Αξιομνημόνευτοι χαρακτήρες, μοναδική αλληλεπίδραση και ήχος που μας μεταφέρει στον πανικό του πολέμου
Αξιομνημόνευτοι χαρακτήρες, μοναδική αλληλεπίδραση και ήχος που μας μεταφέρει στον πανικό του πολέμου
Oι τίτλοι Battlefield της EA αποτελούν μία καταξιωμένη σειρά, προσφέροντας υψηλής ποιότητας multiplayer εμπειρία χάρη στις μεγάλης κλίμακας μάχες αλλά και το βάθος του gameplay. Ωστόσο, παρά το πολύ καλό online κομμάτι των τίτλων, είναι γεγονός πως όσον αφορά στο single player υστερούσαν σημαντικά, καθώς αυτό που ουσιαστικά προσέφεραν ήταν συγκρούσεις με αντίπαλα bots, δίνοντάς μας τελικά την εντύπωση πως ασχολούμαστε περισσότερο με arcade παιχνίδια βολών παρά αληθοφανή πεδία μάχης. Αυτό το κενό -σίγουρα σημαντικό για μία μεγάλη μερίδα παικτών- έρχεται να συμπληρώσει η σουηδική DICE (υπεύθυνη για τη σειρά Battlefield -μεταξύ άλλων). Με το Battlefield Bad Company καταφέρνει να μας προσφέρει μία single player περιπέτεια, η οποία όχι μόνο δεν δημιουργεί την εντύπωση ότι έχει εισαχθεί απλά σαν ένα συνοδευτικό mode για το multiplayer αλλά αντίθετα είναι ικανή να στηρίξει τον τίτλο από μόνη της.
Η ιστορία μάς μεταφέρει στη φανταστική χώρα του Serdaristan, όπου μαίνεται πόλεμος μεταξύ Αμερικανών και Ρώσων. Ο λόγος της διαμάχης μεταξύ των δύο χωρών δε γίνεται ποτέ σαφής, ωστόσο η αλήθεια είναι πως ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται το σενάριο δύσκολα θα προκαλέσει το ερώτημα της αιτίας του πολέμου στον παίκτη, καθώς εξαρχής φαίνεται πως η υπόθεση στρέφεται στις προσωπικές επιδιώξεις των τεσσάρων πρωταγωνιστών του τίτλου. Οι τελευταίοι βρίσκονται στις τάξεις της αποκαλούμενης Bad Company, ενός λόχου δηλαδή, όπου παρουσιάζονται ουσιαστικά οι στρατιώτες που έχουν υποπέσει σε σοβαρά σφάλματα, στους οποίους ανατίθενται, πλέον, οι πιο επικίνδυνες αποστολές, με τον εν λόγω λόχο μάλιστα να έχει το μεγαλύτερο ποσοστό θνησιμότητας του στρατού.
Οι τέσσερις κεντρικοί χαρακτήρες καταφέρνουν να αποτελούν ένα από τα θετικότερα στοιχεία του τίτλου καθώς οι προσωπικότητές τους είναι μοναδικές και σίγουρα ιδιαίτερα ξεχωριστές –σε σχέση με τις απρόσωπες και άκρως πιο δραματικές που έχουμε συνηθίσει σε παρόμοια παιχνίδια που εκτυλίσσονται σε πολέμους. Ακόμα και ο Preston Marlowe, ο χαρακτήρας που χειριζόμαστε και είναι η νέα προσθήκη στις τάξεις της Bad Company, δεν αποτελεί ακόμα έναν «άφωνο» στρατιώτη αλλά αντίθετα έχει τη δική του προσωπικότητα, αποτελώντας ταυτόχρονα το πιο «νορμάλ» άτομο σε σχέση με τους υπόλοιπους τρεις. Ωστόσο, μεταξύ των τεσσάρων αυτοί που «κλέβουν» την παράσταση είναι ο διανοούμενος Sweetwater και ο Haggard, ένας φανατικός οπαδός των εκρηκτικών υλών και αρκετά… ασταθής χαρακτήρας.
Συχνά θα βλέπουμε τους δύο τους να μπλέκονται σε κωμικές συζητήσεις και ακραίες ιδέες, εκνευρίζοντας συνήθως τον Samuel Redford (ή Sarge), τον τέταρτο χαρακτήρα της ομάδας, ο οποίος είναι και ο επικεφαλής των τεσσάρων, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι καταφέρνει να επιβάλλει επιτυχημένα τις διαταγές του στους υπόλοιπους, κυρίως στον Haggard. Ήδη από την πρώτη αποστολή θα γίνει εμφανής η τροπή που θα πάρει η ιστορία. Στο τέλος μίας ακόμα διαμάχης με τον ρώσικο στρατό, με τους τέσσερις να αποτελούν για άλλη μία φορά τους στρατιώτες που θα σταλούν στην πρώτη γραμμή ως οι πλέον αναλώσιμες μονάδες, θα βρεθούν αντιμέτωποι με έναν καινούριο εχθρό, αποτελούμενος από την καλύτερη μισθοφορική δύναμη ονόματι Legionnaire.
Σύντομα θα διαπιστώσουν, χάρη και στις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις του Sweetwater, ότι η πληρωμή των μισθοφόρων γίνεται σε ράβδους χρυσού, κάτι το οποίο θα θέσει σύντομα νέους στόχους στην ομάδα, οδηγώντας τους στην εκούσια αποχώρησή τους από τον αμερικάνικο στρατό και στο κυνήγι του πλούτου. Σίγουρα όχι και ο πιο… ευγενής στόχος που έχουμε δει σε τέτοιου ύφους παιχνίδι. Το ευχάριστο είναι πως το χιούμορ που διακατέχει τον τίτλο δεν αντικαθίσταται ποτέ από οποιαδήποτε προσπάθεια προβολής δραματικών στοιχείων, ενώ ακόμα και αν φανεί αρχικά ότι η ιστορία τείνει να πάρει τέτοια τροπή, όλο και κάτι θα συμβεί ώστε να επανέρθει γρήγορα στους εύθυμους ρυθμούς, χωρίς να χάνει ποτέ το ύφος της. Χάρη στους καλογραμμένους και έξυπνους διαλόγους, οι οποίοι ακούγονται πολύ συχνά κατά τη διάρκεια των αποστολών κυρίως μεταξύ των Haggard και Sweetwater, το σενάριο του τίτλου καταφέρνει να πλαισιώνει άψογα την περιπέτειά μας, οδηγώντας τελικά σε ένα ικανοποιητικό φινάλε.
Δυστυχώς -παρά το γεγονός πως σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του campaign βρισκόμαστε μαζί με τα υπόλοιπα τρία μέλη της ομάδας- δύσκολα γίνεται αισθητή η παρουσία τους, καθώς συνήθως βρίσκονται πίσω μας ενώ η συχνότητα με την οποία πυροβολούν είναι ιδιαίτερα μικρή. Εκτός αυτού, οι εχθροί είναι σαφές πως έχουν προτίμηση στο χαρακτήρα μας καθώς τα πυρά τους, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, συγκεντρώνονται επάνω μας ανεξάρτητα από το γεγονός ότι μπορεί να βρισκόμαστε πιο μακριά από αυτούς από ότι οι συμπολεμιστές μας.
Γενικότερα η τεχνητή νοημοσύνη των εχθρών είναι αρκετά μέτρια. Μπορεί να τους βλέπουμε αρκετές φορές να καλύπτονται, ωστόσο δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου στέκονται ακίνητοι και πλήρως ακάλυπτοι, κυρίως σε περιπτώσεις που γεμίζουν το όπλο τους. Η DICE φαίνεται ότι είχε επίγνωση της, χαμηλού επιπέδου, τεχνητής νοημοσύνης και προσπάθησε να την αντισταθμίσει παρέχοντας στους εχθρούς μεγάλη ευστοχία, καταφέρνοντας έτσι να μας πετυχαίνουν με ευκολία -εκτός των περιπτώσεων που βρισκόμαστε μακριά. Την ενέργειά μας μπορούμε να την αναπληρώσουμε οποιαδήποτε στιγμή χρησιμοποιώντας μία ένεση, την οποία δύναται να χρησιμοποιήσουμε αμέτρητες φορές, περιμένοντας απλά ένα μικρό χρονικό διάστημα μέχρι να επαναφορτίσει. Η ιδιαίτερα μικρή χρονική διάρκεια που απαιτείται μέχρι να επαναφορτιστεί, μας επιτρέπει πρακτικά να την χρησιμοποιούμε σχεδόν οποιαδήποτε στιγμή επιθυμούμε.
Εύλογα μπορεί να δημιουργηθεί έτσι η εντύπωση πως το παιχνίδι γίνεται πιο εύκολο από ότι χρειάζεται, αν αναλογιστούμε μάλιστα πως σε περίπτωση που σκοτωθεί ο χαρακτήρας μας γίνεται άμεσο respawn στο τελευταίο checkpoint, χωρίς να αναιρείται οποιαδήποτε από τις καταστροφές που έχουμε προκαλέσει. Παρόλα αυτά, συχνά θα βρεθούμε σε δύσκολες καταστάσεις, καθώς η ευστοχία των εχθρών και η πληθώρα αυτών μπορεί να μας εξοντώσει σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, πριν προλάβουμε να χρησιμοποιήσουμε την ένεση. Επιπλέον, το respawn μπορεί να μας εμφανίσει σε αρκετά μακρινό σημείο -απαιτώντας από εμάς να περπατήσουμε μία σεβαστή διαδρομή- καταφέρνοντας έτσι να μας αποβάλει την ιδέα πως δεν επιφέρεται τελικά καμία απολύτως ποινή σε περίπτωση που εξοντωθούμε.
{PAGE_BREAK}Η συνολική δράση του campaign εκτυλίσσεται σε επτά επίπεδα, ο μικρός αριθμός των οποίων αντισταθμίζεται πλήρως από την τεράστια έκτασή τους -από τις μεγαλύτερες που έχουμε δει σε παιχνίδι με θέμα τον πόλεμο. Μπορεί οι αποστολές να μας οδηγούν με γραμμικό τρόπο σε κάθε objective, ωστόσο η τεράστια έκταση των επιπέδων μας δίνει έντονα το αίσθημα της ελευθερίας κινήσεων, κάτι στο οποίο βοηθάει το απόλυτα ικανοποιητικό draw distance. Επιπλέον, τα επίπεδα χαίρουν πλούσιας βλάστησης αλλά και πληθώρας κτηρίων και αντικειμένων, στα οποία φυσικά εφαρμόζεται το πολυδιαφημισμένο στοιχείο του Bad Company, που αφορά τη μεγάλη αλληλεπίδραση που μπορούμε να έχουμε με το περιβάλλον.
Έπειτα από την ενασχόλησή μας με τον τίτλο, μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως αυτή η υπόσχεση των δημιουργών εκπληρώθηκε σε μεγάλο βαθμό καθώς η καταστροφή που γίνεται να επιφέρουμε στο περιβάλλον -αλλά και η αίσθηση που μας δίνει- είναι μοναδική, παρέχοντας τελικά μία φρέσκια FPS εμπειρία. Μπορεί να μη γίνεται να ισοπεδώσουμε πλήρως κτήρια, ή ακόμα τα πατώματά τους -μία ορθή απόφαση κατά την γνώμη μας καθώς θα αλλοιωνόταν σε μεγάλο βαθμό η δομή των επιπέδων- ωστόσο η «κατεδάφιση» των τοίχων και των υπόλοιπων στοιχείων του περιβάλλοντος είναι κάτι περισσότερο από ικανοποιητική. Οποιαδήποτε κάθετη επιφάνεια δύναται να καταστραφεί, όπως και οι σκεπές των κτηρίων, όπως φυσικά και κάθε λογής δέντρα, ενώ κτίσματα όπως παρατηρητήρια και μικρές αποθήκες ισοπεδώνονται πλήρως.
Τα εφέ των εκρήξεων είναι εκπληκτικά ενώ ο ήχος που τις συνοδεύει είναι από τους καλύτερους που έχουμε ακούσει, αποδίδοντας με ξεχωριστή λεπτομέρεια ακόμα και τους ήχους των θραυσμάτων που πέφτουν στο έδαφος. Φυσικά -δεδομένης της εργασίας που έγινε στον τομέα της αλληλεπίδρασης- η DICE προσπαθεί να την αξιοποιήσει όσο περισσότερο γίνεται, τοποθετώντας απλόχερα κουτιά και δεξαμενές με εκρηκτικές ύλες, οι οποίες είναι εμφανείς από το έντονο κόκκινο χρώμα, περιμένοντας απλά μία σφαίρα για να τιναχτούν. Ακόμα και ο βασικός μας εξοπλισμός επιτρέπει την καταστροφή καθώς στην πλειοψηφία τους τα όπλα φέρουν ένα ενσωματωμένο και ισχυρό βομβιδοβόλο. Μιλώντας για τα όπλα, η ποικιλία που υπάρχει είναι τεράστια, προσφέροντάς μας παραπάνω από 20, αριθμός ο οποίος δεν περιλαμβάνει πιστόλια. Μοναδικό αρνητικό στοιχείο είναι ότι κάθε δεδομένη στιγμή μπορούμε να κουβαλάμε μόνο ένα.
Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι ουσιαστικά πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα σε όπλα που φέρουν ενσωματωμένο βομβιδοβόλο και σε όπλα στα οποία το βομβιδοβόλο αντικαθίσταται από χειροβομβίδες ή από πιστόλι στην περίπτωση των sniper όπλων. Ως εκ τούτου είναι δύσκολο να προτιμήσουμε τη χειροβομβίδα, και πολύ περισσότερο το πιστόλι, έναντι του ισχυρότερου βομβιδοβόλου ενώ η χρήση όπλων με μικρό βεληνεκές, όπως οι καραμπίνες, είναι μάλλον απαγορευτική καθώς στις περισσότερες των περιπτώσεων τα τεράστια ανοιχτά επίπεδα σημαίνουν πως θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε εχθρούς από μακρινές αποστάσεις. Κατά τη γνώμη μας θα έπρεπε να μας δίνεται η δυνατότητα να κρατάμε μέχρι δύο όπλα τουλάχιστον έτσι ώστε να μπορούμε να έχουμε όπλα για διάφορες περιπτώσεις.
Εκτός των όπλων έχουμε τη δυνατότητα να κρατάμε και ένα αντικείμενο, το οποίο μπορεί να αφορά είτε ρουκετοβόλο είτε συσκευές που επιτρέπουν το «μαρκάρισμα» στόχων προς ρίψη πυραύλων. Ιδιαίτερα θετικό στοιχείο αποτελεί η μεγάλη βαρύτητα που δόθηκε στο σχεδιασμό των όπλων και της αίσθησης που δίνουν. Η λεπτομέρεια των animation στο γέμισμα των όπλων, ο λεπτομερής σχεδιασμός τους αλλά και η πολύ καλή αίσθηση που δίνουν όσον αφορά τη δύναμη πυρός τους χάρη στην ανάκρουση αλλά και τα υψηλής ποιότητας ηχητικά εφέ, μας θύμισαν έντονα την μοναδική αίσθηση που είχαν τα όπλα του Black. Το σίγουρο είναι ότι, όπως και στο προαναφερθέν παιχνίδι, έτσι κι εδώ ο οπλισμός έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η δυνατότητα που έχουμε να αποκαλύπτουμε ή να εξοντώνουμε εχθρούς καταστρέφοντας ολοκληρωτικά την κάλυψή τους είναι ιδιαίτερα απολαυστική ενώ από την άλλη πλευρά το γεγονός πως και η δική μας κάλυψη μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταστραφεί δημιουργεί μεγάλη ένταση, κυρίως σε περιπτώσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε εχθρικά τανκ.
Δυστυχώς στα animation των εχθρών παρατηρείται το ίδιο μειονέκτημα που είδαμε πρόσφατα στο The Bourne Conspiracy καθώς, όταν τους πετυχαίνουμε, σπάνια θα τους δούμε να αντιδρούν εκτός και αν δεχθούν το τελειωτικό χτύπημα, κάτι το οποίο έχει σημαντικό αντίκτυπο στην, κατά τα άλλα, πολύ καλή αίσθηση των όπλων. Όπως είναι φυσικό, με αυτού του μεγέθους χάρτες, τα οχήματα κάνουν και σε αυτό το Battlefield την εμφάνισή τους. Ως εκ τούτου θα μπορούμε να χειριστούμε buggies, φορτηγά, τεθωρακισμένα οχήματα, ελαφριά ή βαριά τανκ, ελικόπτερα αλλά και… αμαξάκια του γκολφ.
Ειδικά όσον αφορά το τελευταίο, αξίζει να αναφέρουμε ότι η οδήγησή του στο πολεμικό θέατρο ανάμεσα από εκρήξεις, τανκ κ.λπ. αποδίδει μία μοναδικά σουρεαλιστική εικόνα. Γενικότερα, η οδήγηση των οχημάτων είναι καλή, χωρίς ωστόσο να αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο, ενώ η ύπαρξη τεσσάρων μουσικών σταθμών, οι οποίοι περιέχουν ευχάριστα μουσικά θέματα, συνοδεύει ευχάριστα τις διαδρομές μας. Δίχως αμφιβολία, πάντως, η εκτενής καταστροφή των περιβαλλόντων προσδίδει μία ξεχωριστή αξία στην χρήση και τη δύναμη των τανκ.
{PAGE_BREAK}Περνώντας στα του τεχνικού τομέα η χρήση της καινούριας και ιδιόκτητης μηχανής της DICE, ονόματι “Frostbite”, καταφέρνει να προσφέρει υψηλής ποιότητας γραφικά και οπτικά εφέ ενώ -αναλογιζόμενοι το μέγεθος των περιβαλλόντων και το μεγάλο draw distance- γίνεται περισσότερο κατανοητό ότι η δουλειά που έχει σε αυτόν τον τομέα είναι εξαιρετική. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως, παρά τον… πανικό που επικρατεί την ώρα της μάχης, το frame rate παραμένει απόλυτα σταθερό ενώ αξίζει να σημειώσουμε ότι καθόλη τη διάρκεια της ενασχόλησής μας δεν παρατηρήσαμε πτώση του. Οι εκρήξεις απεικονίζονται ιδιαίτερα πειστικά, προσφέροντας μοναδικό θέαμα, ενώ το πιθανότερο είναι να μην βαρεθείτε να ανατινάζετε κάθε λογής κτήρια. Ενδιαφέρουσα εικαστική επιλογή αποτελεί η εφαρμογή του εφέ του «θορύβου» (η κοκκώδης υφή που έχει, δηλαδή, η εικόνα -όπως συνέβαινε στο Silent Hill), το οποίο, κατά την γνώμη μας, «δένει» αρμονικά με το ύφος του παιχνιδιού.
Παρά την πολύ καλή ποιότητα των γραφικών ο τομέας του ήχου είναι αυτός που πραγματικά «κλέβει» την παράσταση καταφέρνοντας να μεταφέρει άψογα την αίσθηση του πεδίου μάχης. Η ποικιλία των ηχητικών εφέ είναι έκδηλη, προσφέροντας καθαρούς και λεπτομερείς ήχους, από τις εκρήξεις μέχρι τον ήχο του βουητού των σφαιρών που περνάνε δίπλα μας. Επιπλέον, τα ορχηστρικά θέματα είναι πολύ καλά και ακούγονται ακριβώς τις στιγμές που χρειάζεται ώστε να αυξήσουν την ένταση της μάχης. Το σίγουρο είναι ότι ο συνδυασμός της αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον και του εξαιρετικού και ποικίλου ήχου καταφέρνει να μας μεταφέρει μία μοναδική πολεμική εμπειρία.
Μπορεί το campaign του Bad Company να μπορεί να στηρίξει μόνο του τον τίτλο, αν και δυστυχώς θα θέλαμε να διαρκεί μερικές ώρες περισσότερο (οι περίπου 7 ώρες μέχρι να δείτε τους τίτλους τέλους σίγουρα δεν φαντάζουν αρκετές) παρόλα αυτά, όπως είναι φυσικό, δεν νοείται Battlefield τίτλος χωρίς multiplayer. Έως 24 παίκτες μπορούν να λάβουν μέρος στις online μάχες στο mode Gold Rush, το μοναδικό που είναι διαθέσιμο για την ώρα, κάτι το οποίο, σύμφωνα με την EA, πρόκειται να αλλάξει στο μέλλον καθώς αναμένεται να προστεθούν και άλλα modes. Στο Gold Rush η μία πλευρά παίρνει τον ρόλο των επιτιθέμενων ενώ η άλλη προσπαθεί να αμυνθεί, προστατεύοντας δύο κουτιά με χρυσάφι, η καταστροφή των οποίων σημαίνει την ήττα της δεύτερης. Δυστυχώς, λόγω προβλήματος με τη σύνδεσή μας στο Internet δεν καταφέραμε να ασχοληθούμε με το multiplayer κομμάτι του τίτλου, το οποίο θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε στις επόμενες μέρες.
Εν κατακλείδι, το Battlefield Bad Company καταφέρνει να προσφέρει μία ιδιαίτερα ευχάριστη και διαφορετική πολεμική ιστορία, γεμάτη από γερές δόσεις χιούμορ και αξιομνημόνευτους χαρακτήρες, τους οποίους θα θέλαμε να ξαναδούμε σε κάποια νέα περιπέτεια. Επιπλέον, η τεράστια αλληλεπίδραση με το περιβάλλον -σε συνδυασμό με τα εξαιρετικά ηχητικά εφέ- συμβάλει στη δημιουργία μίας φρέσκιας εμπειρίας. Για τους λάτρεις των τίτλων δράσης και κυρίως για όσους έχουν… ισχυρό ηχητικό σύστημα το Bad Company αποτελεί μία πολύ καλή επιλογή.
Νικόλας Μαρκόγλου
Ανάλυση 720p/ 1080i/ 1080p
Ήχος Stereo/ Surround/ Dolby Digital 5.1/ DTS (PS3)
PEGI 16+