Ποιο Dark Souls; Τι “Prepare to Die”;
Στο New ‘n’ Tasty χάνεις. Πολλές φορές. Τόσες πολλές που χάνεις τελικά και το λογαριασμό. Δε γνωρίζουμε ποιος επεφύλασσε αυτή τη μοίρα στο δύστυχο Abe, αλλά όποιος κι αν είναι, σίγουρα είναι ικανοποιημένος με τη σαδιστική του συμπεριφορά. Το New ‘n’ Tasty, πέρα απ’ όλα τα υπόλοιπα, πέρα από ένα πολύ φροντισμένο remake, πέρα από ένα όμορφο παιχνίδι, πέρα από φορέας μίας ξεχωριστής αισθητικής και πολλών μηνυμάτων, είναι και μία ευθεία προβολή σε μία εποχή παιχνιδιών που οι δημιουργοί δε συγχωρούσαν το παραμικρό λάθος και οι παίκτες το γνώριζαν καλά. Απ’ όσο καταφέραμε να διαβάσουμε δεξιά και αριστερά, διότι ο υπογράφων δεν έπαιξε ποτέ το πρωτότυπο παιχνίδι, ακόμα κι έτσι, η δυσκολία έχει αμβλυνθεί σημαντικά αφού η J.A.W. έχει φανεί πολύ ανοιχτοχέρα σε ό,τι αφορά τα checkpoints. Φανταστείτε δηλαδή.
Βέβαια, όσοι μεγάλωσαν με αυτής της φιλοσοφίας τα 2D platformers (και puzzle games βεβαίως, αφού το New ‘n’ Tasty μόνο ένα μονοδιάστατο παιχνίδι δεν είναι) θα τρίβουν τα χέρια τους από τη χαρά τους. Για τους υπόλοιπους δε μας μένει παρά να αποφασίσουμε πώς θα αξιολογήσουμε τα όσα παραπέμπουν σε παλιότερες αγαπημένες αλλά και πολύ συχνά εξιδανικευμένες εποχές και που σήμερα μας κάνουν τη ζωή ελαφρώς δυσκολότερη.
Θα πρέπει να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας. Δε μπορούμε σε κάθε τέτοια περίπτωση αναγέννησης και αναπαλαίωσης ενός παιχνιδιού εκλεκτικά να συγχωρούμε ή να καταδικάζουμε αναχρονισμούς. Διότι δε μπορούμε να φανταστούμε ότι η διαχείριση του inventory σε μία επανακυκλοφορία του Icewind Dale θα συμπεριλαμβανόταν στα αρνητικά του στοιχεία ακόμα κι αν είμαστε στο σωτήριο έτος 2014. Έτσι λοιπόν και οι αναχρονισμοί του New ‘n’ Tasty, πόσο μάλλον εφόσον δεν έπεσε στα χέρια του υπογράφοντος ποτέ, θα πρέπει να συγχωρεθούν μια και καλή. Αν τουλάχιστο επιθυμούμε να έχουμε τα ίδια μέτρα και σταθμά και να το έχουμε καταστήσει ξεκάθαρο από την αρχή.
Με δεδομένο λοιπόν ότι οι ατελείωτες βωμολοχίες που εκτοξεύθηκαν προς την οθόνη και τα φαιά κύτταρα που ξοδεύτηκαν για να ξεπηδήσουν ευφάνταστοι νεολογισμοί, που θα κορέσουν την ανάγκη μας για χυδαιολογίες μήπως και τη γλυτώσει το χειριστήριο, δε θα παίξουν ρόλο στην ετυμηγορία μας, ξεκινάμε να ξετυλίξουμε αυτό που επιφανειακά δε φαίνεται καθόλου ως κουβάρι, αλλά αποδεικνύεται ολόκληρος μίτος.
Έχουμε το –ας το αποκαλέσουμε- προνόμιο να αντιμετωπίζουμε το New’n’ Tasty ως κάτι τελείως καινούργιο με δεδομένο ότι δεν υπάρχει η εμπειρία του πρωτότυπου παιχνιδιού. Ακόμα κι αν σκεφτούμε ότι κατέχουμε πλήρως τα Munch’s Oddysee και Strangers Wrath, το εικαστικό, αισθητικό και gameplay κομμάτι του προκαλεί μεγάλη εντύπωση.
Ο Abe, εργάζεται υπό συνθήκες δουλείας, στο εργοστάσιο παρασκευής τροφίμων ονόματι Rapture Farms. Μαζί του, οι συντοπίτες και ομοειδείς Mudokons, που σιωπηρά και αγόγγυστα υπομένουν το καθημερινό μαρτύριό τους. O Abe κατά τύχη μαθαίνει ότι το δοικητικό συμβούλιο του εργοστασίου ψάχνει απεγνωσμένα νέα πρώτη ύλη για την παρασκευή φαγητού, και ότι η νέα αυτή πρώτη ύλη δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι ίδιοι οι Mudokons! Τότε, ο ταπεινός και καταφρονεμένος Abe, με ραμμένα τα χείλη και άτσαλες κινήσεις, αποφασίζει να δραπετεύσει από το κάτεργο των Rapture Farms και στο μεταξύ να σώσει και όσους συmudokonίτες μπορεί.
Στην πορεία αντιλαμβάνεται ότι ο ίδιος είναι φορέας μίας αρχαίας δύναμης και εν δυνάμει εκπληρωτής ενός πεπρωμένου. Προκειμένου όμως η δύναμη αυτή να απελευθερωθεί και ο Abe να οδηγήσει το λαό του στην ελευθερία, θα πρέπει να περάσει από πολλές φουρτούνες και τρικυμίες, να ταξιδέψει σε απάτητες και μυστικιστικές χώρες, και να προσφέρει ό,τι έχει και δεν έχει από δυνάμεις ακόμα κι αν αυτό του κοστίσει την ίδια του τη ζωή. Και ο Abe, σε μια μεγαλειώδη κίνηση ταπεινοφροσύνης και αυταπάρνησης, ακόμα κι αν καλά καλά δεν καταλαβαίνει ποιο είναι αυτό το πεπρωμένο και πάντα με το στόμα ραμμένο, ξεκινάει την Οδύσσειά του.
Το πόσες αναφορές, παραπομπές στη σύγχρονη πραγματικότητα, στη σύγχρονη παγκόσμια κατάσταση έχει αυτό το παιχνίδι, σας καλούμε να το ανακαλύψετε μόνοι σας. Πέρα από όλα τ’ άλλα είναι ένα πολύ εύστοχο σχόλιο πάνω στη σύγχρονη παγκόσμια τάξη πραγμάτων και τα μηνύματα που περνάει είναι πάμπολλα, πάντα κάτω από την ελαφριά μεταμφίεση ενός άρτιου αισθητικά και γκροτέσκου πονήματος σε όλα τα επίπεδα.
Ξεκινώντας από το εργοστάσιο των Rapture Farms, που διευθύνεται από τους Glukkons, ο Abe ταξιδεύει στα πάτρια εδάφη της φυλής του και από εκεί στα αφιλόξενα τοπία της Scrabania, που παραπέμπουν σε μία δαιμονικά διαστρεβλωμένη Αριζόνα, και της Paramonia που αντιστοιχεί στα δάση της βορείου Αμερικής με λίγες ξύλινες εξέδρες παραπάνω. Ανατρέποντας τις συνήθεις δομές των κειμένων μας, ξεκινάμε από το αισθητικό-οπτικό κομμάτι που είναι πραγματικά αποστομωτικό. Όχι σε ό,τι αφορά την ωμή ισχύ των γραφικών, αλλά στο συνδυασμό του εξαιρετικού τεχνικού τομέα και του ολόφρεσκου -ακόμα και 20 χρόνια μετά- art direction.
Η εικόνα των εργοστασιακών χώρων παραπέμπει σε splatter ταινίες τρίτης διαλογής, με τον ορίζοντα όμως να γεμίζει πάντα με γκροτέσκες κολοσσιαίες φιγούρες, που θυμίζουν τη σύγχρονη ακόρεστη μεγαλομανία των πολυεθνικών και την τάση τους να βάζουν τη σφραγίδα της ηγεμονίας τους ακόμα και στις πιο άσχημες κατασκευές. Το σήμα κατατεθέν να φαίνεται και μετά το χάος. Οι υπόλοιποι εξωτερικοί χώροι ενέχουν σχεδιαστική σπιρτάδα και ομορφιά μαζί. Ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις, με τον ήλιο λαμπρό και τα κωνοφόρα δέντρα να κοιτούν αγέρωχα προς τα πάνω, μία σκοτεινιά καλύπτει το παιχνίδι και αυτή δε διαλύεται από τις αστείες φωνούλες του Abe και τους συνεχείς «αερισμούς» του.
Στο gameplay κομμάτι, το Abe’s Oddysee είναι και Platform και Stealth και Puzzle παιχνίδι, στηριζόμενο βαρέως στην Trial and Error φιλοσοφία. Μία φιλοσοφία που, όπως προαναφέραμε, μπορεί να οδηγήσει σε ακατάσχετο υβρεολόγιο ξεχωριστής έμπνευσης. Τέτοιου που να κάνει αυτόν που ακούει από το διπλανό μπαλκόνι να ανασηκώνει τα φρύδια από τη σαστιμάρα. Αλλά δε θα διαμαρτυρηθούμε άλλο γι αυτό. Το είπαμε και το αποφασίσαμε ότι αυτή είναι η φιλοσοφία του παιχνιδιού και αν αυτό οδηγεί σε πέντε θανάτους το λεπτό, με γεια του με χαρά του.
Το Stealth κομμάτι γενικώς λειτουργεί, αλλά ομοίως με ό,τι ισχύει και με όλα τα άλλα στυλ παιχνιδιού στο New’n’Tasty, είναι ελαφρώς υπερευαίσθητο. Ένα παραπάνω βήμα και οδηγούμαστε σε one hit kill. Δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία. Επισκεπτόμαστε άμεσα το τελευταίο checkpoint. Ομολογουμένως πάντως, τα checkpoints είναι πολύ πυκνά και καλά κάνουν και είναι, γιατί ο δέκατος πέμπτος στη σειρά θάνατος σε συγκεκριμένο σημείο, δε θα απέβαινε σε καλό της κονσόλας.
Οι γρίφοι δεν είναι δύσκολοι και έχουν να κάνουν περισσότερο με το να εντοπίσουμε πού ακριβώς βρίσκεται η λύση τους (τοπογραφικά μέσα στο επίπεδο). Για καλή μας τύχη, οι διαδοχικές οθόνες έχουν δώσει τη θέση τους σε μία ενιαία οθόνη που ακολουθεί τον παίκτη και έτσι ελαχιστοποιείται το αίσθημα αποπροσανατολισμού, πόσο μάλλον όταν σε κομβικά σημεία υπάρχουν και χάρτες με απαραίτητες πληροφορίες για τη δομή μίας περιοχής και τους Mudokon που περιέχει.
Το platform κομμάτι το βρήκαμε το πιο προβληματικό απ’ όλα κι αυτό γιατί είναι και το πιο άδικο, αν βεβαίως ευσταθεί ο χαρακτηρισμός για ένα παιχνίδι που θέλει ευλαβικά να κρατήσει το πνεύμα του πρωτοτύπου είκοσι χρόνια πριν. Και πιστέψτε μας, δεν έχουμε πρόβλημα με τις κινήσεις ακριβείας που απαιτούνται και τον τέλειο συγχρονισμό. Αλλά το lag στην κίνηση του, ούτως ή άλλως, νωχελικού Abe είναι δολοφονικό. Όπως δολοφονική είναι η επιλογή να μπουν όλες οι κινήσεις (jump, run, crouch) στον αριστερό μοχλό. Θα έπρεπε τουλάχιστο να υπάρχει η δυνατότητα να απενεργοποιήσουμε αυτή την επιλογή. Δυστυχώς, δεκάδες θάνατοι αποδίδονται στο ότι το παιχνίδι δεν αποφάσισε εγκαίρως αν επιλέξαμε jump ή crouch, roll ή run. Οπότε τώρα ξέρουμε: καρδιαγγειακά, τροχαία, και αυτός ο αριστερός αναλογικός φταιν για όλα.
Βεβαίως το lag στην κίνηση του Abe, αυτός ο μικρός δισταγμός να ξεκινήσει, αυτό το μικρό βηματάκι παραπάνω που κάνει για να σταματήσει, αυτή η αξιολάτρευτη ανικανότητα να σταθεί στο ακριβές σημείο για να κινήσει το μοχλό, μπορεί να είναι και επιλογή των δημιουργών που λειτουργούν με το όραμα του Σωτήρα και Λυτρωτή αλλά πάντα αδέξιου και αρτσούμπαλου Abe. Όπως και να ‘χει, θέλουμε να τους πληροφορήσουμε ότι μας έκανε τη ζωή ελάχιστά πιο δύσκολη και τις μέρες που παίξαμε τσίμπησε και κανά δυο μοναδούλες η ένδειξη στο σφυγμομανόμετρο -ειδικά τις απογευματινές ώρες.
Το δεύτερο σχετικώς ασυγχώρητο για ένα behemoth σαν το PS4 είναι το frame rate, το οποίο δε φαίνεται να ενοχλεί υπό φυσιολογικές συνθήκες, αλλά είναι συχνά καταστροφικό σε platforming sessions, όπως επί παραδείγματι στα σημεία που ο Abe ιππεύει ένα Elum, πηδώντας πάνω από φαράγγια στο Death Valley της Scrabania. Δεν είναι αποδεκτό, υπό τέτοιες συνθήκες, να θολώνει η εικόνα και να χάνεται η εστίαση οπότε και το Trial and Error να γίνεται Trial, Error and Pure Luck. Ολόκληρες πραγματολογικές μελέτες για τα 8 giga της μνήμης του μηχανήματος έχουμε κάνει, συνέδρια έχουν διοργανωθεί για τους επεξεργαστές, κι εμείς ψάχνουμε τον Abe μέσα στη θολούρα της Scrabania.
Αρκετά με τη γκρίνια. Ας κοιτάξουμε το παιχνίδι συνολικά. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο το ότι ένας remake (ή remaster, ή ανακαινισμένος, όπως θέλετε πέστε το) τίτλος, που όμως ελάχιστα παρεκκλίνει από τη φιλοσοφία του πρωτοτύπου, το οποίο μετράει κοντά 18 χρόνια, στέκεται τόσο καλά. Το περιεχόμενο είναι χορταστικό, η κάθε περιοχή λειτουργεί αυτόφωτα και έχει σχεδόν πάντα κάτι καινούργιο να προσφέρει, το level design χωρίς να εκπλήσσει (εν έτει 2014) συνεχίζει να είναι φρέσκο και η ποικιλία, οπότε και ο ρυθμός στο gameplay, είναι ικανοποιητικός. Και εκτός αυτών, το υλικό λειτουργεί σε ένα «το Soylent Green συναντά την Παλαιά Διαθήκη» περιβάλλον, με βαριές εικαστικές αναφορές και δύσπεπτα (κυριολεκτικά) υπονοούμενα.
Η συζήτηση για το τι μπορεί να προσφέρει ένα σημείο όπου ο Abe πρέπει να συγχρονιστεί και να περάσει τρείς αιωρούμενους βράχους δύο απανωτές φορές, με δεδομένο ότι είμαστε στο 2014, μπορεί να αποδειχτεί μεγάλη και χρονοβόρα. Ίσως το παραπάνω (καθώς και δεκάδες άλλα gameplay στοιχεία) να μην εξυπηρετούν πλέον τίποτα. Αλλά ταυτόχρονα τίποτα δεν εξυπηρετεί και ένα παιχνίδι-γνήσιο τέκνο της εποχής μας, όπου ο παίκτης κρατάει το μοχλό μπροστά και πατάει το X όταν του το λέει ευθαρσώς το ίδιο το παιχνίδι, για να μη πονοκεφαλιάζει αναίτια.
Και βεβαίως αν ψάχνουμε τη χρυσή τομή μεταξύ ανελέητου Trial and Error που δε συγχωρεί και απόλυτα αδιάφορου και ευνουχισμένου gameplay που δεν προσφέρει τίποτα ουσιαστικό, σίγουρα δε θα τη βρούμε στον Προπάτορα. Εκεί θα ψάξουμε την παρακαταθήκη και κάποιες ιδέες που έξυπνα ενσαρκωμένες τη σήμερον ημέρα μπορεί να ξαναφέρουν την επανάσταση.
Όπως και να’ χει, το σίγουρο είναι ότι το New ’n’ Tasty αναζωπυρώνει το ενδιαφέρον για το σύμπαν του Oddworld, που τόσο άδοξα είχε σβήσει πριν κάποια χρόνια (και γι αυτό μη ψάχνετε ευθύνες σε κολοσσούς σαν την EA, εμείς γνωρίζουμε μεγαλοβαρώνους αρχισυντάκτες που παίζουν στα δάκτυλά τους τη βιομηχανία και έβαλαν 7 (επτά, seven, sieben) στο Stranger’s Wrath). Κάτι που σημαίνει ότι προσδοκούμε το ενδιαφέρον αυτό να στραφεί και σε άλλες πτυχές του Oddworld και προσβλέπουμε σε συνέχειες πια και άλλων παιχνιδιών της σειράς. “Follow me” φωνάζει ο Abe και πρέπει να σας αφήσουμε. Έχουμε ακόμα πολλούς Mudokon να σώσουμε.