We have to go back Max…
Το Life is Strange είναι ένα νέο δημιούργημα από τη Dontnod Entertainment, η οποία στο παρελθόν είχε παραδώσει το ιδιαίτερο Remember Me της Capcom. Σε αυτήν της τη νέα προσπάθεια η εταιρία θέλησε να παραδώσει και πάλι ένα παιχνίδι που θα ξεφεύγει από τα συνηθισμένα πλαίσια των βιντεοπαιχνιδιών και το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας είναι το Life is Strange. Πρόκειται για ένα interactive παιχνίδι περιπέτειας, δοσμένο σε πέντε επεισόδια. Ο τίτλος, που εκδίδεται από τη Square Enix, αποτελεί ένα συνονθύλευμα γνωστών παιχνιδιών της κατηγορίας, όπως το Walking Dead, το Heavy Rain, το Gone Girl και το Alan Wake. Ναι, όλα τα παραπάνω παιχνίδια μπορούν να δουν τον εαυτό τους να “αντανακλάται” μέσα στο Life is Strange, αλλά παρ’ όλα αυτά το παιχνίδι της Dontnod εκπέμπει μία αύρα μοναδικότητας, κάτι αρκετά κολακευτικό και ρομαντικό για το χρήστη που έχει απέναντί του.
Η χαρακτήρας της οποίας την ιστορία παρακολουθούμε, ονομάζεται Maxine Caulfield, ένα συνεσταλμένο κορίτσι, το οποίο ύστερα από απουσία μερικών ετών στο Seattle μαζί με την οικογένειά της, επιστρέφει στη γενέτειρά της, την Arcadia Bay του Oregon, για να σπουδάσει φωτογραφία στο τοπικό πανεπιστήμιο της περιοχής. Όλα κυλούν με το γνωστό και “ανήσυχο”, αμερικάνικο φοιτητικό τρόπο που συνηθίζεται, μέχρι που τη μονοτονία των μαθημάτων, του bullying, του skating και των ερώτων στη ζωή της Max, έρχεται να σπάσει ένα γεγονός που θα της αλλάξει μια για πάντα τη ζωή και τον τρόπο που αλληλεπιδρά με τους γύρω της. Η Max θα συνειδητοποιήσει, ύστερα από ένα τρομακτικό συμβάν, πως μπορεί να ελέγχει το χρόνο γύρω της και με μία απλή κίνηση, να μεταφέρεται πίσω σε αυτόν αλλάζοντας τα δεδομένα.
Το gameplay του παιχνιδιού θυμίζει έντονα αυτό των Heavy Rain και Walking Dead, καθώς μετακινούμαστε στο περιβάλλον, αλληλεπιδρώντας με οτιδήποτε μπορούμε να φανταστούμε. Οι δημιουργοί μάλλον υπερέβαλλαν εαυτούς, μιας και τα αντικείμενα με τα οποία μπορούμε να έρθουμε σε επαφή είναι πολλά και συνήθως επαναλαμβανόμενα σε σημείο που μπορεί να κουράσουν όποιον θέλει να εξερευνήσει σπιθαμή προς σπιθαμή τις περιοχές, ενώ, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε με τα περισσότερα αντικείμενα είναι να τα “αναγνωρίσουμε” χωρίς κάποια επιπλέον χρήση.
Στη διάρκεια του παιχνιδιού θα έρθουμε σε επαφή και με άλλα άτομα του πανεπιστημίου, συζητώντας μαζί τους όσα συμβαίνουν, και γεγονότα για τα οποία προβληματίζονται. Και εδώ όμως, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, γίνεται έντονη η διαφορά στην “ποιότητα” των διαλόγων μεταξύ των βασικών χαρακτήρων και των “κομπάρσων”, οι οποίοι έχουν προστεθεί απλά και μόνο για μεγαλύτερη ποικιλία και διάρκεια του παιχνιδιού, παρά για κάτι ουσιαστικό. Όμως, δε θέλουμε να αδικήσουμε το Life is Strange, ειδικά σε περίπτωση που στα επόμενα επεισόδια δούμε να καταρρέει αυτή η εντύπωση που μας δημιουργήθηκε για μεγάλη μερίδα χαρακτήρων και ευχόμαστε να διαψευσθούμε από την εξέλιξη της ιστορίας.
Αυτό, όμως, που κάνει ξεχωριστό το Life is Strange, είναι η δύναμη της Max να ελέγχει το χρόνο. Έτσι λοιπόν, σε περίπτωση που λάβει χώρα ένα γεγονός που θα μας προβληματίσει ή θα θέσει σε κίνδυνο τη πρωταγωνίστριά μας ή κάποιον άλλο χαρακτήρα του παιχνιδιού, έχουμε τη δύναμη με το πάτημα ενός πλήκτρου να γυρίσουμε το χρόνο πίσω και να αλλάξουμε τα τεκταινόμενα προς όφελός μας. Αυτή η δύναμη μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για απλούς λόγους, όπως μία συζήτηση με κάποιον συμφοιτητή, είτε για κάποιο -άρρηκτα συνδεδεμένο με την εξέλιξη της ιστορίας, γεγονός. Αυτό που θα επιθυμούσαμε, θα ήταν μία πλειάδα από επιλογές και όχι το σύνηθες δίλλημα μεταξύ δύο επιλογών καλής ή κακής συμπεριφοράς. Τρεις ή τέσσερις επιλογές σε καίρια σημεία θα “άγχωνε” λίγο παραπάνω τον παίκτη και θα προσέφερε και ενδιαφέρον για ακόμα περισσότερα playthroughs.
Πέρα από τις δυνάμεις της Max, αυτό που μας εντυπωσίασε εξίσου ήταν η μουσική επένδυση του παιχνιδιού, η οποία θεωρούμε ότι ταιριάζει “γάντι” στην ατμόσφαιρα, τους χαρακτήρες, τον τρόπο αφήγησης και την τοποθεσία που διαδραματίζεται η ιστορία. Τα μουσικά θέματα που δημιουργήθηκαν δεν προκαλούν ρίγη συγκίνησης, αλλά είναι από τις λίγες φορές που νιώσαμε ότι χωρίς τη συγκεκριμένη μουσική υπόκρουση, το παιχνίδι θα έχανε τη μισή από την εμπειρία που προσφέρει. Αλλά και οπτικά βέβαια, ο τίτλος της Dontnod κρίνεται ικανοποιητικός αν θεωρήσουμε “τροχοπέδη” τη downloadable “φύση” του, αφού χωρίς να εντυπωσιάζει σε κανένα σημείο, αφήνει θετικές εντυπώσεις. Μοναδικό μας παράπονο στον τεχνικό τομέα είναι το απαράδεκτο lip -sync, το οποίο θυμίζει παλιές (πολύ παλιές) εποχές…
Το πρώτο επεισόδιο της σειράς Life is Strange μάς άφησε τελικά με την αίσθηση ότι δεν προλάβαμε να δούμε κάτι σημαντικό. Κύριο αίτιο ήταν η (λογική) προσπάθεια της εταιρίας να μας συστήσει σε έναν όχι και τόσο μικρό κόσμο. Αν και οι περιοχές που περιπλανηθήκαμε δεν ήταν πολλές, οι χαρακτήρες, η ιστορία πίσω από αυτούς και η γενικότερη αίσθηση ότι παρακολουθούσαμε το κομμάτι ενός μεγάλου δράματος, δεν άφησαν αρκετό χρόνο για να πραγματοποιηθεί κάτι συνταρακτικό ή να εξελιχθεί η ιστορία κατά πολύ. Η γενικότερη όμως αισθητική, η πολυπλοκότητα ορισμένων χαρακτήρων, το μυστήριο που έχει πλακώσει σαν συννεφιά πάνω από την πόλη, ο τρόπος που παρουσιάζονται τα γεγονότα και οι δυνατότητες που διαθέτει η Max, μας προϊδεάζουν για κάτι πολύ καλύτερο από το πρώτο επεισόδιο που μόλις ασχοληθήκαμε. Και αυτή η αναμονή μετά το τέλος, δε βοηθάει καθόλου. Τέσσερις μέρες μόνο…
Το review βασίστηκε στην PS4 έκδοση του παιχνιδιού, ενώ είδαμε και την έκδοση για Xbox One.