I’m not a number! I’m a free man…
Συμβιβασμένοι είμαστε πλέον με την ιδέα. Θέλοντας και μη, η φορητή κονσόλα της Sony -που οι περισσότεροι αναζητούν εντός κάποιου συρταριού ίσως και με ένα λεπτό στρώμα σκόνης πάνω της- οφείλει την ενδεχόμενη αναγέννηση της ύπαρξής της σαν προέκταση του “μεγάλου αδερφού” PlayStation 4. Και όχι, δεν φταίνε οι χρήστες για αυτό το γεγονός. Η ίδια η εταιρία φαίνεται να έχει χαράξει αυτό το δρόμο. Κι όλοι οι κάτοχοί της, συγκαταβατικά, αποδέχτηκαν τη μοίρα της κονσόλας. Και φυσικά το πρόβλημα δεν είναι οι δυνατότητες του PS Vita. Τουναντίον. To software είναι αυτό που καθορίζει την πορεία στην αγορά ενός τέτοιου μηχανήματος. Και δυστυχώς, πέραν των μπόλικων ports, κάθε λογής indie games που είναι… multi-multiplatform, και ανούσιων mini games, οι αποκλειστικοί ΑΑΑ τίτλοι είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, άντε βαριά και των δύο. Κι όταν το αντίπαλο δέος στην κατηγορία έχει τόσους τίτλους στη φαρέτρα του, με νέους να προστίθενται συνεχώς, τα πράγματα μόνο ευοίωνα δεν είναι για το μέλλον του PS Vita σαν ανεξάρτητη κονσόλα.
Σε αυτήν την άνιση μάχη, λοιπόν, βλέπεις τη Sony να ρίχνει στο τραπέζι τα μεγάλα της μέσα (βλ. Japan Studio), γεγονός το οποίο μόνο θετικό μπορεί να θεωρηθεί, δίνοντας μια ελπίδα. Καταρχάς να ξεκαθαριστεί ότι ο γράφων δεν έχει και την μεγαλύτερη εξοικείωση με τίτλους αυτής της gaming κουλτούρας και σχεδιασμού. Βέβαια, μετά από πολύωρη ενασχόληση με τον τίτλο για τις ανάγκες του review, όλα αυτά παύουν να παίζουν ρόλο, καθώς αποκαλύπτεται το μεγαλείο του gaming της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου. Μια κουλτούρα τόσο διαφορετική από τον δυτικό κόσμο, ικανή όμως να μαγέψει με τρόπο που μόνο αυτή γνωρίζει.
Τι κι αν είναι φανερό ότι το Freedom Wars πρόκειται για έναν κλώνο του Monster Hunter; Για τον γράφοντα αυτά τα κλισέ δεν αποτέλεσαν ποτέ επιρροή στην κρίση του, πόσο μάλλον τον απέτρεψαν ποτέ να αφεθεί μπροστά σε κάτι ωραίο. Και το Freedom Wars είναι τρανό παράδειγμα τέτοιας ομορφιάς. Ας ξεκινήσουμε όμως με τον κόσμο του τίτλου. Κάπου εκεί, στο πολύ μακρινό μέλλον, σε ένα αναμενόμενα φουτουριστικό υπόβαθρο, λόγω του υπερπληθυσμού οι κυβερνήσεις έχουν καταφύγει σε μεθόδους χαλιναγώγησης της κοινωνίας, που θα ζήλευαν ακόμα και τα πιο απολυταρχικά καθεστώτα της Ιστορίας της ανθρωπότητας, με τις ομοιότητες όμως με το παρελθόν του ανθρώπου να είναι παραπάνω από εμφανείς. Οι πόλεις, οι οποίες αναφέρονται στο παιχνίδι σαν Panopticons, κυριολεκτικά μάχονται για την απόκτηση των αγαθών και την επιβίωσή τους.
Το όλο σκηνικό φλερτάρει έντονα με μια αίσθηση 1984 του Όργουελ, με αυτιά και μάτια να υπάρχουν σε κάθε σου βήμα, σε κάθε σου αναπνοή, αφού χρειάζεσαι την άδεια του καθεστώτος ακόμα και για να καθίσεις ή να βγεις από τους τέσσερις τοίχους του κελιού σου -πέραν της ώρας της μάχης. Ο χαρακτήρας μας, λοιπόν, έχει μόλις δεχτεί μια εξοντωτική ποινή, συνηθισμένη βέβαια για τα δεδομένα της εποχής, ενός εκατομμυρίου ετών φυλάκισης, γεγονός που προκύπτει από το ότι είναι ένας Sinner μόνο και μόνο επειδή έκανε το “λάθος” και γεννήθηκε σε έναν κόσμο ο οποίος δεν έχει περιθώρια για τέτοιες πολυτέλειες. Ο παίκτης δημιουργεί το δικό του χαρακτήρα, παραμετροποιώντας τον όπως θέλει, με το αποτέλεσμα να είναι ικανοποιητικό, καθώς σκοπός των δημιουργών είναι να μην υπάρχουν ούτε καν δύο ίδιοι χαρακτήρες μες στον κόσμο του παιχνιδιού, πράγμα που μάλλον το πετυχαίνουν.
Και κάπου εδώ ξεκινάει ο αγώνας δρόμου για την μείωση της ποινής με κάθε δυνατό τρόπο, γεγονός που κι από μόνο του δίνει μεγάλο βάθος στο παιχνίδι. Η γενικότερη ιδέα είναι να λειτουργείς εξυπηρετώντας το κοινό καλό, αλλά φυσικά αυτό δεν συνεπάγεται ανάλογη ελαστικότητα στο οποιοδήποτε παράπτωμα υποπέσει ο χαρακτήρας μας, με τον οποίο, όπως και με όλους τους υπόλοιπους, το γράμμα του νόμου είναι αδίστακτο και δεν συγχωρεί ούτε το ελάχιστο. Δίπλα μας σε όλη αυτή τη μάχη για επιβίωση βρίσκεται το επονομαζόμενο ως “Accessory”, βοηθός όταν χρειαστεί, αλλά όπως είναι αναμενόμενο, τα μάτια και τα αυτιά του νόμου για τον άμεσο παραδειγματισμό μας σε κάθε… στραβή.
Οι μάχες στο Freedom Wars εκτυλίσσονται σε πεδία με ποικιλία τοπίων και περιβάλλοντος, με αντιπάλους πολίτες από άλλες πόλεις και υπερμεγέθη ρομπότ, τα οποία είναι γνωστά σαν Abductors. Αυτά τα ρομπότ απαγάγουν αθώους πολίτες, τους οποίους σκοπός μας είναι να ελευθερώσουμε νικώντας τους Abductors στη διάρκεια της κάθε αποστολής. Τα όπλα που χρησιμοποιούμε στη μάχη είναι ποικίλα κι έτσι μπορούμε να εξοπλίσουμε τους χαρακτήρες από thorns, με τα οποία μπορούμε να γαντζώσουμε τον εχθρό ή και τα περιβάλλοντα στοιχεία, μέχρι grenades διαφόρων ειδών, σπαθιά, πολυβόλα και κάθε λογής melee όπλα, τα οποία φυσικά έχουν περαιτέρω δυνατότητες upgrade. Οι μάχες με τους Abductors είναι συνήθως μεγάλης διάρκειας, αρκετά έως πολύ δύσκολες κι επίπονες και βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στη στρατηγική αντιμετώπισής τους κι όχι τόσο στο τυφλό κυνηγητό και shooting στοιχείο. Το σύστημα μάχης του Freedom Wars είναι πραγματκού χρόνου, απεικονίζεται σε κάμερα τρίτου προσώπου, και ο παίκτης ελέγχει μόνο το δικό του πολεμιστή. Οι υπόλοιποι της ομάδας μας είτε ελέγχονται από τη CPU, είτε από online συμπαίκτες, τμήμα του παιχνιδιού στο οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω.
Η σωστή και συνετή επιλογή της κατάλληλης στρατηγικής, καθώς και η συνεργασία σε κάθε επίπεδο, είναι το Α και το Ω για το επιθυμητό αποτέλεσμα σε αυτό το παιχνίδι. Για αυτό το λόγο και χρειάζεται μια πρώτη σκέψη πριν ξεκινήσει κάποιος να χτυπάει τυφλά. Ο ρυθμός είναι καταιγιστικός και οι μάχες εθιστικές, κάτι το οποίο γίνεται αντιληπτό στις περιπτώσεις που η διάρκεια μιας μάχης μπορεί να αγγίξει και τα 30 λεπτά, χωρίς όμως να κουράζει και να δίνει την αίσθηση ότι ο χρόνος κυλάει βασανιστικά. Αυτά κατά κύριο λόγο είναι και τα μεγάλα ατού του παιχνιδιού. Οι εθιστικές μάχες, η μεγάλη δόση στρατηγικής, η ποικιλία και η δυνατότητα αναβάθμισης των όπλων, καθώς και το ομαδικό παιχνίδι, το οποίο σε αναγκάζει να συνεργαστείς ακόμα και για το καθαρά single player κομμάτι του τίτλου. Η ολοκλήρωση που ένιωσε ο γράφων την στιγμή που κατάφερε να εκμηδενίσει την ποινή του, που ως συνεπακόλουθο σήμανε την αποφυλάκιση, ήταν μια υπέροχη gaming εμπειρία.
Όσον αφορά το οπτικοακουστικό κομμάτι του τίτλου, βρεθήκαμε μπροστά σε ένα πολύ καλό αποτέλεσμα -όπως είναι αναμενόμενο από ένα μηχάνημα των δυνατοτήτων του PS Vita. Τα γραφικά είναι άψογα με πανέμορφο σχεδιασμό, υπέροχη παλέτα χρωμάτων και άψογη συνοχή κι εναλλαγή του φυσικού περιβάλλοντος με το φουτουριστικό, ενώ το frame rate παραμένει πάντα ψηλά. Ο ήχος “δένει” απόλυτα με το ύφος του παιχνιδιού και το ιαπωνικό voice over δίνει αυτό το κάτι παραπάνω που χρειάζεται για να ταιριάξει με το υπόλοιπο εικαστικό του παιχνιδιού, προσφέροντας στον παίκτη μια ολοκληρωμένη εμπειρία που καθηλώνει. Το soundtrack απαρτίζεται, όπως συνηθίζεται σε παιχνίδια του είδους, από κομμάτια με στοιχεία ηλεκτρονικής j-pop αλλά και κάποια πιο “επικά” τα οποία δένουν απόλυτα με τις μάχες και το κλίμα που δημιουργείται κατά τη διάρκειά τους.
Για το τέλος κρατήσαμε το online κομμάτι του τίτλου, που πρέπει να δεχτεί τα συγχαρητήρια και να αποτελέσει παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να υφίσταται το multiplayer κομμάτι ενός παιχνιδιού, χωρίς δηλαδή να δημιουργεί προβλήματα στη single player εμπειρία. Η συνύπαρξη των δύο είναι μαγική και δεν γίνεται αντιληπτή καμία διαφορά, είτε παίζεις με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο, αφού ανα πάσα στιγμή μπορείς να περάσεις σε online περιβάλλον, σε ελάχιστο χρόνο και χωρίς προβλήματα στη σύνδεση. Στο συνεργατικό mode o παίκτης έχει τη δυνατότητα να χτίσει τη δική του ομάδα για να φέρει εις πέρας μια αποστολή, ενώ υπάρχει και ανταγωνιστικό mode, όπου ερχόμαστε αντιμέτωποι με αντιπάλους παίκτες μιας άλλης πόλης. Και υπάρχουν τα leaderboards για μας υπενθυμίζουν τη θέση της πόλης μας στο παγκόσμιο χάρτη, προσθέτοντας έτσι στο ανταγωνιστικό κομμάτι μια ωραία πινελιά.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, θα λέγαμε ότι το Freedom Wars είναι ένας τίτλος που έρχεται την κατάλληλη στιγμή για το “λαβωμένο” PS Vita. Με την υψηλή ποιότητά του και την ιδανική μίξη από στοιχεία hack ‘n’ slash, shooting και RPG που διαθέτει, μπορεί να προσφέρει αρκετές ώρες ενασχόλησης (φτάνοντας κοντά στις 40 για το main story και μπόλικες ακόμα ώρες με online και side missions). Και με δεδομένη την ανομβρία τίτλων για το φορητό της Sony, μάλλον μιλάμε για ένα “must buy” ακόμα και για όσους δεν είναι λάτρεις του είδους.