Η πιο πρόσφατη προσπάθεια του Itagaki συνοδεύεται από επιτυχία, αλλά και έντονο συναίσθημα deja vu
Η πιο πρόσφατη προσπάθεια του Itagaki συνοδεύεται από επιτυχία, αλλά και έντονο συναίσθημα Déjà vu
Μήπως το αρχικό Ninja Gaiden ήταν μπροστά από την εποχή του; Αυτή είναι μια πολύ σημαντική ερώτηση που, αν απαντηθεί, θα βοηθήσει στο να οριστεί ευκολότερα η ποιότητα της συνέχειας που μόλις κυκλοφόρησε για το Xbox 360. Το βέβαιο είναι ότι η πρώτη περιπέτεια του Ryu Hayabusa στις τρεις διαστάσεις αγαπήθηκε από το κοινό κυρίως για την εκπληκτική ποιότητα των γραφικών του, αλλά και για το εξαιρετικό του gameplay. Όμως, εδώ προκύπτει ένα ακόμα σημαντικό ερώτημα; Πόσοι κατάφεραν τελικά να ολοκληρώσουν το αρχικό Ninja Gaiden; «Μάλλον λίγοι και εκλεκτοί» είναι η δική μας εκτίμηση. Το Ninja Gaiden μπορεί να αγαπήθηκε και να διέγραψε μια πολύ καλή εμπορική πορεία, αλλά το βέβαιο είναι ότι λίγοι είναι εκείνοι που είδαν όλα όσα χώρεσε σε εκείνο το δισκάκι ο Tomonobu Itagaki. Και αυτό ο διάσημος δημιουργός είναι κάτι που το γνωρίζει καλά, αλλά για το οποίο δεν μετάνιωσε ποτέ. Είναι γνωστό ότι ο Itagaki αρέσκεται στο να «τυραννάει» τους παίκτες (μια δοκιμή με το Dead or Alive 4 θα σας πείσει), ωστόσο, στην «casual» εποχή που διανύουμε, όπου οι εταιρείες προσπαθούν να προσελκύσουν όλο και περισσότερους παίκτες, ένα παιχνίδι σαν το Ninja Gaiden φαντάζει εκτός πραγματικότητας.
Αυτός ο πρόλογος με τις δύο -κατ’ εμάς- σημαντικές παραμέτρους (το αν δηλαδή το πρώτο NG ήταν μπροστά από την εποχή του και ο υψηλός βαθμός δυσκολίας του) έχει σημασία, γιατί μέσα από αυτές τις παραμέτρους οδηγούμαστε στο Ninja Gaiden II και στις όποιες -ουσιαστικές και όχι επιδερμικές- αλλαγές έχουν γίνει στην άκρως αναμενόμενη συνέχεια των περιπετειών του Ryu Hayabusa.
Από τη μια το Ninja Gaiden II δείχνει να διατηρεί αυτούσιο τον χαρακτήρα του και τα πρώτα λεπτά παρέας με το Ryu δεν προδίδουν αυτό που θα ακολουθήσει. Ο πρωταγωνιστής συνεχίζει να κινείται αστραπιαία, οι αντίπαλοι συνεχίζουν να είναι βάναυσοι, η πληθωρική θηλυκή συμπρωταγωνίστρια κυριολεκτικά δεν χωρά στο δερμάτινο συνολάκι της και το αίμα τρέχει ποτάμι. Ακόμα και η ιστορία δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει και σίγουρα δεν θέτει υποψηφιότητα για βραβείο. Ο Itagaki δείχνει να ασπάζεται την αξίωση που θέλει «να μετρά το ταξίδι και όχι ο προορισμός» και δεν σπατάλησε το χρόνο του φτιάχνοντας ένα hack ‘n’ slash «Final Fantasy». Ενδεικτικά, θα αναφέρουμε ότι μια νέα μορφή στο σύμπαν NG -ονόματι Sonia- η οποία εργάζεται για τη CIA, αναζητά τον Ryu ούτως ώστε να μάθει πληροφορίες για την Black Spider σέκτα των νίντζα.
Όπως προκύπτει στη συνέχεια, η εν λόγω σέκτα σκοπεύει να αναστήσει τον Archfiend, έναν αρχαίο δαίμονα που πριν χιλιετίες πολέμησε με τους δράκους και έχασε. Ως κληρονόμος των αρχαίων δράκων, η σέκτα των Hayabusa έχει το βάρος της φύλαξης ενός αγαλματιδίου, το οποίο εγγυάται πως ο Archfiend θα μείνει για πάντα κλεισμένος στο υπόγειο κελί του. Όμως, το αγαλματίδιο χάνεται και ο Ryu ξεκινά μια διαδρομή που θα τον φέρει αντιμέτωπο με τους νίντζα της σέκτας Black Spider, αλλά και με τα ανίερα πλάσματα που συνοδεύουν τον αρχιδαίμονα.
Μπορεί λοιπόν το σενάριο του Ninja Gaiden II να κινείται σε συνηθισμένα πλαίσια, αλλά λίγη ώρα μέσα στην περιπέτεια αποδεικνύει ότι σε αυτό το παιχνίδι έχουν γίνει ορισμένες σημαντικές αλλαγές. Και αφού διανύσουμε ορισμένα λεπτά κινηματογραφικών σκηνών, όπου στήνεται το σκηνικό της περιπέτειας που θα ζήσουμε, αρχίζουν οι μάχες που προδίδουν ότι ο Itagaki…ενέδωσε στις παρακλήσεις του κοινού. Όχι βέβαια, το Ninja Gaiden II δεν είναι ένα εύκολο παιχνίδι. Αντιθέτως, το σύνολο του συστήματος μάχης παραμένει όσο «hardcore» και βαθύ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το αντίστοιχο του αρχικού τίτλου (για την ακρίβεια, εδώ ίσως έχουμε να κάνουμε με το πληρέστερο και πιο πολύπλοκο σύστημα μάχης της αγοράς). Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι ο βαθμός δυσκολίας έχει σαφώς περιοριστεί και αυτό προκύπτει αφενός από τη διαθέσιμη επιλογή με το όνομα «Path of the Acolyte», αφετέρου από τον τρόπο που διεξάγονται οι μάχες.
Στο έτερο επίπεδο δυσκολίας, το «Path of the Warrior», τα πάντα κυμαίνονται στο γνωστό, Ninja Gaiden, πλαίσιο. Οι εχθροί κινούνται ως αυτόνομες οντότητες ορμούν προς τον Ryu κατά ομάδες, απαιτούν περισσότερα χτυπήματα για να ηττηθούν και προσπαθούν να μας εξοντώσουν ακόμα και αν τους έχει απομείνει…ένα χέρι και ένα πόδι. Εδώ είναι που θα πρέπει να δοκιμάσουν την τύχη τους όσοι ολοκλήρωσαν ξανά και ξανά το αρχικό Ninja Gaiden και αναζητούν την υψηλότερη δυνατή πρόκληση από ένα παιχνίδι. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι παίζοντας στο βαθμό Acolyte το Ninja Gaiden II θα κάνει τη ζωή του παίκτη πολύ ευκολότερη. Οι διαφορές μεταξύ Acolyte και Warrior είναι μεν σημαντικές, αλλά όχι τόσο ώστε να καταστήσουν τη νέα δημιουργία του Itagaki ιδανική για περιστασιακούς παίκτες.
Οι εκπληκτικές χορογραφίες του τίτλου, οι οποίες προκύπτουν από τα συνεχόμενα combos και την άριστη χρήση του block που διαθέτει ο Ryu, συνεχίζουν να αποτελούν το Α και το Ω του τίτλου και συνεχίζουν να προσφέρουν τρομερή ικανοποίηση σε όποιον τις τιθασεύσει. Και εδώ είναι το σημείο όπου το NG II ξεχωρίζει από τον ανταγωνισμό: Αν ο παίκτης καταφέρει να κάνει το σύστημα μάχης κτήμα του, αντιληφθεί το σχέδιο στο οποίο βασίζονται οι κινήσεις απλών εχθρών και bosses και εντρυφήσει στα μυστικά της άμυνας, τότε η εμπειρία που θα του προσφέρει είναι μοναδική. Αν όχι, τα χειριστήρια θα εκτοξεύονται προς τον τοίχο και οι βωμολοχίες προς την πλευρά της…Ιαπωνίας. Περιττό να αναφέρουμε ότι το «button mashing» (βλ. τυχαίο πάτημα κουμπιών) δεν έχει καμία θέση σε αυτό το παιχνίδι…
Κλείνοντας με το σύστημα μάχης και τον περιβόητο βαθμό δυσκολίας του franchise, οφείλουμε να αναφέρουμε τον αναβαθμισμένο οπλισμό, που έχει στη διάθεσή του ο Ryu, οπλισμό που έρχεται υπό τη μορφή σπαθιών, δόρατος, νυχιών, Tonfa (ξύλινων ροπάλων) και ενός γιγάντιου δρεπανιού με το όνομα Eclipse Scythe, το οποίο αλλάζει άρδην τα δεδομένα των μαχών. Επίσης, το παιχνίδι συνεχίζει να κάνει χρήση ranged όπλων για επιθέσεις από απόσταση, αλλά και ειδικών ξορκιών επίθεσης, τα οποία όμως σπάνια χρησιμοποιούνται λόγω της δυσεύρετης Red Essence που τα ενεργοποιεί. Τέλος, η σημαντικότερη προσθήκη στο σύστημα μάχης έρχεται υπό τη μορφή των Obliteration moves, κινήσεων με άψογη κινηματογράφηση, περίσσια…ποζεριά και έντονη βία, οι οποίες δείχνουν τον Ryu να τεμαχίζει τους αντιπάλους του με τον πλέον βάναυσο τρόπο.
{PAGE_BREAK}
Και ενώ το μισό τμήμα του Ninja Gaiden II -αυτό του συστήματος μάχης- διαπρέπει και προσφέρει μια εμπειρία κορυφαία και εφάμιλλη με αυτήν του πρώτου τίτλου, την εμφάνισή τους αρχίζουν να κάνουν τα πρώτα σημαντικά σφάλματα που μειώνουν την αξία του. Αυτά τα προβλήματα θα μπορούσαν με ευκολία να χρεωθούν στη «δυσκολία» του τίτλου, ωστόσο, είναι προφανές ότι πρόκειται για προγραμματιστικά σφάλματα και ατυχείς σχεδιαστικές επιλογές, παρά για εκούσιες αποφάσεις της Team Ninja. Ως πρώτο και κύριο πρόβλημα του Ninja Gaiden II κρίνουμε την επιεικώς απαράδεκτη κάμερα που έχει χρησιμοποιηθεί, μια κάμερα που τοποθετήθηκε κοντά στη δράση, στοχεύοντας στο «θεαθήναι» και στον εντυπωσιασμό του παίκτη.
Και ενώ ο εντυπωσιασμός έρχεται, η ουσία -που δεν είναι άλλη από τη σωστή παρακολούθηση των τεκταινόμενων- πάει περίπατο. Εχθροί εμφανίζονται από το πουθενά και μας σφυροκοπούν αλύπητα, τοίχοι και άλλα στοιχεία του περιβάλλοντος μπαίνουν συνεχώς μπροστά στο πεδίο της δράσης, ενώ οι γωνίες λήψης που παίρνει η κάμερα σε πολλές μάχες είναι οι εντελώς αντίθετες από αυτές που θα βοηθούσαν στο να έχουμε την καλύτερη δυνατή άποψη του χώρου. Πραγματικά, υπήρξαν στιγμές που το Ninja Gaiden II μάς οδήγησε στα πρόθυρα νευρικής κρίσης με τα τερτίπια της κάμερας και τις συνεχείς ήττες, που οδηγούσε η αδυναμία της στο να προβάλει σωστά τη δράση.
Μπορεί ο δεξιός μοχλός να επιτρέπει τη διόρθωσή της και το πάτημα ενός κουμπιού να τη φέρνει άμεσα στην πλάτη του Ryu, όμως, ας μην ξεχνάμε ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα Ninja Gaiden, ένα παιχνίδι που απαιτεί απόλυτη αυτοσυγκέντρωση, γρήγορα αντανακλαστικά και αστραπιαίες αντιδράσεις. Ο χρόνος για διόρθωση της κάμερας εδώ θεωρείται μια πολυτέλεια που o παίκτης δεν έχει. Και μάλλον εδώ βρίσκεται το σημείο όπου το Ninja Gaiden θα απογοητεύσει τους θιασώτες της σειράς. Στο πρώτο παιχνίδι υπήρχαν τα λεγόμενα «spikes» (απότομες αυξήσεις της δυσκολίας) και εκούσια δυσκολία, την οποία μπορούσες να αντιμετωπίσεις μόνο αν εξελισσόσουν σε…πραγματικό νιντζα.
Αν έχανες μια μάχη στο NG, τότε ήξερες ότι κάτι δεν έπραττες σωστά και ότι έπρεπε να δοκιμάσεις ξανά και ξανά μέχρι να τελειοποιηθείς. Αντιθέτως, στο NGII πολλές φορές δίνεται η αίσθηση πως ό,τι και να κάνεις, δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσεις. Το παιχνίδι μοιάζει να «κλέβει» και να χρησιμοποιεί ύπουλες τακτικές μόνο και μόνο για να αυξηθεί ο βαθμός δυσκολίας και όχι για να προσφέρει ισορροπημένη πρόκληση. Αυτά τα σημεία τα χρεώνουμε, χωρίς δεύτερη σκέψη, ως σφάλματα στον αγαπητό Itagaki. Επιπροσθέτως, με την προσθήκη ενός συστήματος επαναφοράς της υγείας μετά από κάθε μάχη ο Ryu δείχνει να έχει γίνει ανθεκτικότερος, ωστόσο, ορισμένες ακόμα επιλογές του δημιουργού δεν δείχνουν να αλλάζουν αισθητά το τελικό αποτέλεσμα.
Για παράδειγμα, αυτή η επαναφορά της υγείας γίνεται μόνο μεταξύ των μαχών και όχι όσο αντιμετωπίζουμε τους αντιπάλους μας. Όμως, κάθε χτύπημα που δεχόμαστε γεμίζει τη μπάρα υγείας με κόκκινο χρώμα, το οποίο μειώνει το συνολικό μήκος της μπάρας. Εν ολίγοις, μπορεί η υγεία του Ryu να επανέρχεται στα φυσιολογικά επίπεδα, αλλά με αυτές τις συνεχείς μειώσεις μπορεί να φτάσουμε στο τέλος ενός επιπέδου και να κληθούμε να αντιμετωπίσουμε ένα boss έχοντας στη διάθεσή μας μόνο το ένα δέκατο από το αρχικό μήκος της μπάρας.
Έχοντας ξεκινήσει να μιλάμε για τα προβλήματα του Ninja Gaiden II, αναπόφευκτα φτάνουμε και στον τομέα των γραφικών. Αν και η Team Ninja δήλωνε συνεχώς ότι στο δεύτερο επεισόδιο θα ανανέωνε ολοκληρωτικά τη μηχανή του αρχικού τίτλου και θα προσέφερε μια πραγματική «new-gen» εμπειρία, το αποτέλεσμα δεν δικαιώνει αυτές τις αξιώσεις της. Αναφέραμε στην αρχή ότι το Ninja Gaiden ήταν μάλλον μπροστά από την εποχή του και τα γραφικά του δευτέρου μέρους μάλλον το αποδεικνύουν. Μπορεί σε ό,τι αφορά την κινηματογράφηση το πόνημα του Itagaki να αφήνει τον ανταγωνισμό χιλιόμετρα πίσω, αλλά αυτό δεν είναι πάντα σε θέση να κρύψει την ηλικία της 3D μηχανής του. Τα μοντέλα των χαρακτήρων λίγο διαφέρουν από τα αντίστοιχα του αρχικού παιχνιδιού, υφές δείχνουν να λείπουν από πολλά στοιχεία του περιβάλλοντος, το frame rate κάνει συχνές και…βαθιές βουτιές και πολλά επίπεδα (όπως οι σπηλιές της Βενετίας) και επαναλαμβάνονται, αλλά και δεν προσφέρουν κάτι το ιδιαίτερο στο μάτι.
Από την άλλη, εκρηκτική είναι η λεπτομέρεια σε ό,τι αφορά το διαμελισμό των αντιπάλων, ορισμένα bosses είναι από τα πλέον εντυπωσιακά που έχουμε δει μέχρι σήμερα, ενώ το κλασικό χαρακτηριστικό της σειράς -που δεν είναι άλλο από την φρενήρη ταχύτητα- δηλώνει και εδώ «παρών». Ωστόσο, το Ninja Gaiden II δεν δείχνει ότι «τρέχει» σε ένα σύστημα ηλικίας περίπου 2,5 ετών, το οποίο οι προγραμματιστές έχουν μάθει καλά και πολλές φορές το ωθούν στα όριά του.
Αν και ήταν αναμενόμενο, μετά από ώρες παρέα με τον Ryu στη νέα του περιπέτεια διαπιστώσαμε ότι λίγα πράγματα έχουν αλλάξει από το 2004 και την πρώτη 3D περιπέτεια του διάσημου νίντζα. Οι ανανεώσεις στο Ninja Gaiden II είναι ελάχιστες και το τελικό αποτέλεσμα τελικά προδίδει, όχι ότι η νέα δημιουργία του Itagaki είναι κακή -κάθε άλλο- αλλά ότι το αρχικό Ninja Gaiden μάλλον ήταν μπροστά από την εποχή του. Το sequel είναι εντυπωσιακό, απολαυστικό, φρενήρες και θα αφήσει απολύτως ικανοποιημένους τους φίλους της σειράς, αλλά σίγουρα δεν πρόκειται να αφήσει ιστορία όπως συνέβη με τον προκάτοχό του.
Γιώργος Καλλίφας
Ανάλυση 480i/ 720p/ 1080i/ 1080p
Ήχος Stereo/ Surround/ Dolby Digital 5.1
PEGI 18+