Και μετά την τρίτη κινηματογραφική παραγωγή, ήρθε η ώρα να δοκιμάσουμε το tie-in της Activision.
Σχολή για προικισμένους νέους
Ένα από τα κλασικότερα franchises που πρόσφατα πέρασε και από τον κινηματογράφο, επιστρέφει στην αγορά των videogames για να δώσει στους καταναλωτές την ευκαιρία να πάρουν στα χέρια τους έναν από τους αγαπημένους τους μεταλλαγμένους ήρωες. Το X-Men 3: The Official Game αποτελεί την προσπάθεια της Activision να συνδέσει τα γεγονότα ανάμεσα στην δεύτερη και την τρίτη ταινία προσφέροντας ένα μείγμα δράσης με ελάχιστες δόσεις shooting. Το μεγάλο πρόβλημα είναι πάντως ότι, από την αρχή έως και το τέλος του παιχνιδιού, είναι εμφανές ότι η ομάδα παραγωγής πιέστηκε αφόρητα να παραδώσει τον τίτλο κοντά στην κυκλοφορία της ταινίας X-Men: The Last Stand για τους γνωστούς λόγους marketing. Οι βασικοί πρωταγωνιστές του X-Men: The Official Game είναι οι Wolverine, Iceman και Nightcrawler με τον τελευταίο να αποτελεί το μεγάλο ερωτηματικό αφού υπήρχαν σαφώς πιο αναγνωρίσιμοι ήρωες της Marvel που συμμετείχαν στην τελευταία κινηματογραφική ταινία και δεδομένου ότι ο Kurt δεν παρουσιάστηκε καν σε αυτήν.
Οι Hugh Jackman, Alan Cumming και Shawn Ashmore συμμετέχουν προσφέροντας την φωνή τους για τα ηχητικά εφέ του παιχνιδιού, ενώ σε αυτό τον τομέα προσέφερε τα μέγιστα και ο Patrick Stewart που συνεχίζει τις εντυπωσιακές του παρουσίες στα videogames (μόλις πριν από λίγο καιρό είχε ακουστεί και στο Oblivion της Bethesda) και μεταφέρει αυτούσια την φωνή του καθηγητή Charles Xavier. Η ιστορία ξεκινάει τοποθετώντας τους τρεις βασικούς ήρωες σε ένα επίπεδο training στο οποίο ο παίκτης έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπος με τον τρόπο χειρισμού και τα ελάχιστα ειδικά combos που προσφέρονται. Η δομή του storyline οδηγεί τον παίκτη στην αξιοποίηση ενός χαρακτήρα μέχρι να τελειώσει έναν συγκεκριμένο αριθμό αποστολών και αμέσως μετά του δίνεται η δυνατότητα να αλλάξει ήρωα για να τερματίσει εκ νέου το επίπεδο με κάποιον άλλο εκ των διαθεσίμων X-Men.
Η δομή του παιχνιδιού βάζει τον εκάστοτε ήρωα στο να αντιμετωπίζει μια σειρά αντιπάλων που προσπαθούν να του κλείσουν το δρόμο. Ο Wolverine (που παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο για άλλη μια φορά) χρησιμοποιώντας τις λεπίδες που έχει στα χέρια του μπορεί να εξοντώνει κάθε είδους αντίπαλο με ειδικές κινήσεις melee, την ώρα που ο Nightcrawler προσφέρει την δυνατότητα μιας ταχύτατης τηλεμεταφοράς. Με αυτό τον τρόπο, ο ήρωας μπορεί να μεταφέρεται αυτόματα σε διάφορα σημεία κάθε επιπέδου, τα οποία εξαρτώνται από την τρέχουσα θέση του και απεικονίζονται με μια μικρή μπλε φλόγα. Με το πάτημα ενός πλήκτρου ο Nightcrawler μεταφέρεται αυτόματα στο σημείο που δείχνει ο κέρσορας, ενώ με μεγάλη ευκολία μπορεί να χρησιμοποιήσει και ειδικές shadow κινήσεις που τον φέρνουν πίσω από την πλάτη των αντιπάλων, κάνοντας έτσι το έργο του πολύ πιο εύκολο.
Ο Iceman, τέλος, είναι και ο χαρακτήρας που προσφέρει το κάτι διαφορετικό αφού πέραν του να εξοντώνει τους ιπτάμενους αντιπάλους, μπορεί να χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του για να σβήνει φωτιές, να παγώνει αντιπάλους και να κινείται στον αέρα για να συλλέγει power-ups. Η ποικιλία των αντιπάλων είναι απίστευτα μικρή με το μεγαλύτερο μέρος της να αποτελείται από στρατιώτες οπλισμένους με όπλα και ηλεκτρικά ραβδιά, ενώ ελάχιστες φορές θα εντοπίσετε και κάποιους μεταλλαγμένους από τη γνωστή Αδελφότητα του διαβολικού Μαγκνέτο. Από την άλλη, η δράση εξελίσσεται κυρίως σε επίπεδο μαχών σώμα με σώμα, ενώ σε αρκετά σημεία θα σας δοθεί η εντολή να ανοίξετε κάποια πόρτα, χρησιμοποιώντας έναν μοχλό ή ένα panel το οποίο θα πρέπει να ενεργοποιηθεί.
Οι μάχες είναι ακριβώς ίδιες από την αρχή ως και το τέλος με ελάχιστες δυνατότητες combos και αντιπάλους με χαμηλή τεχνητή νοημοσυνη. Η έλλειψη κινήσεων φαίνεται σε πολλά σημεία με τον χαρακτήρα να αναγκάζεται απλά να τρέχει για αρκετά μέτρα, αφού δεν είναι σε θέση να κάνει κάτι πιο αποτελεσματικό. Ο παράδοξος τρόπος εκτέλεσης των combos δε, ίσως αναγκάσει ορισμένους φίλους της σειράς σε ένα ανελέητο και μονότονο πάτημα των κουμπιών επίθεσης. Οπτικά ο τίτλος κινείται σε αρκετά μέτρια επίπεδα με το animation να είναι το μοναδικό σημείο αντάξιο του ονόματος της σειράς. Ο σχεδιασμός κάθε πίστας κινείται σε πολύ χαμηλό επίπεδο χωρίς να αποφεύγει τα κλισέ και αναμφισβήτητα χωρίς να δίνει τον απαραίτητο χώρο για να κινηθεί ο παίκτης. Η μεγαλύτερη απογοήτευση έρχεται από τα ειδικά sequences που αποτελούν την γέφυρα ανάμεσα στα επίπεδα και παρουσιάζουν τα στοιχεία της ιστορίας μέσα από διαλόγους που διεξάγονται ανάμεσα στους ήρωες.
Η παντελής έλλειψη χρονικού περιθωρίου δεν επέτρεψε στους δημιουργούς να χρησιμοποιήσουν ένα αξιοπρεπές animation, αλλά ούτε και να επιλέξουν μια σωστή αφηγηματική μορφή που θα παρέπεμπε στο ξεφυλλίσμα ενός βιβλίου κόμικ. Το αποτέλεσμα; Μέσα από ακίνητες εικόνες, χαρακτήρες εμφανίζονται και εξαφανίζονται και οι υπότιτλοι είναι το μοναδικό «ζωντανό» στοιχείο που παρελαύνει από την οθόνη. Ο ήχος κινείται κι αυτός σε πολύ μέτρια επίπεδα με τα voice-overs να είναι τα μοναδικά που ξεχωρίζουν. Τα εφέ των επιπέδων είναι φτωχά και επαναλαμβανόμενα, ενώ και ο χειρισμός παρουσιάζει αρκετά προβλήματα κυρίως λόγω της έλλειψης ποικιλίας κινήσεων.
Η κάμερα ακολουθεί τον χαρακτήρα πίσω από την πλάτη του και σε αρκετές περιπτώσεις ο παίκτης θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσει τον δεξί αναλογικό μοχλό στο χειριστήριό του για να επαναφέρει την κάμερα στην καλύτερη δυνατή θέση και να βελτιώσει την κατάσταση. Παρόλα αυτά, η αυτόματη λήψη που κάνει η κάμερα, πολλές φορές θα θυμίσει φαινόμενα Resident Evil και θα δυσκολέψει ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Αν και το νέο παιχνίδι της Acivision κυκλοφορεί σε κάθε πλατφόρμα που μπορείτε να φέρετε στο μυαλό σας (PS2, Xbox, DS, GC, Xbox 360 κ.λπ), αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε δύο εξ αυτών, επιλέγοντας τις εκδόσεις PlayStation 2 και Xbox 360, ούτως ώστε να έχουμε μια σφαιρική άποψη και μια ιδέα για το πώς στέκεται το παιχνίδι στην πρώτη κονσόλα νέας γενιάς και στη δημοφιλέστερη της προηγούμενης.
Η αλήθεια είναι ότι σε κάθε περίπτωση το X-Men 3: The Official Game δεν κάνει την υπέρβαση και απλά κινείται σε μια σταθερή, σίγουρη γραμμή. Στην έκδοση PlayStation 2 η κατάσταση δεν ήταν και τόσο καλή για τον τίτλο της Acivision, με γραφικά πολύ χαμηλής ανάλυσης, σημαντικά προβλήματα στο animation και υφές που φέρνουν στο μυαλό τίτλο προηγούμενων ετών. Αντιθέτως, η έκδοση Xbox 360 -και θεωρώντας ως δεδομένο ότι την απολαμβάνουμε σε δέκτη που υποστηρίζει ανάλυση 720p- δεν αφήνει κανένα περιθώριο σύγκρισης. Τα γραφικά υψηλής ανάλυσης βοηθούν σημαντικά στη βελτίωση του συνόλου, το aliasing της έκδοσης PlayStation 2 έχει εξαφανιστεί, τα μοντέλα των χαρακτήρων είναι σαφώς πιο λεπτομερή και με πιο «γλυκό» animation. Επίσης, η επιπλέον υπολογιστική ισχύς του Xbox 360 δικαιώνει την ύπαρξη της περιβόητης μηχανής φυσικής Havoc, η οποία αποδίδει ικανοποιητικά τα ragdoll physics και τις καταστροφές των στοιχείων του περιβάλλοντος.
Ατυχώς, για μια ακόμη φορά η Activision δεν εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το τόσο δυνατό κινηματογραφικό franchise των X-Men που έχει υπό την κατοχή της (σε αντίθεση με το αντίστοιχο του Spider-man, το οποίο προσέχει ως κόρη οφθαλμού), κάτι που ευτυχώς δε συμβαίνει με τα πολύ καλά RPGs της σειράς X-Men Legends. Κατανοούμε ότι όταν δημιουργείς ένα movie tie-in ο χρόνος είναι ο χειρότερος εχθρός του developer και το να καταφέρεις να δημιουργήσεις ένα παιχνίδι όπως το φαντάζεσαι όταν «πρέπει» να κυκλοφορήσει κοντά στην προβολή της ταινίας είναι τρομερά δύσκολο, όμως τα παραπάνω δεν δικαιολογούν το μέτριο τελικό αποτέλεσμα. Ελπίζουμε για μια βελτίωση της σειράς στο μέλλον και για την εμφάνιση ενός παιχνιδιού (το επερχόμενο Marvel Ultimate Alliance ίσως;), το οποίο θα δικαιώνει την τεράστια φήμη των θρυλικών μεταλλαγμένων. Ως τότε, το X-Men: The Official Game μπορεί να προταθεί μόνο σε φανατικούς των ηρώων της Marvel.
Δείτε ένα video (Quicktime 12MB) του X-Men 3: The Official Game πατώντας εδώ
Widescreen Ναι
Progressive Scan 480p/ 720p/ 1080i (μόνο στην έκδοση Xbox 360)
PAL 60 Hz Ναι (μόνο στην έκδοση Xbox 360)
PEGI 12+
Ήχος Stereo/ Dolby Surround Pro Logic II/ Dolby Digital 5.1 (μόνο στην έκδοση Xbox 360)