Κάτω από το βλέμμα του Χαρωπού Roger
H πιο καταλυτική απόφαση της Ubisoft σχετικά με τα AC ήταν το ότι η σειρά έγινε ετήσια. Η αλήθεια είναι ότι η Γάλλοι μας μπέρδεψαν αρκετά όταν μας έδωσαν δύο spin off του AC2. Και αυτό διότι η αναμονή για το AC3 ως καταληκτικό μέρος της σειράς, και ως το παιχνίδι που θα έριχνε φως σε όλα τα μυστικά και θα εξύψωνε όλα τα στοιχεία των υπόλοιπων τίτλων στο μέγιστο, έγινε ακόμα μεγαλύτερη. Μέχρι που παίζοντας το AC3 αντιληφθήκαμε ότι άλλα ήταν τα σχέδια για το franchise. Και τα πράγματα ξεκαθαρίζουν με το AC4, το οποίο ουσιαστικά αποδεικνύει ότι οι μέχρι τώρα τίτλοι δεν αποτέλεσαν μία αυτοτελή οντότητα, αλλά ήταν κομμάτι ενός μεγαλύτερου σχεδίου. Και παρά την λάθος εντύπωση, εκ των υστέρων το AC3 δικαιούται να αποκρούει τις κατηγορίες περί μετριότητας, αφού τελικά ούτε η κορωνίδα της σειράς ήταν, ούτε το ζενίθ της ιστορίας.
Ήταν ακόμα ένα μέρος στη μακριά αλυσίδα αυτών που υπήρχαν και αυτών που θα ακολουθήσουν. Και ήταν λάθος μας να έχουμε τόσο υψηλές προσδοκίες. Αυτές θα έπρεπε να περιορίζονται στο βαθμό που είχαμε ανάλογες προσδοκίες για το Revelations και το Brotherhood. Ακόμα και αν στο ACIII διαψεύστηκαν σχεδόν στο σύνολό τους. Όσο περίπλοκα κι αν ακούγονται τα παραπάνω, η πραγματικότητα είναι πολύ απλή.
Η αλληλουχία γεγονότων που ενδιαφέρει τη σειρά και αποτελεί τη ραχοκοκκαλιά της, δεν είναι αυτή που έζησε ο Altair ή ο Ezio ή ο Connor. Αντιθέτως, αυτό που έχει σημασία είναι τα γεγονότα που διαδραματίζονται στο φανταστικό παρόν, όπου ο αγώνας Templars και Assassins συνεχίζεται αδιάκοπα. Οπότε, τελικά το αν εμείς ζήσαμε τις γονιδιακές μνήμες του Desmond και το με ποια αλληλουχία έγινε αυτό, λίγη σημασία έχει. Η ψευδαίσθηση ότι κάτι πολύ μεγάλο τελείωσε με την κατάληξη-απόφαση του Desmond, παραμένει ψευδαίσθηση. Γιατί η Abstergo συνεχίζει να ψάχνει στοιχεία και να αναζητά απαντήσεις, και οι Assassins συνεχίζουν να υποσκάπτουν τις κινήσεις της και να ακολουθούν τη δική τους, σκιώδη πορεία.
Συνομωσιών συνέχεια…
Το Black Flag είναι ένα prequel στο Assassin’s Creed 3, αφού διηγείται τις περιπέτειες του Edward Kenway, παππού του Connor, και είναι sequel του AC3 σε ό,τι αφορά το παρόν, αφού τα γεγονότα διαδραματίζονται λίγο μετά από τα αντίστοιχα του προκατόχου του. Ουσιαστικά, η ευρηματική τροπή στην πλοκή αφορά μία εταιρεία «βιτρίνα» της Abstergo, που υποτίθεται ότι διερευνά (με τον γνωστό τρόπο των Animus) το γενετικό υλικό ανθρώπων με προγόνους από εποχές με συγκεκριμένο ενδιαφέρον ώστε να δημιουργηθούν παιχνίδια-ταινίες και άλλα προϊόντα ψυχαγωγίας με πολύ ρεαλιστική και πιστευτή αποτύπωση της κάθε ιστορικής περιόδου.
Και βέβαια αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά η κάλυψη για μία γιγαντιαία επιχείρηση εξοντωτικής έρευνας του γενετικού υλικού του Desmond, προκειμένου να βρεθούν και άλλες λεπτομέρειες σχετικά με το τι πραγματικά συμβαίνει. Ας μη ξεχνάμε ότι η Abstergo συνεχίζει να αγνοεί αυτά που είδε και έζησε ο Desmond και οι συνεργοί του στις μυστικές τοποθεσίες αυτών των μυστήριων όντων, που φαίνεται να καθορίζουν τη μοίρα της ανθρωπότητας. Έτσι, ο ανώνυμος ήρωας του παρόντος, εργαζόμενος στην Abstergo, βυθίζεται στις γενετικές μνήμες του Desmond, επικεντρώνοντας σε έναν ακόμα πρόγονο του τελευταίου, τον πατέρα του Hatham Kenway, τον Edward.
Με σκοπό, υποτίθεται, να εξάγει συμπεράσματα για την εποχή και να εντοπίσει σημαντικές λεπτομέριες για την πιστή αναπαράστασή της σε παιχνίδια και βιβλία-ταινίες. Η αλήθεια είναι ότι οι επόπτες του ανώνυμου ήρωα ερευνούν επισταμένως κάθε εύρημα της «ανασκαφής» του, και εστιάζουν σε αυτά που έχουν ενδιαφέρον και αφορούν το πανάρχαιο μυστήριο για το οποίο μάχονται οι Templars και οι Assassins. Στην πορεία ακολουθούν ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες ανατροπές και εξελίξεις, που έχουν αποδοθεί με ευρηματικό τρόπο.
Είναι αξιοσημείωτη η προσπάθεια της Ubisoft ακόμα και μέσα από αυτοσαρκαστικές αναφορές (μέσα στο παιχνίδι ο παίκτης «αναγκάζεται» να παρακολουθήσει τρία trailer -αν πιάνετε το υπονοούμενο- ενώ γίνεται μία προσπάθεια επιπέδου easter egg να συνδεθεί το lore των AC ακόμα και με το Watch_Dogs) να δώσει μία νέα τροπή στη σειρά και να φυσήξει ούριο άνεμο στα πανιά της. Και συνολικά δεν είναι πρώιμο να πούμε ότι το καταφέρνει. Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι το τέλος του AC4 μας αφήνει με προσμονή για ακόμα περισσότερα.
Άτιμη μοίρα που άλλους τους ανεβάζεις και άλλους τους κάνεις Πειρατές
Ούριο άνεμο η Ubisoft φυσάει όμως και στα πανιά των πλεούμενων του Edward Kenway, ο οποίος κάπου στις αρχές του 18ου αιώνα αφήνει το σπιτικό του στην Ουαλία και σαλπάρει για τις θάλασσες της Καραϊβικής σε αναζήτηση καλύτερης μοίρας για την οικογένειά του. Η εμπλοκή του στη σύγκρουση Templars και Assassins είναι τυχαία (όλοι γνωρίζετε ότι το «τυχαίο» στη σειρά δεν υφίσταται, αλλά έτσι τουλάχιστο δείχνουν τα γεγονότα) και η πρώτη του συνάντηση γίνεται με Templars.
Καθ’όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού, το κίνητρο του Kenway, ακόμα και όταν εμπλέκεται πιο ενεργά στην προαιώνια σύγκρουση, είναι το κέρδος και τα πλούτη. Πολύ αργότερα μέσα στο παιχνίδι παίρνει ξεκάθαρα θέση αλλά ακόμα και αυτή αφήνει ερωτηματικά και αδιευκρίνιστα σημεία, που όμως είναι φανερό ότι θα βρούν τις απαντήσεις τους στα επόμενα μέρη της σειράς. Κατά τα άλλα, εμπλεκόμενος σε μία ξεχωριστή ιστορία με Templars, Assassins και μία ιδιαίτερη μορφή-μπαλαντέρ που τοιουτοτρόπως εμφανίζεται και στο παρόν, ακολουθεί κάποια ιστορικά γεγονότα της πολύ ενδιαφέρουσας περιόδου των Πειρατών στην Καραϊβική.
{PAGE_BREAK}
Πολλές ιστορικές μορφές και γνωστοί πειρατές παρελαύνουν, αναλαμβάνοντας τους γνωστούς «εναλλακτικούς» τους ρόλους, όπως συμβαίνει πάντα στα Assassin’s Creed, δίνοντας έτσι την ευκαιρία για παράδειγμα στο Μαυρογένη να διεκδικήσει άλλο ρόλο στην Ιστορία, στον Calico Jack να μην είναι απλά ο αιμοσταγής κουρσάρος, και στη Nassau να είναι η πρωτεύουσα μίας πρωτότυπης Δημοκρατίας με σχεδόν σοσιαλιστική δομή, παρά την επιθυμία του Στέμματος για το αντίθετο. Ακόμα και από αυτή τη σκοπιά, η επιλογή της περιόδου αποδεικνύεται εξαιρετικά επιτυχημένη και η επιτυχία συμπληρώνεται από έξυπνα σμιλευμένους χαρακτήρες, που πατούν επάνω στις ιστορικές μορφές της περιόδου και ένα φειδωλό σε φανφάρες και πλατειασμούς σενάριο, που ούτε ξεστρατίζει στο βαθμό που ξεστράτιζε στο AC3, ούτε αποπροσανατολίζει από την κεντρική ιστορία. Και αυτό γιατί αυτή ακριβώς είναι η κεντρική ιστορία.
Τα παραστρατήματα του ΑC3 έγιναν αντιληπτά στη Ubisoft. Και με οδηγό αυτά τα λάθη, η ομάδα του Revelations δίνει ένα πολύ πιο μεστό -από άποψη δομής και αφήγησης- Assassin’s Creed όπου η όποια παράκαμψη δικαιολογείται διότι ο ήρωας είναι πρωτίστως Πειρατής. Αυτή είναι η ιστορία και η διαδρομή του και όχι αυτή ενός Assassin. Όλα τα υπόλοιπα έρχονται σταδιακά. Και αφού αυτό γίνεται συνείδηση στον παίκτη, όλα τα υπόλοιπα γίνονται πολύ πιο ομαλά αποδεκτά.
Δοκιμασμένες κλασικές συνταγές με το φιλέτο να έχει αρπάξει στο σωτάρισμα…
Στην ουσία του, το Assassin’s Creed 4 αλλάζει το 70% του πυρήνα του gameplay της σειράς. Θέτοντάς το πολύ απλά, το παιχνίδι επί ξηράς κρατάει τη γνωστή του δομή με τα action/stealth/platforming στοιχεία μόνο που πλέον αυτά είναι το μισό μόνο παιχνίδι. Με ορισμένες προσθήκες και επιστροφές στοιχείων προηγούμενων AC, κρατάει όλα εκείνα τα στοιχεία που το έκαναν αγαπητό, αλλά δυστυχώς και αυτά για τα οποία έχει κατηγορηθεί ούκ ολίγες φορές η σειρά.
Έτσι, απέναντι στην απολαυστική περιήγηση σε σκεπές, δέντρα και ερείπια στις δεκάδες περιοχές του παιχνιδιού, στέκεται η ενοχλητική ευκολία με την οποία ο χαρακτήρας σκαρφαλώνει σε οτιδήποτε υπάρχει τριγύρω του ή κολλάει στα πιο απλά στοιχεία του περιβάλλοντος, μετατρέποντας συχνά σε πονοκέφαλο και το πιο απλό κυνηγητό.
Απέναντι στον έξυπνο σχεδιασμό περιοχών που οδηγούν τον παίκτη στην προσεκτική χρήση stealth, αντιπαρατάσσεται μία παλαιολιθική A.I. που ίσως είναι και από το πέρασμα των χρόνων, αλλά νομίζουμε ότι λειτουργούσε καλύτερα ακόμα και στο πρώτο AC. Απέναντι στο ευφάνταστο των αναρριχήσεων και στα εντυπωσιακά ύψη που σκαρφαλώνει ο ήρωας, στέκεται αγέρωχη η σκανδαλώδης απλοποίηση του σχεδιασμού, με αποτέλεσμα κάθε αναρρίχηση να μετατρέπεται πολύ απλά σε ρουτίνα.
Δεν υφίσταται πρόκληση στη διαδικασία του να φτάσει κάποιος στο Α ή Β σημείο. Μόνο μία ευθύγραμμη πορεία. Απέναντι στην όμορφα στημένη παράπλευρη σειρά αποστολών για το ξεκλείδωμα μίας στολής, υπάρχουν μηχανισμοί όπως αυτοί του tailing και του κρυφακούσματος, που και χρησιμοποιούνται πέραν του δέοντος και έχουν αρχίσει να δείχνουν επικίνδυνα την ηλικία τους.
Και τέλος, απέναντι στην ποικιλία των δράσεων, στο πλήθος των παράπλευρων αποστολών, στη μεγάλη ποικιλία περιβαλλόντων και στην ανακάλυψη πολλών μυστικών, στέκεται η ακόμα πιο αδιάφορη σε σχέση με το AC3 μάχη. Οι μηχανισμοί έχουν γυμνωθεί ως το κόκκαλο, και η μάχη, πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων, έχει καταντήσει σε μία ρουτίνα απόκρουσης και αντεπίθεσης, και αυτά συνήθως σε μία κίνηση. Μετά την απόκτηση δε των Darts, που είτε κοιμίζουν είτε τρελαίνουν τους αντιπάλους, η ευκολία ανεβαίνει κατακόρυφα και γκρεμίζεται η δυσκολία και η πρόκληση.
Αν η μάχη στο AC Black Flag ήταν πιο πλούσια και προκλητική, πολλές από τις υπόλοιπες αστοχίες θα μπορούσαν να παραβλεφθούν. Αλλά φαίνεται ότι έχει γίνει επιλογή στη Ubisoft να αυτοχαντακώνονται σε αυτόν τον τομέα. Υπάρχει, τέλος (σε ό,τι αφορά αυτό το τμήμα του παιχνιδιού), μία σαφής ένδειξη τσαπατσουλιάς που ίσως να έχει να κάνει και με τα στενά περιθώρια του χρόνου που έχουν στη διάθεσή τους οι ομάδες ανάπτυξης, αλλά μπορεί γι’ αυτήν να ευθύνεται και η τάση προς απλοποίηση.
Είναι προβληματικό, για παράδειγμα, με την εκτέλεση του στόχου σε μία αποστολή, αυτή να λήγει αυτόματα, με ένα cutscene να ακολουθεί παρά το γεγονός ότι την ώρα της δολοφονίας ένα ολόκληρο πλοίο ήταν στο πόδι κυνηγώντας τον Edward. ‘Η σε μία άλλη περίσταση, κατά τη διάρκεια προσπάθειας εντοπισμού ενός στόχου, με έναν ολόκληρο λόχο να κυνηγάει τον ήρωα, το checkpoint (μετά το θάνατό μας) να βγάζει τον Kenway δίπλα στο στόχο, απλά και μόνο επειδή κατά την καταδίωξη φτάσαμε δίπλα του, θεωρώντας ως επιτυχημένο τον προηγούμενο στόχο του κρυφού και σιωπηλού εντοπισμού του.Κι ας μας πήρε πρέφα ολόκληρη η Αβάνα.
Ίσως αυτά να ακούγονται λεπτομέρειες, αλλά άποψή μας είναι ότι σπιλώνουν τη συνολική εικόνα μίας κατά τα άλλα σημαντικής προσπάθειες να επανακαθορισθεί η πορεία ενός πολύ μεγάλου franchise.
{PAGE_BREAK}
…και στο ίδιο τραπέζι η αστακομακαρονάδα σβησμένη με ρούμι
Από την άλλη, στο άλλο μισό του παιχνιδιού, από το οποίο μία μόνο γεύση πήραμε στο AC3, σχεδόν τα πάντα λειτουργούν άψογα. Η πλοήγηση του πλοίου είναι απροβλημάτιστη και απολαυστική, οι ναυμαχίες είναι γεμάτες ένταση και αυξανόμενη δυσκολία που εξαναγκάζει σε αναβαθμίσεις και ενισχύσεις του Jackdaw, τα ρεσάλτα θα μπορούσαν να έχουν βγεί από πειρατική ταινία υψηλών προδιαγραφών με το ρεαλισμό και τη δράση που προσφέρουν, και η απόκτηση λείας είναι ένας ακόμα κρίκος στην καλογυαλισμένη αλυσίδα της μάχης-ρεσάλτο-φθορές/ απώλειες-αποκατάσταση-αναβάθμιση-μεγαλύτερη μάχη και πάλι από την αρχή. Η ενίσχυση του σκαριού και των όπλων του είναι επιβεβλημένη προκειμένου να μπορέσει ο παίκτης να αντιμετωπίσει μεγαλύτερα πλοία και πιο ισχυρά παραθαλάσσια οχυρά. Γενικά, το Πειρατικό κομμάτι του Assassin’s Creed φαντάζει ως μια καλή δικαιολογία να ενσαρκωθεί με σύγχρονα μέσα το «Pirates!».
Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και ως δομή το AC «δανείζεται» (η κουρσεύει) τα περισσότερα στοιχεία του επαναστατικού παιχνιδιού του Sid Meier. Ακόμα και η επιστράτευση του πληρώματος, η άντληση πληροφοριών από τους ταβερνιάρηδες, οι αναβαθμίσεις, τα αποτελέσματα των ναυμαχιών και η αύξηση του επιπέδου επικινδυνότητας μίας περιοχής, μοιάζουν να είναι απευθείας βγαλμένα από το πρωτοποριακό εκείνο παιχνίδι. Και αυτό δεν είναι καθόλου μα καθόλου κακό.
Το μόνο που λείπει είναι ένα παράπλευρο παιχνίδι τύπου Total War, όπως είχε το πρωτότυπο Pirates! και το remake του, με τις διπλωματικές ισορροπίες μεταξύ πειρατών και των Δυνάμεων της περιοχής (Γάλλοι, Ισπανοί, Αγγλοι κτλ). Ακόμα και χωρίς αυτό, το “Pirate Mode” συνεχίζει να είναι ένα αυτόνομο παιχνίδι μέσα στο παιχνίδι, δίχως όμως να μοιάζει αποκομμένο. Δεν είναι το αντίστοιχο του Encyclopedia of Common Man του AC3, που έμοιαζε και ήταν παράταιρο. Είναι αναπόσπαστο τμήμα του Black Flag, αφού ο Edward Kenway είναι πρωτίστως Πειρατής.
Το “pirate mode” του AC4 εντυπωσιάζει με το μέγεθός του, το πλούσιο περιεχόμενο, την ποικιλία του και την ικανότητά του να μη γίνεται εύκολα (ή και καθόλου) βαρετό, καθώς όλες οι επιμέρους αποστολές φαντάζουν ως φυσιολογικές ασχολίες ενός πειρατικού πληρώματος. Ή μήπως ένα πειρατικό πλοίο και ο Καπετάνιος του θα άφηνε ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία να ερευνήσει ένα ναυάγιο, ή να κουρσέψει ένα στολίσκο εμπορικών πλοίων, ή να επιτεθεί σε ένα παραθαλάσσιο οχυρό με τρωτά σημεία, ή να εξερευνήσει μία σπηλιά που φαίνεται στην ακτή ή να ρίξει μία ματιά στα ερείπια από ναούς των Mayas που προβάλλουν σε ένα μικρό νησί;
Σε καμία περίπτωση, και οι άνθρωποι της Ubisoft καταφέρνουν όλο αυτό το κομμάτι να το εντάξουν ομαλά στη ροή της κύριας ιστορίας, χωρίς στραβοπατήματα στο ρυθμό και στραβοτιμονιές. Μαζί με τη σφιχτή δομή και το ουσιαστικό, μη αποπροσανατολιστικό gameplay, έχει επιστρέψει και λίγο από αυτό που τόσο πολύ έλλειπε από το τρίτο μέρος. Αυτή η αίσθηση πώς κάτω από τα δάση και τα λιβάδια (ζούγκλες και νησιά εδώ) κρύβεται κάτι αρχαίο και προανθρώπινο.
Το περιβάλλον βοηθάει σε αυτό. Οι ανεξερεύνητες ζούγκλες, τα ερείπια από ναούς των Mayas, η τοποθεσία όπου εδράζει το Τάγμα των Assassins, οι μυστηριώδεις σπηλιές. Δεν έχουμε ολική επαναφορά σε αυτό που αποτελούσε επίτευγμα στον τομέα της ατμόσφαιρας στα πρώτα τέσσερα Assassin’s Creed. Αλλά έχουμε βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση πλέον.
Πότε μου ήρθε το PS4 και δεν το κατάλαβα;
Σχεδιαστικά και οπτικά έχουμε να κάνουμε με ένα εντυπωσιακό δημιούργημα. Από το «στεριανό» μέρος μέχρι το ναυτικό, είναι φανερό πως έχει γίνει τεράστια προσπάθεια ώστε στα χέρια του παίκτη να φτάσει ένα πλήρες και ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Οι μεγάλες πόλεις της Καραϊβικής (Kingston, Nassau, Havanna) αποδίδονται υπέροχα, μέσα στο κλίμα της εποχής, με τις διαφορετικές αρχιτεκτονικές τους ως αντικατοπτρισμό των διαφορετικών πολιτισμικών προελεύσεων. Η ισπανική Αβάνα στέκεται σαγηνευτική απέναντι στο στιβαρό Kingston και το Nassau ορθώνει την Πειρατική του υπόσταση (ακόμα και πληγωμένη από τις αρρώστιες και την έλλειψη στοιχειωδών υποδομών) απέναντι στο πάνοπλο Port Royal.
Η προσοχή στη λεπτομέρεια αποτελεί ψύχωση για τις ομάδες που ασχολούνται με τα Assassin’s Creed και συνεχίζει να υφίσταται και στο Black Flag χωρίς να φαίνεται να υπάρχει όρεξη για κάποια αντιψυχωσική αγωγή. Παράλληλα, η ομορφιά και το μυστήριο της Καραϊβικής επικυριαρχούν βροντερά σε όλο το παιχνίδι, με τα διάσπαρτα νησιά, τις ανεξερεύνητες ζούγκλες, τα ναυάγια, τις κρυφές σπηλιές και τα γρανιτένια παραθαλάσσια οχυρά.
Η ομάδα ανάπτυξης εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις ευκαιρίες που δίνει το πραγματικό φυσικό περιβάλλον, και αντί για λίγες μεγάλες εκτάσεις με έντονη ροπή προς της βαρεμάρα και την αδιαφορία, παραδίδουν πάρα πολλές μικρότερες περιοχές με κάθε μία να έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον ως προς την ποικιλομορφία και τα μυστικά που κρύβουν. Η δε απεικόνιση, μαζί με λίγους ακόμα εξαιρετικούς τίτλους της γενιάς, αποτελεί το ζενίθ σε ό,τι αφορά την ομορφιά και την ποιότητα αυτού που μπορούμε να δούμε σε παιχνίδι κονσόλας. Μετά από τέτοιους τίτλους, απλά περιμένουμε να δούμε τι περισσότερο μπορεί να προσφέρει η νέα γενιά.
{PAGE_BREAK}
Εξαιρετική δουλειά έχει γίνει και στον ηχητικό τομέα. Τα Voiceovers είναι εντυπωσιακά πιστά στο κλίμα της εποχής, με τις χαρακτηριστικές φωνές και χροιές των πειρατών να αποτελούν το κατάλληλο αξεσουάρ σε ορισμένους ούτως ή άλλως επιτυχημένα σκιαγραφημένους χαρακτήρες. Οι ήχοι της θάλασσας, του καταστρώματος (με τα τραγούδια –σήμα κατατεθέν) των ναυμαχιών, των ρεσάλτων, είναι πειστικοί και συνοδεύονται από ταιριαστή μουσική επένδυση που ποιοτικά κινείται σε πολύ υψηλά επίπεδα. Όπως και όλη η μουσική του παιχνιδιού, με τη γνωστή κέλτικη χροιά των πειρατικών κομματιών. Το βιολί και τα κρουστά είναι τα κυρίαρχα μουσικά όργανα σε ένα μουσικό σύνολο που δίνει χρώμα και χαρακτήρα, σε ένα παιχνίδι που στηρίζεται πολύ πάνω σε αυτά τα στοιχεία.
Για νέες θάλασσες
Ας μη γελιόμαστε. Η μυθολογία των AC είναι μέγεθος πεπερασμένο και με μεγάλη δυσκολία θα περέμενε σε υψηλά επίπεδα το ενδιαφέρον για τη σειρά αν δεν άλλαζε κάτι δραματικά. Και άλλαξε, με την επιλογή της Ubisoft να κρατήσει την ιστορία των Templars και των Assassins, με κάποιες όμως καίριες προσθήκες στο gameplay και το ύφος της σειράς. Και δεν είναι τυχαίο ότι σε ένα, γενικά, πολύ ικανοποιητικό και απολαυστικό σύνολο, αυτά που ενοχλούν είναι οι μηχανισμοί που συνεχίζουν να ανακυκλώνονται εδώ και έξι τίτλους, χωρίς πλέον περιθώρια εξέλιξης και προόδου.
Αντιθέτως, η επιτυχημένη συνταγή του Ναυτικού μέρους του ACIII, εδώ αποκτά κυρίαρχη θέση, και κυριολεκτικά σώζει την παρτίδα. Και αρμενίζοντας προς το ηλιοβασίλεμα με ένα μπουκάλι ρούμι στο ένα χέρι και το τιμόνι στο άλλο, είμαστε πολύ, μα πάρα πολύ χαρούμενοι γι’ αυτό.
Σάββας Καζαντζίδης
{nomultithumb}