Ρετρό εμπειρία, εμπνευσμένη από τα Castlevania του NES.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα indie παιχνίδια με ρετρό αισθητική έχουν αρχίσει να γίνονται η εύκολη λύση για τους επίδοξους, ανεξάρτητους δημιουργούς. Κάτι τέτοιο, όμως, θα ήταν πέρα ως πέρα ψέμα. Δεν έχουμε τις τεχνικές γνώσεις για να ξέρουμε το πόσο δύσκολο είναι να αναπτύξει κανείς ένα platformer με ρετρό αισθητική, τουλάχιστον από την άποψη της μεταχείρισης της μηχανής γραφικών, αν και υποθέτουμε ότι το καλοδουλεμένο τρισδιάστατο περιβάλλον μάλλον είναι πιο απαιτητικό. Από την άλλη πλευρά, μόνο εύκολο δεν είναι να πετύχει κανείς τη σωστή ρετρό αισθητική σε ένα παιχνίδι που θα καταφέρνει να δημιουργήσει συναισθήματα νοσταλγίας, αποφεύγοντας παράλληλα να χαρακτηρισθεί ως οπισθοδρομικό σε gameplay επίπεδο ή να πέσει στην παγίδα του copy-paste σχεδιασμού.
Το Odallus: The Dark Call είναι μία από τις καλοδουλεμένες προσπάθειες, που αποπνέει αυτήν την νοσταλγική εικόνα των παιχνιδιών που απολαμβάναμε στα οκτάμπιτα μηχανήματα. Αν και δεν έχουμε να κάνουμε με έναν από τους καλύτερους σύγχρονους τίτλους του είδους, το Odallus δεν παύει να είναι αξιόλογο, στο βαθμό που να καταφέρνει –έστω και οριακά- να ξεχωρίζει από τη σωρό των αδιάφορων και επαναλαμβανόμενων ρετρό-platform δημιουργιών που εμφανίζονται συνεχώς στο Steam.
Ως είθισται σε αυτά τα παιχνίδια, βρισκόμαστε σε έναν fantasy κόσμο όπου θα έρθουμε αντιμέτωποι με διάφορα δαιμόνια, που αποφάσισαν μία ωραία μέρα να κάψουν το χωριό του πρωταγωνιστή. Το σενάριο, φυσικά, υπάρχει απλά για να υπάρχει, δίνοντας μία απλή αφορμή για την περιπέτεια. Η προσπάθεια της JoyMasher για ένα σενάριο με ανατροπή μάλλον πέφτει στο κενό, καθώς, όταν κάποιος ασχολείται με ένα παιχνίδι του είδους, το μόνο που θέλει είναι το εκάστοτε boss να… βγάλει τον σκασμό προκειμένου να μας επιτρέψει να το κατακρεουργήσουμε.
Όσοι ξεκίνησαν την gaming σταδιοδρομία τους με το NES σίγουρα θα αντιληφθούν την κύρια πηγή έμπνευσης του Odallus, που δεν είναι άλλη από τα Castlevania, τόσο σε εικαστικό επίπεδο όσο και σε αυτό της δράσης, κάτι που βέβαια δεν το κρύβει ούτε η ομάδα ανάπτυξης στις περιγραφές του παιχνιδιού. Η συνολική αισθητική του παιχνιδιού, από τα καλοσχεδιασμένα γραφικά, το σχεδιασμό του χάρτη, μέχρι το στυλ του inventory, προσδίδει ένα ιδιαίτερα ευχάριστο οπτικό αποτέλεσμα που σίγουρα θα εκτιμήσουν όσοι μεγάλωσαν με platformers της εποχής των πρώτων Castlevania, Ghost ‘n’ Goblins κ.λπ. Η δράση είναι φυσικά η αναμενόμενη. Ο Haggis, ο πρωταγωνιστής του Odallus, είναι εφοδιασμένος με ένα σπαθί και τη δυνατότητα να βρίσκει διάφορα δευτερεύοντα όπλα. Συνολικά υπάρχουν τρία από αυτά και αποτελούν ιδιαίτερα χρήσιμο επιμέρους εξοπλισμό, που προσφέρει καλοδεχούμενα εργαλεία για την προσέγγιση ορισμένων επικίνδυνων αντιπάλων. Μία ευχάριστη προσθήκη, σε σχέση με τις ρετρό επιρροές του, αποτελεί η δυνατότητα του Haggis να σκαρφαλώνει σε πλατφόρμες, κάτι που προσδίδει μία σημαντικά βελτιωμένη ευελιξία στα platform κομμάτια, σε αντίθεση με τους πρωτοπόρους του είδους.
Η ποικιλία των εχθρών είναι αρκετά μεγάλη, με ξεχωριστές ρουτίνες επιθέσεων, που σε συνδυασμό με τους περιβαλλοντικούς κινδύνους, δυσχεραίνουν ευχάριστα την προσπάθεια για επιβίωση. Σε γενικές γραμμές ο βαθμός δυσκολίας βρίσκεται κάπου μεταξύ εύκολου και σαδιστικού, σε τέτοιο σημείο που θα λέγαμε ότι θα εκνευρίσει όσους θέλουν μία ανάλαφρη platforming εμπειρία και θα απογοητεύσει όσους επιθυμούν να πιάσουν στα χέρια τους ένα σκληροπυρηνικό platformer από τα παλιά. Αν και φαίνεται πως οι δημιουργοί ήθελαν να αποφύγουν τα εντελώς αφιλόξενα μονοπάτια των παιχνιδιών από όπου εμπνέονται και να προσφέρουν μία ισορροπημένη εμπειρία, τελικά δεν τα καταφέρνουν και πολύ καλά.
Από την άλλη πλευρά, η αρχιτεκτονική των επιπέδων είναι γενικά αρτιότατη. Συνολικά υπάρχουν οκτώ επίπεδα, ένας μάλλον μικρός αριθμός, αλλά τουλάχιστον το μέγεθός τους είναι αρκετά μεγαλύτερο από τα συνηθισμένα, ενώ επίσης προσφέρουν διάφορες διακλαδώσεις για την εύρεση μυστικών. Δυστυχώς, στην πλειονότητά τους, η εύρεση των μυστικών φαίνεται να υπάρχει περισσότερο για τους τελειομανείς, καθώς τα περισσότερα από αυτά δεν προσφέρουν ιδιαίτερα ελκυστικές ανταμοιβές. Ως εκ τούτου συχνά απογοητευόμασταν όταν πιστεύαμε ότι έχουμε βρει “λαβράκι”, αλλά τελικά δεν βρίσκαμε κάτι περισσότερο από ένα-δύο σεντούκια με μερικά ακόμα χρυσά νομίσματα. Τουλάχιστον η διαρρύθμιση των επιπέδων είναι δομημένη με τέτοιο τρόπο ώστε, παρά το μέγεθός τους, θα γνωρίζετε ανά πάσα στιγμή που ακριβώς βρίσκεστε και αν υπάρχει κάποια διαδρομή που δεν έχετε καλύψει ακόμα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχει μία υποψία metroidvania, με τον Haggis να παίρνει σταδιακά πέντε αναβαθμίσεις, όπως το διπλό άλμα ή τη δυνατότητα να αναπνέει μέσα στο νερό. Οι αναβαθμίσεις είναι λιγοστές και μία από αυτές υπάρχει απλά για να υπάρχει, και γενικά φαίνεται πως βρίσκονται ως μία δικαιολογία για να σας ωθήσει το παιχνίδι στην επιστροφή σε επίπεδα που έχετε ήδη ολοκληρώσει. Ως έχει, φαίνεται να ακροβατεί μεταξύ της metroidvania πινελιάς και της επιμήκυνσης της διάρκειας του τίτλου με άκομψο τρόπο.
Συνολικά το Odallus καταφέρνει να δημιουργήσει σε ικανοποιητικό βαθμό το αίσθημα της νοσταλγίας. Η δράση είναι λειτουργική, αλλά θα μπορούσε να υπάρχει μεγαλύτερη αποφασιστικότητα για το βαθμό δυσκολίας. Η διαρρύθμιση των επιπέδων είναι αρτιότατη, αλλά τα επίπεδα λίγα και η metroidvania πινελιά είναι καλοδεχούμενη αλλά λίγο άκομψη στην εφαρμογή της. Εν τέλει, το Odallus φαίνεται πως αναπτύχθηκε με όρεξη και αγάπη για τις οκτάμπιτες εποχές, αλλά δεν παύει να έχει ορισμένα προβλήματα που του στερούν μία υψηλότερη θέση στον τομέα των νοσταλγικών platforming εμπειριών.