Ένα πανέμορφο ταξίδι, με σύντροφο το ποντίκι, μολύβι και χαρτί.
Το είδος των Adventures είναι, το λιγότερο, “παρεξηγημένο”. Ενώ οι εραστές του είναι πολλοί σε αριθμό, η μάζα είτε αδιαφορεί εν αγνοία της για το τι έχει να προσφέρει ένα παιχνίδι του συγκεκριμένου είδους, είτε απλά αδιαφορεί εσκεμμένα. Τα τελευταία χρόνια, το Adventure genre έχει ξεκινήσει τη δική του μικρή επανάσταση, με παλαιά δοξασμένα franchises να αναγεννιούνται, δυνατά comebacks να ζεσταίνουν τις καρδιές των… “Adventurάδων” και, που και που, ορισμένα παιχνίδια να έρχονται από το πουθενά, με μοναδικό στόχο να μαγέψουν αυτούς που θα ασχοληθούν μαζί τους.
Το Machinarium τοποθετείται στην τελευταία κατηγορία. Προέρχεται από μία μικρή ομάδα ανάπτυξης, γνωστή στους γνώστες του είδους, από τα Samorost 1 & 2. Για την ακρίβεια, τα Samorost είχαν δημιουργηθεί από ένα μόνο άτομο, τον δημιουργό της Amanita Design, που πλέον μετρά εφτά άτομα. Τρία χρόνια δουλειάς από επτά developers, οδήγησαν στην έλευση του Machinarium, ενός κατά βάση Flash τίτλου, που δίνει Point-and-Click Adventure μαθήματα, χάρη στο χαρακτήρα του, την επιμονή του στους κανόνες του παρελθόντος και την αποφυγή κλασσικών λαθών του είδους.
Το όλο σκηνικό είναι αρκετά απλό, με το στοιχείο του έρωτα να αποτελεί το καύσιμο για την εξέλιξη της ιστορίας. Ο ανώνυμος και ρομποτικός ήρωάς μας, πέφτει θύμα μίας κακόβουλης συμμορίας που δρα εντός των συνόρων της πόλης και καταλήγει στο σκουπιδότοπο. Από εκεί, θα πρέπει να βρει το δρόμο πίσω στην πόλη, να σώσει την κοπέλα του και να αποτρέψει μία επικείμενη καταστροφή, απόρροια των σατανικών σχεδίων της ρομποτικής συμμορίας. Παρότι το παιχνίδι δεν περιέχει ίχνος διαλόγου, γραπτού ή προφορικού, ποτέ δεν θα δυσκολευτούμε να ακολουθήσουμε την εξέλιξη, χάρη σε μία ιδιόμορφη και ιδιαίτερα λειτουργική τεχνική.
Πέραν της γλώσσας του σώματος που δουλεύει άψογα και αποτυπώνει τα συναισθήματα των χαρακτήρων, οι σκέψεις και οι διάλογοι των χαρακτήρων, παρουσιάζονται μέσω comic-esque φουσκών, που αντί λέξεων, περιέχουν απλά animations. Ένα παιχνίδι που παίζεται αποκλειστικά με το ποντίκι -και δη, με ένα μονάχα από τα κουμπιά του- οφείλει να έχει απλή δομή, ώστε να μην κουράζει τον παίκτη. Στην περίπτωση του Machinarium, παρόλο που ο έλεγχος γίνεται με το πάτημα του αριστερού κλικ και μόνο, το όλο στήσιμο των γρίφων, αν και απλοϊκά δομημένο, κρύβει μέσα του αρκετό βάθος. Συνήθως οι γρίφοι περιορίζονται σε μία οθόνη, εξαλείφοντας έτσι την ανάγκη για backtracking. Επίσης, κάθε αντικείμενο που συλλέγουμε, μετά την επίλυση του γρίφου για τον οποίο χρησιμεύει, το ξεφορτωνόμαστε.
Με αυτό τον τρόπο, αποφεύγεται η δημιουργία ενός πολύπλοκου inventory, καθώς και η ύπαρξη επαναλαμβανόμενων γρίφων, αφού κάθε ένας απαιτεί διαφορετική προσέγγιση και αντικείμενα. Επίσης, μιας και ο αξιαγάπητος ήρωάς μας κουβαλά όλα τα αντικείμενα στον κούφιο θώρακά του (όπως ο Bender του Futurama), η πρόσβαση στα αντικείμενα γίνεται άμεσα, χωρίς να χρειάζεται να διακόψουμε το παιχνίδι για να εισέλθουμε στο inventory. Απλά μετακινούμε τον κέρσορα στο πάνω μέρος της οθόνης και τα αντικείμενα που κουβαλούμε εμφανίζονται.
Οι γρίφοι που θα συναντήσουμε στην περιπέτεια μας, κυμαίνονται από απλά βατοί, έως προκλητικοί ή και -σε ακραίες περιπτώσεις- επιπέδου “Θεέ μου, θα σπάσω την οθόνη!”. Άλλοτε θα συναντήσουμε γρίφους που απαιτούν τη χρήση και το συνδυασμό αντικειμένων και άλλοτε γρίφους που απλά απαιτούν τη χρήση των εγκεφαλικών κυττάρων μας. Και στις δύο περιπτώσεις, για αυτόν που προσεγγίζει προσεκτικά και με ανοιχτή σκέψη κάθε γρίφο, τα πράγματα θα είναι ευχάριστα. Παρόλα αυτά, για τις δύσκολες στιγμές, οι developers έχουν συμπεριλάβει δύο hint systems, με το δεύτερο να γέρνει προς in-game Walkthrough. Στο πάνω δεξιό μέρος της οθόνης, εντοπίζονται δύο εικονίδια.
Το πιο απλό, μας δίνει ένα εύστοχο hint, που παρουσιάζεται ως σκέψη του ήρωά μας. Το δεύτερο, για τις πιο δύσκολες στιγμές, αποτελεί στην ουσία έναν σκιτσαρισμένο οδηγό στρατηγικής, που χωρίς να περιέχει λέξεις (τουλάχιστον όχι σε γλώσσα αναγνώσιμη από ανθρώπινα όντα), μας δίνει να καταλάβουμε ακριβώς τι πρέπει να κάνουμε για να λύσουμε ένα puzzle. Είτε για να αποφύγουν τη συχνή χρήση του, είτε απλά για να ενοχλήσουν αυτούς που τα παρατούν εύκολα, οι άνθρωποι της Amanita Design σχεδίασαν το βιβλίο (ως βιβλίο παρουσιάζεται) να ανοίγει μόνο μετά την ολοκλήρωση ενός mini-game, που στην ουσία αποτελεί μία υπερ-απλουστευμένη εκδοχή ενός κλασσικού side-scrolling shooter. Ως συνέπεια, κάθε φορά που αποφασίζουμε να καταφύγουμε στη χείρα βοηθείας που προσφέρει το συγκεκριμένο hint σύστημα, ένα mini-game θα μας περιμένει, κάνοντας μας να αναθεωρήσουμε.
Όσο προχωρά η ιστορία και χανόμαστε όλο και πιο βαθιά στον αρτιστικά άψογο κόσμο του Machinarium, οι γρίφοι αρχίζουν να επεκτείνονται σε έκταση και πολυπλοκότητα, φέρνοντας αναμνήσεις από το παρελθόν, ευχάριστες για τους θιασώτες του είδους, δυσάρεστες για αυτούς που δεν έχουν την απαιτούμενη υπομονή και θέληση να λύσουν έναν εγκεφαλικό γρίφο. Χωρίς να το καταλάβουμε, θα βρεθούμε να έχουμε δίπλα μας ένα τετράδιο ή στοίβα χαρτάκια post-it (δεν βολεύει, πιστέψτε μας) και να κρατάμε σημειώσεις ή πατέντες κίνησης για γρίφους που κάνουν χρήση μηχανικών μερών. Κάθε γρίφος που λύνουμε, μας παρέχει μία αίσθηση ευχαρίστησης, ότι κάτι καταφέραμε, με άλλα λόγια.
Η επίλυση ενός puzzle ποτέ δεν νιώθει μηχανική, ή βαρετή, αλλά αντιθέτως μας δοκιμάζει θετικά, όχι θέλοντας να μας εκνευρίσει. Αυτό είναι που κάνει και το Machinarium τόσο ξεχωριστό. Δεν είναι ακόμα ένα παιχνίδι που καταντά δύσκολο λόγω των προβληματικών ή όχι αρκετά προσεγμένα γρίφων του, αλλά ένα παιχνίδι που είναι εσκεμμένα δύσκολο, με την καλή έννοια, αυτή της πρόκλησης, που καταλήγει στην ανταμοιβή.
Το γεγονός ότι το Machinarium είναι τεχνικά ένα Adobe Flash εκτελέσιμο αρχείο, δεν του απαγορεύει να μας κάνει να θαυμάζουμε το επίπεδο λεπτομέρειάς του. Κάθε χώρος που θα επισκεφθούμε, κάθε animation χαρακτήρα και μουσικό κομμάτι που θα ακούσουμε, είναι τόσο προσεκτικά και αριστουργηματικά σχεδιασμένα, που είναι αδύνατο να μην γοητεύσουν όποιον δει έστω και ένα screenshot του παιχνιδιού. Όταν όμως κάποιος ασχοληθεί με το ίδιο το παιχνίδι, τότε είναι που πραγματικά θα εκτιμήσει την προσοχή στη λεπτομέρεια, από πλευράς των δημιουργών. Όλα τα περιβάλλοντα είναι σχεδιασμένα στο χέρι και έπειτα ψηφιακά τροποποιημένα, με την steam punk επιρροή να γίνεται από νωρίς αισθητή. Οι χαρακτήρες, αν και περιορίζονται σε άναρθρους ήχους, δεν παύουν να είναι εκφραστικοί όταν το επιθυμούν. Το μουσικό σύνολο έρχεται να ολοκληρώσει τον ονειρικό οπτικό τομέα, με abstract ήχους που δένουν απόλυτα με το όλο σύνολο.
Γενικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως το Machinarium, είναι παράξενα ερωτεύσιμο. Ενώ μένει πιστό στις διδαχές των κλασσικών Point-and-Click Adventure τίτλων, το κάνει με έναν τόσο ξεχωριστό τρόπο, με αποτέλεσμα να φαντάζει πρωτότυπο και με χαρακτήρα. Έχουμε να κάνουμε με ένα indie διαμάντι, που δεν κρύβει τις “παλιομοδίτικες” ανησυχίες του, ούτε για ένα λεπτό. Αν και προφανώς για λίγους, το Machinarium κερδίζει δικαιωματικά το τίτλο “Instant Classic”, χάρη στην εμμονή του στις ρίζες του είδους, το μοναδικό του οπτικό τομέα και τον “είμαι oddball και μ’ αρέσει” χαρακτήρα του.