, η οποία παραδόξως εξελίσσεται ακόμη χειρότερα από ό,τι δείχνει αρχικά. Ο πρωταγωνιστής επισκέπτεται ένα δάσος, στο οποίο χρόνια πριν είχε χαθεί ο αδελφός του, όταν ξαφνικά ανακαλύπτει μια γυναίκα, την Samantha, η οποία έχει παγιδευτεί σε μια σπηλιά στο μυστηριώδες βουνό.
Δυστυχώς οι διάλογοι, που συνήθως είναι το ψωμοτύρι τέτοιων παιχνιδιών, εδώ είναι νηπιακού επιπέδου και προκαλούν ένα άβολο συναίσθημα για τους ανθρώπους που -από ό,τι φαίνεται- ζορίστηκαν πολύ για να βγάλουν περίπου πέντε σελίδες σεναρίου όλες κι όλες. Παραδόξως, ο παίκτης χωρίς να το καταλάβει και για κανένα λόγο, έχει την επιλογή κάποιες φορές για το τι θα πει, τα οποία συχνά είναι το ίδιο πράγμα με άλλες λέξεις, και το οποίο φυσικά δεν παίζει κανένα απολύτως ρόλο στο σενάριο. Για ατμόσφαιρα, προφανώς, ούτε λόγος, ενώ το περιβάλλον ξεκινά αρχικά με ένα ενδιαφέρον και κάποιες ευχάριστες φθινοπωρινές χρυσαφί αποχρώσεις, στην πορεία καταλήγει κενό και δίχως καμία απολύτως έκπληξη. Ακόμη πιο σημαντικά όμως είναι τα προβλήματα στο ρυθμό, καθώς ο πρωταγωνιστής κινείται βασανιστικά αργά και πέφτει επάνω σε εξωφρενικούς αόρατους τοίχους, ενώ η αφήγηση δείχνει εκτός τόπου και χρόνου.
Αν είναι δυνατόν να είμαστε στην αδιάφορη σελίδα κειμένου, όπου παίρνει μέρος η αφήγηση, να μας πετάει σε gameplay, να κάνουμε κυριολεκτικά δέκα βήματα προς μια κατεύθυνση και να μεταφερόμαστε ξανά στην σελίδα κειμένου όπου μας εξηγείται τι γίνεται, αντί να το παίξουμε οι ίδιοι. Τουλάχιστον προκαλεί γέλιο αλλά δυστυχώς όχι με κάποια ατάκα – τίποτα απολύτως από όσα προορίζονται για χιουμοριστικά δεν είναι αστείο – αλλά με τα κακού επιπέδου αγγλικά. Μιλάμε για χοντρά συντακτικά λάθη που συχνά καταλήγουν σε προτάσεις που δεν βγάζουν νόημα, άλλα αντικείμενα να έχουν ξεχαστεί και να γράφονται σε ρώσικα, και γενικά μια κατάσταση… «Χάου μπου γιου μπου». Δεν θα σχολιάσουμε καν εάν οι επιλογές γραφικών «Low – Medium – Height» είναι λάθος ή ένα λογοπαίγνιο του… χωρατατζή developer. Ρε τον μπαγάσα πώς τα λέει!
Δυστυχώς, το Lost Brothers είναι ένα κακό παιχνίδι και δεν υπάρχουν πολλά να πούμε, πέρα από το γεγονός ότι κρατάει μια ώρα περίπου, και αυτό καταλήγει να είναι θετικό. Είναι μάλλον ενοχλητικό το πόσο κακή αντιγραφή είναι του παρόμοιου τύπου αλλά πετυχημένου Firewatch, και αυτό θα είναι φυσικά εμφανές σε όσους έχουν ασχοληθεί με τον προαναφερθέντα τίτλο. Όπως και να έχει, το Lost Brothers δεν αξίζει αυτό τον ελάχιστον χρόνο που απαιτεί από τους παίκτες. Ακόμη και με την καραντίνα, υπάρχουν καλύτερα και πιο διασκεδαστικά πράγματα να κάνετε εντός του σπιτιού, όπως να πλύνετε τις κουρτίνες ή να τινάξετε τα χαλιά.
To Lost Brothers κυκλοφορεί αποκλειστικά για PC από τις 18 Φεβρουαρίου.