Noir horror ή, αλλιώς, Casablanca με Shining.
Πολύ δύσκολα μπορεί να βρει κανείς κάποια πρόσφατη μεγάλη παραγωγή που να έχει επιχειρήσει να αναπτύξει ένα ατμοσφαιρικό horror παιχνίδι. Ένα παιχνίδι, δηλαδή, όπου δε θα πετιούνται κατακαημένα ζόμπι με σκοπό να κατακρεουργηθούν από την καραμπίνα ή το μυδράλιο που έχουμε στα χέρια μας αλλά, αντιθέτως, ένα παιχνίδι που θα μοιάζει περισσότερο με το ύφος του Amnesia ή του πιο πρόσφατου Outlast. Η αλήθεια είναι ότι οι πραγματικές horror εμπειρίες, όπου ο παίκτης αισθάνεται ανίσχυρος, τείνουν να είναι είδος υπό εξαφάνιση. Πάνω σε αυτήν την έλλειψη έρχεται να πατήσει η ολιγομελής OSome Studio εκ Γαλλίας (απαρτίζεται από τρία βασικά στελέχη), καταφέρνοντας να προσφέρει αυτό που πιστεύουμε πως είναι το πρώτο horror παιχνίδι με noir στοιχεία που πιάνουμε στα χέρια μας.
“Noir” όνομα και πράγμα, καθώς είναι αυστηρά ασπρόμαυρο, έχει και την κλασσική αφήγηση των ταινιών του είδους, ενώ διαδραματίζεται στην ακριβώς κατάλληλη εποχή της δεκαετίας του 1930. Μία γρήγορη ματιά στις εικόνες του White Night αρκεί για να αντιληφθείτε ότι εδώ έχουμε κάτι διαφορετικό και πρωτότυπο σε εικαστικό επίπεδο. Ευτυχώς, όμως, η γαλλική ομάδα δεν αφέθηκε μόνο στο εικαστικό του θέματος, αλλά μοίρασε εξίσου όλο της το βάρος τόσο στο οπτικό επίπεδο όσο και στο περιεχόμενο. Το αποτέλεσμα είναι ένα παιχνίδι, του οποίου η μηχανή γραφικών, η αφήγηση και το gameplay συνδέονται άρρηκτα. Βέβαια, δεν έχουμε στα χέρια μας έναν αψεγάδιαστο τίτλο, όπως θα δείτε από την περαιτέρω ανάλυση, αλλά ως έχει αποτελεί μία ιδιαίτερα αξιόλογη πρώτη προσπάθεια σε ένα –σαφέστατα- απαιτητικό είδος.
Το White Night ξεκινάει μία σκοτεινή νύχτα σε έναν επαρχιακό αμερικάνικο δρόμο. Ο χαρακτήρας μας, ντυμένος ως ένας άλλος Humphrey Bogart από το Casablanca, είναι πίσω από το τιμόνι του αυτοκινήτου, οδηγώντας υπό τους ήχους ενός αργόσυρτου τζαζ κομματιού. Όμως η διαδρομή του δε θα διαρκέσει πολύ, καθώς θα ανακοπεί από την απότομη εμφάνιση μίας νεαρής γυναίκας στη μέση του δρόμου. Η προσπάθεια για την αποφυγή της, ως είθισται σε τέτοιες σκηνές, δε θα γίνει και με την καλύτερη δυνατή τεχνική, με αποτέλεσμα να φύγει με το αυτοκίνητο από το δρόμο. Σοκαρισμένος και τραυματισμένος από το χτύπημα, ο ανώνυμος χαρακτήρας μας, μη μπορώντας να βρει το σώμα της γυναίκας, θα προχωρήσει σε μία σκοτεινή έπαυλη, η οποία, όπως όλα μαρτυρούν, είναι εγκαταλειμμένη.
Σε αυτήν την έπαυλη ξετυλίγεται όλο το κουβάρι της υπόθεσης του White Night. Ο χαρακτήρας μας δεν είναι τίποτε άλλο από ένα άτυχο όχημα προς όφελος της δικής μας έρευνας για την ανατριχιαστική ιστορία που περιτριγυρίζει το εν λόγω οίκημα. Αναμφίβολα, ο περιορισμός του παιχνιδιού σε ένα και μόνο περιβάλλον θα ξυπνήσει ευχάριστες αναμνήσεις στους παλιότερους gamers, από εποχές Alone in the Dark και Resident Evil. Ο εγκλωβισμός του πρωταγωνιστή εντός της έπαυλης (οι πόρτες κλειδώνουν ανεξήγητα πίσω του), σε συνδυασμό με την παντελή απουσία άλλων ανθρώπων, δημιουργεί έντονα την αίσθηση της απομόνωσης και του τρόμου, ιδίως όταν θα έρθετε μπροστά στην πρώτη εχθρική οντότητα.
Η υπόθεση αναπτύσσεται οργανικά μέσα από έναν τεράστιο αριθμό εγγράφων, που βρίσκονται διάσπαρτα εντός του σπιτιού. Όπως σύντομα θα μάθετε, η έπαυλη άνηκε στην πάλαι ποτέ ισχυρή οικογένεια των Vesper, με την υπόθεση να επικεντρώνεται στην αυταρχική Margaret και στο γιο της, William, ο οποίος ήταν ο τελευταίος ιδιοκτήτης της έπαυλης. Εκτός από έγγραφα ημερολογίων, που έχουν γραφτεί από αυτούς τους δύο χαρακτήρες, θα βρείτε γραφόμενα από πολλούς άλλους χαρακτήρες, που συμβάλλουν με το δικό τους τρόπο στο χτίσιμο της ιστορίας. Ενδιαφέρον προκαλεί η χρήση της αμερικάνικης Μεγάλης Ύφεσης του 1929 ως φόντο της κεντρικής υπόθεσης. Συχνά πυκνά θα βρίσκετε αναφορές και άρθρα από εφημερίδες για την κατάπτωση του πληθυσμού σε αυτά τα χρόνια της οικονομικής εξαθλίωσης, λειτουργώντας ως ένας παραλληλισμός της ψυχικής πτώσης των Vesper, αλλά –φυσικά- και ως καθρέφτης της σημερινής πραγματικότητας.
Ως ένα άλλο Gone Home, λοιπόν, οι πληροφορίες που θα εντοπίζετε στο περιβάλλον, είτε έγγραφα είτε τα ίδια τα αντικείμενα του σπιτιού, σκιαγραφούν σταδιακά τη φρικιαστική ιστορία της έπαυλης. Η ποιότητα των κειμένων είναι πολύ καλή και φαίνεται ότι αποτελεί προϊόν έμπειρου συγγραφέα, πετυχαίνοντας αρκετά καλά τον στόχο του ψυχογραφήματος του κάθε αθέατου χαρακτήρα. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε πως εάν αποφασίσει κάποιος απλά να προσπερνάει τα κάθε λογής κείμενα, τότε θα χάσει το ήμισυ της ουσίας του White Night.
Μοναδική παραφωνία στην ιστορία του παιχνιδιού αποτελούν ορισμένες cutscenes –λίγες ευτυχώς- όπου ακούμε μονολόγους του πρωταγωνιστή. Δυστυχώς, το επίπεδο του ηθοποιού είναι μάλλον μέτριο, ενώ οι ατάκες του είναι φανερά επιτηδευμένες, στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν το κλασσικό noir ύφος αφήγησης. Το αποτέλεσμα είναι πως, όποτε ακούγεται η φωνή του, ζημιώνεται η ατμόσφαιρα του παιχνιδιού, καθώς, εκτός των άλλων, το άκουσμα της ανθρώπινης φωνής “σπάει”, έστω και για λίγο, το στοιχείο της απομόνωσης.
Εντούτοις, το κεντρικό σενάριο, που αφορά περισσότερα από 20 χρόνια ιστορίας της έπαυλης, κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον μέσα από την προβληματική και μυστηριώδη ζωή του οίκου των Vesper, αλλά και του ερωτικού μπλεξίματος του βενιαμίν της οικογένειας με μία νορβηγίδα τραγουδίστρια της τζαζ. Αν και οι υποψιασμένοι θα μαντέψουν το τηλεγραφημένο τέλος αρκετά πριν την κατάληξη, η ίδια η OSome δε φαίνεται να στόχευε σε κάτι το πραγματικά ανατρεπτικό. Αντιθέτως, η γαλλική εταιρία έβαλε τις δυνάμεις της στην ανάπτυξη ενδιαφέροντων χαρακτήρων, παρόλο που μπορεί να τους βλέπουμε αποκλειστικά μέσα από κείμενα και αραδιασμένες φωτογραφίες. Εμείς πάντως δεν απογοητευτήκαμε από το προβλέψιμο του σεναρίου, καθώς ο σκοπός του ήταν να χτίσει ένα άβολο και πραγματικά στοιχειωμένο περιβάλλον, στόχος που τον πετυχαίνει στο έπακρο.