Ωδή στη φιλία.
Υπό κανονικές συνθήκες το The Last Guardian θα έπρεπε να καταρρεύσει κάτω από το ίδιο το βάρος του. Δέκα χρόνια στην ανάπτυξη, απανωτές ακυρώσεις, προβλήματα, μεγάλη προσμονή από το κοινό, θεωρίες και εικασίες, δυσθεώρητες προσδοκίες. Πώς θα μπορούσε ένα προϊόν να αντεπεξέλθει στο μύθο που είχε χτίσει στο μυαλό του ο κόσμος; Πώς θα μπορούσε ο Fumito Ueda να προσφέρει ένα παιχνίδι εφάμιλλο των ICO και Shadow of the Colossus, όταν μάλιστα η Sony τον είχε σταματήσει στα μισά, και τον κάλεσε ξανά μερικά χρόνια μετά για να το ολοκληρώσει; Και όμως, ο Ueda και η ομάδα του τα κατάφεραν. Πήραν ένα παιχνίδι, που με μεγάλη ευκολία θα είχε τοποθετηθεί στο “πάνθεον” των vaporware, μαζί με το Half-Life 3, και κόντρα σε κάθε ρεύμα της εποχής, αντίθετα από την πορεία που ακολουθεί η βιομηχανία τα τελευταία χρόνια και χωρίς απολύτως κανένα συμβιβασμό, ολοκλήρωσαν το The Last Guardian, κλείνοντας με, ίσως, τον καλύτερο τρόπο την τριλογία αυτού του παράξενου κόσμου που γνωρίσαμε για πρώτη φορά με το ICO πίσω στην εποχή του PS2.
Και το ICO είναι το σημείο αναφοράς εδώ. Το The Last Guardian γέρνει ξεκάθαρα περισσότερο προς το adventure, χωρίς μάχη, ύφος του ICO, παρά στο πιο action μονοπάτι που ακολουθήθηκε στο Shadow of the Colossus. Και παρόλο που σε αυτό το κείμενο θα κάνουμε κάθε δυνατή προσπάθεια να μην αποκαλύψουμε ούτε ικμάδα σεναρίου και lore, αξίζει να πούμε ότι η ιστορία του αγοριού και του παράξενου υβρίδιου γρύπα, γάτας και σκύλου λαμβάνει χώρα σε εκείνον τον πανέμορφο, μοναχικό, sepia και πράσινο κόσμο που γνωρίσαμε στο ICO, όπου τεράστιες μεγαλιθικές κατασκευές δεσπόζουν πάνω από το κεφάλι μας, χωρίς να έχουν σημάδια τελειωμού, σαν να προσπαθούν να αγγίξουν τον ουρανό.
Μέσα σε αυτόν τον απομονωμένο από τους πάντες κόσμο, μέσα σε δαιδαλώδεις κατασκευές, που ώρες ώρες νομίζεις ότι θα γείρουν και θα σε καταπιούν, ξεκινά η ιστορία μας. Όπως και στο ICO, έτσι και εδώ πρωταγωνιστές είναι δύο μορφές, που όμως σταδιακά γίνονται μία. Ένα αγόρι, που ξυπνά χωρίς να θυμάται τίποτα και κείτεται δίπλα σε έναν θανάσιμα τραυματισμένο “δράκο”, τον οποίο το αγόρι ονομάζει “Trico”. Με την αγνότητα που χαρακτηρίζει την καρδιά ενός μικρού παιδιού, το αγόρι προσπαθεί να βοηθήσει το επικίνδυνο πλάσμα να ζήσει και μετά να φύγει και να βρει το δρόμο προς το χωριό του. Όμως, αφού βοηθά το Trico να σηκωθεί στα πόδια του, αρχίζει να δημιουργείται ο δεσμός. Το πλάσμα βλέπει στο αγόρι κάτι νέο, κάτι που δεν έχει ξαναδεί, και αρχίζει να το ακολουθεί. Και λίγες ώρες μετά, το δίδυμο γίνεται ένα, μια οντότητα δεμένη από την ανάγκη του ενός να παίρνει όσα μπορεί να του δώσει ο άλλος, αλλά και από κάτι πιο σημαντικό: τη φιλία.
Το The Last Guardian είναι ένα παιχνίδι που προσπαθεί να αναδείξει αυτή τη μορφή σχέσης. Η φιλία είναι ίσως από τις σημαντικότερες μορφές σχέσης στη ζωή των ανθρώπων, όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και μεταξύ ανθρώπων και ζώων. Και κατά την εκτίμησή μας, αυτό το παιχνίδι θα συγκινήσει σε τεράστιο βαθμό όσους είχαν την τύχη να αναπτύξουν στη ζωή τους μια στενή σχέση φιλίας με έναν σκύλο ή μια γάτα. Δεν μιλάμε για απλή σχέση “ανθρώπου με κατοικίδιο”, που τόσο της μόδας είναι τελευταία, αλλά για δεσμό πραγματικής φιλίας. Επαφή με ένα ζώο που μελαγχολεί και πέφτει σε κατάθλιψη όταν φεύγεις από το σπίτι και που σου δίνει την αίσθηση ότι θα έκανε τα πάντα για να βρεθεί δίπλα σου και να σε προστατεύσει. Το ίδιο και για τον άνθρωπο, που βλέπει το ζώο του ως μια παρέα μοναδική, που τον βοηθά να βελτιώσει τη ζωή του και βρίσκει γαλήνη κοντά του. Αυτό συμβαίνει με το αγόρι και το Trico, και να είστε βέβαιοι ότι μετά από 4-5 ώρες παιχνιδιού, το επίπεδο που θα έχει φτάσει αυτή η σχέση, θα σας συγκινήσει.
Αυτό το αποτέλεσμα κερδίζει πόντους από την εκπληκτική A.I. Του Trico. Αυτό το αυθύπαρκτο πλάσμα είναι ένα πραγματικό τεχνολογικό επίτευγμα, που από μόνο του στηρίζει το παιχνίδι. Μια αυθαίρετη σκέψη που κάναμε παίζοντας, ήταν ότι η τεχνολογία του PS3 ίσως να μην μπορούσε να στηρίξει τις ρουτίνες και τον ποικίλο τρόπο συμπεριφοράς του Trico, και για αυτό ίσως το παιχνίδι να μην προχώρησε ποτέ σε αυτήν την κονσόλα. Σωστό ή λάθος, το βέβαιο είναι ότι η Α.Ι. στο The Last Guardian είναι τόσο σημαντική, που είτε θα έσωζε το παιχνίδι είτε θα το “’εσπαγε”. Και όχι, τελικά δεν το έσπασε. Ακόμα και στις στιγμές που το Trico μαθαίνει να ακούει κάποιες βασικές εντολές μας, αλλά δεν ανταποκρίνεται αμέσως, δείχνουν αληθινές, δείχνουν όπως ακριβώς θα αντιδρούσε ένας σκύλος που δεν καταλαβαίνει απόλυτα πάντα αυτά που του λέμε και χρειάζεται περισσότερη εκπαίδευση. Τόσο οργανικά και ομαλά μπαίνει στην εξίσωση του gameplay αυτή η παράμετρος στο παιχνίδι, που φτάνοντας κοντά στο τέλος της περιπέτειας, καβαλώντας το Trico, είσαι τόσο βέβαιος για τον εαυτό σου και το “mount” σου, που σε πλημμυρίζουν συναισθήματα ικανοποίησης και υπερηφάνειας- μιλάμε για πράγματα που σπάνια βλέπεις σε παιχνίδια.
Ένα, λοιπόν, κομμάτι του gameplay είναι το δέσιμο του αγοριού με το Trico. Μέσω αυτής της σχέσης είτε ο δράκος από μόνος τους είτε κατόπιν εντολών μας, θα αναζητά τρόπο να πηδά από πύργο σε πύργο και να σέρνεται από σπηλιά σε σπηλιά, με σκοπό να βρεθεί ο δρόμος της διαφυγής από την “κοιλάδα”. Όμως, υπάρχει κάτι ακόμα. Όπως και στο ICO, όπου το αγόρι άφηνε το χέρι της Yorda για λίγη ώρα και προσπαθούσε να λύσει ορισμένους γρίφους (άνοιγμα μιας πόρτας, ενεργοποίηση ενός μηχανισμού κ.ο.κ.) έτσι και εδώ θα αφήνουμε το Trico πίσω μας -ακούγοντάς το πάντα να παραπονιέται- με σκοπό να λύσουμε ορισμένους περιβαλλοντικούς γρίφους, που θα ανοίξουν την τάδε πόρτα για να μπούμε στο επόμενο δωμάτιο.
Και πρέπει να πούμε ότι αυτή είναι και η βασική δομή του Last Guardian, αφού πρόκειται για ένα adventure παιχνίδι, στη δομή και το ύφος του ICO, με παρόμοιο “σύστημα μάχης” (είπαμε, θα προσπαθήσουμε να αποφύγουμε τα spoilers πάση θυσία), όπου απλά το αγόρι προσπαθεί απεγνωσμένα -ή με τη βοήθεια του Trico- να ξεφύγει από πλάσματα-πολεμιστές, που προσπαθούν να το απαγάγουν. Τα πράγματα δεν είναι όσο απλά ενδεχομένως ακούγονται και δεν περιορίζονται στα προαναφερθέντα, αφού υπάρχουν μηχανισμοί συνεργασίας, όπου τα εν λόγω πλάσματα αντιμετωπίζονται από το Trico και εμείς με τη σειρά μας πρέπει να το υποστηρίζουμε κατά τη μάχη, ενώ εντονότατο είναι το στοιχείο του platforming, που εδώ αποτελεί ένα κράμα των μηχανισμών που είδαμε στα ICO και Shadow of the Colossus.
Τώρα, ας δούμε πού εντοπίσαμε πρόβλημα με όλα αυτά. Ο μεγάλος πονοκέφαλος του παιχνιδιού και το σημείο που το “γονατίζει”, είναι η κάμερά του. Παίζοντας, μπορέσαμε να αντιληφθούμε και να κατανοήσουμε τις δυσκολίες που έχει στο σχεδιασμό του ένα τέτοιο παιχνίδι, αλλά η ουσία είναι ότι σε κλειστούς χώρους (στους οποίους περνάμε ένα αξιοσέβαστο διάστημα από την δεκάωρη περιπέτεια) η κάμερα τείνει να γίνεται ανυπόφορη και πραγματικά τραυματίζει την εμπειρία. Για την ακρίβεια, υπάρχουν στιγμές που η κάμερα δεν “ακούει” με τίποτα, με αποτέλεσμα να βλέπουμε μέσα στο σώμα του Trico, μαύρα σκοτάδια δηλαδή, και να μην μπορούμε με τίποτα να βρούμε τη σωστή γωνία που απαιτείται για να προχωρήσουμε, να κάνουμε ένα άλμα κ.λπ. Προσθέστε σε αυτό, το εντελώς old school platforming, με άτσαλο animation για το οποίο δεν είσαι ποτέ βέβαιος για το πού θα προσγειωθείς καθώς πηδάς από βράχο σε βράχο ή από αλυσίδα σε μπαλκόνι, και έχουμε ένα αποτέλεσμα τουλάχιστον αμφιλεγόμενο. Βέβαια, τα περισσότερα από αυτά τα προβλήματα συνηθίζονται και η ζημιά που γίνεται μπορεί να μειωθεί, μαθαίνοντας στο μέγιστο βαθμό τους μηχανισμούς patforming -με εξαίρεση την αφόρητη κάμερα.
Από εκεί και πέρα πρέπει να πούμε ότι το The Last Guardian είναι ένα δύσκολο παιχνίδι. Η λογική του είναι εντελώς παλιομοδότικη, χωρίς hints και prompts (πέρα από ελάχιστες περιπτώσεις), χωρίς κιτρινισμένα σημεία, που φωνάζουν “εδώ θα πιαστείς” και χωρίς στοιχεία για το πώς θα προχωρήσεις παρακάτω. Θα πρέπει να ψάξεις, να ελέγξεις το χώρο (όπως παλιά), να κοιτάξεις το Trico για να δεις πού έχει στραμμένο το βλέμμα του μήπως και σου δώσει κάποια βοήθεια, θα πρέπει να ιδρώσεις… Σε αντίθεση με τα προβλήματα της κάμερας, το κορυφαίο level design και το old school του πράγματος κάνουν το παιχνίδι να λάμπει και να προσφέρει μια εμπειρία μακριά από τα streamlined παιχνίδια του σήμερα, γεγονός που για εμάς μόνο θετικό είναι.
Τέλος, έχουμε την τεχνολογία απεικόνισης. Εντάξει, ναι, είναι παιχνίδι του PS3, που δέχτηκε τις όποιες βελτιώσεις μπορούσε να σηκώσει (φωτισμούς, βελτιωμένα textures) για να δείχνει πιο φρέσκο και πιο κοντά στο 2016. Η αλήθεια είναι ότι δεν το καταφέρνει πάντα, ενώ υπάρχουν στιγμές που βλέπουμε σημαντική διαφορά στην ποιότητα των γραφικών από σημείο σε σημείο (προφανώς αποτέλεσμα του τεράστιου κύκλου ανάπτυξης), όμως, το The Last Guardian είναι μοναδικό παιχνίδι. Τίποτα εκεί έξω δεν το πλησιάζει καν σε αισθητική και art direction. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι το πιο όμορφο παιχνίδι της αγοράς, το The Last Guardian έχει χαρακτήρα, έχει δική του ταυτότητα, έχει μοναδικότητα, και αυτό είναι που λείπει από τα σύγχρονα παιχνίδια. Ό,τι συμβαίνει στις δέκα ώρες της διάρκειάς του το έχουμε δει μόνο στα ICO και Shadow of the Colossus, η σχέση του αγοριού με το Trico δεν έχει προηγούμενο, και το θέμα που πραγματεύεται είναι ανθρώπινο, συγκινητικό και ρεαλιστικό περασμένο μέσα από το πρίσμα ενός φαντασιακού κόσμου.
Πού καταλήγουμε λοιπόν; Παραδόξως, εκτιμούμε ότι ο Ueda και η ομάδα του κατάφεραν έναν άθλο, παραδίδοντας ένα σχεδόν αριστουργηματικό παιχνίδι που για την κοινότητα ήταν, επί της ουσίας, “καμένο χαρτί”. Αν είστε έτοιμοι να παραβλέψετε την κακή κάμερα, θα βιώσετε περίπου δέκα ώρες (η διάρκεια του τίτλου είναι σχετική και έχει να κάνει με το πόσο γρήγορα θα βρίσκετε διέξοδο από τα dungeons και τα puzzles, όμως εκτιμούμε ότι δύσκολα μπορεί να πέσει κάτω από τις οκτώ στο πρώτο playthrough) ενός μοναδικού παιχνιδιού, χωρίς ταίρι σε αυτή τη γενιά. Και με την όμορφη γραφή, τον υπέροχο κόσμο του, την έντονη συγκινησιακή φόρτιση που μπορεί να προκαλέσει και το μοναδικό gameplay του, αυτό το πόνημα δεν αξίζει απλά και μόνο γιατί “επιτέλους κυκλοφόρησε”, αλλά γιατί, κόντρα σε κάθε νόρμα του σήμερα, είναι ικανό να μιλήσει στην καρδιά σας.