Δικαίωση…
Άρθρα και απόψεις για “αδικημένα παιχνίδια”, “developers που το κοινό δεν εκτίμησε”, “διαμάντια που χάθηκαν στη λάσπη” και άλλα τέτοια σχετικά, διαβάζουμε ή ακούμε συχνά στο internet. Αυτές οι απόψεις κάποιες φορές είναι δικαιολογημένες, ενώ κάποιες άλλες μάλλον όχι, και έρχονται μέσα στο γενικότερο κλίμα εκθειασμού για κάτι που εμείς λατρέψαμε και οι “υπόλοιποι δεν κατάλαβαν”. Αν, όμως, υπάρχει μια ομάδα που κερδίζει δικαιωματικά τον τίτλο της “όντως αδικημένης και κατατρεγμένης από τη ζώη” -παμψηφεί- αυτή είναι η Ninja Theory. Οι Βρετανοί της Ninja Theory έγιναν ευρέως γνωστοί με το Heavenly Sword, “που αδικήθηκε γιατί βγήκε πριν την ώρα του”, προσπάθησαν για το κάτι παραπάνω με το Enslaved, “αλλά αδικήθηκαν, γιατί δεν υπήρξε κατάλληλη προώθηση από τη Namco” και έκαναν το μεγάλο βήμα με το DmC, “αλλά αδικήθηκαν γιατί ο κόσμος δεν γούσταρε το χτένισμα του νέου Dante”. Μιλάμε για πραγματικό δράμα…
Η ουσία, όμως, είναι ότι και στις τρεις περιπτώσεις η Ninja Theory παρέδωσε καλά παιχνίδια, και αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο στην περίπτωση του παρεξηγημένου από πολλούς (και από τον υπογράφοντα) DmC. Δεν μας άρεσε τίποτα στα trailers που είχαν βγει πριν από τρία χρόνια, διότι δεν μπορούσαμε (τότε) να δούμε καθαρά πέρα από το emo-goth στυλάκι του νέου Dante, το οποίο μας ενοχλούσε πολύ. Και έτσι, βγήκαν βιαστικά συμπεράσματα από πολλούς εξ ημών.
Ήρθε βέβαια η ολοκληρωμένη έκδοση του παιχνιδιού σχεδόν δύο χρόνια πριν (και ένα κείμενο από τον Νίκο Καβακλή) για να μας βάλει στη θέση μας και να μας ξεκαθαρίσει ότι, πέρα από ένα avatar που ενοχλούσε με το σχεδιασμό του, το DmC έκρυβε μέσα του ένα εξαιρετικό παιχνίδι, που σεβόταν απόλυτα την κληρονομιά των παλιών-καλών Devil May Cry των ιαπωνικών studios. Αυτό το καλό παιχνίδι υπάρχει και σήμερα, στην προσφάτως διαθέσιμη “Definitive Edition” που εξετάζουμε εδώ. Ξεκαθαρίζουμε εξ αρχής πως ό,τι θέλετε να μάθετε για τον βασικό κορμό του παιχνιδιού, το βρίσκετε στο αρχικό review μας, αφού μιλάμε για το ίδιο παιχνίδι. Όμως, τα έξτρα καλούδια που υπάρχουν σε αυτό το πακέτο για το PS4 και το Xbox One, είναι τόσα πολλά και τόσο σημαντικά, που η Definitive Edition κατορθώνει να κλείνει με πονηριά και τσαχπινιά το μάτι ακόμα και σε εκείνους που έχουν ήδη στην κατοχή τους την αρχική έκδοση.
Πρώτα από όλα, έχουμε το έξτρα περιεχόμενο, που έρχεται υπό τη μορφή των DLC που έγιναν διαθέσιμα κατόπιν της αρχικής (παλιάς) κυκλοφορίας. Σημαντικότερο κομμάτι αυτού του περιεχομένου είναι φυσικά το κεφάλαιο “Vergil’s Downfall”, ένα σχεδόν δεύτερο παιχνίδι, που έχει για πρωταγωνιστή το δίδυμο αδελφό του Dante, και περιγράφει την πορεία του από το τέλος του DmC και έπειτα, λειτουργώντας ως ένας απαραίτητος επίλογος στα γεγονότα του κυρίως τίτλου. Εκτός αυτού του DLC, το παιχνίδι προσφέρει δύο αρένες (Bloody Palace), μια για τον Dante και μια για τον Vergil, μέσα στις οποίες αντιμετωπίζουμε εξήντα κύμματα εχθρών (πρακτικά, μιλάμε για ένα horde mode) με σκοπό την επίτευξη μεγαλύτερου σκορ.
Ακολουθεί το turbo mode, που μπορεί να ενεργοποιηθεί κατόπιν επιλογής πριν την έναρξη κάθε ενός από τα 20 κεφάλαια της βασικής ιστορίας, με τη χρήση του οποίου η ταχύτητα του παιχνιδιού αυξάνεται κατά 20%. Και εδώ έρχεται η μαγεία της αυξημένης ανάλυσης σε 1080p, με το ρυθμό ανανέωσης στα 60 fps. Με όλα αυτά ενεργοποιημένα, και αφού ο παίκτης έχει προχωρήσει αρκετά στην περιπέτεια, έχει ξεκλειδώσει όπλα και combos και έχει κατανοήσει το σύστημα χειρισμού, οι μάχες στο DmC μετατρέπονται σε πανέμορφες, αιματοβαμμένες χορογραφίες θανάτου, καθώς ο Dante (ή ο Vergil) ανεμίζουν σπαθιά, δρεπάνια, γροθιές και τσεκούρια, τεμαχίζοντας δαίμονες και πηδώντας από πλατφόρμα σε πλατφόρμα. Ναι, το DmC είναι χάρμα οφθαλμών, ένα παιχνίδι τόσο όμορφο και τόσο καλά “γερασμένο”, που σε στιγμές ξεγελά το μάτι και μπορεί να πείσει ότι σχεδιάστηκε πριν λίγους μήνες, αποκλειστικά για τη νέα γενιά.
Και δεν είναι μόνο τα όμορφα γραφικά, αλλά το έξυπνο level design, που δημιουργεί μεν κάποιου είδους “λόξυγγα” στο pacing -με τις εναλλαγές από το platforming στο fighting και τις απανωτές κινηματογραφικές σκηνές- αλλά τίποτα τόσο σημαντικό που να καταφέρνει να μειώσει την αξία του και τον τρόπο που οι δημιουργοί δίνουν στον παίκτη τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τα προσφερόμενα εργαλεία μέσα στους χάρτες. Κάθε τοποθεσία είναι κάτι νέο, κάθε level έχει νέους εχθρούς και κάθε εχθρός απαιτεί διαφορετική προσέγγιση για να εξοντωθεί. Για να μην αναφερθούμε καν στο γεγονός πως ο “button masher” παίκτης δεν έχει καμία τύχη εδώ, όχι μόνο λόγω χαμηλού σκορ στα leaderboards, αλλά κυρίως γιατί το παιχνίδι είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να πρέπει να χρησιμοποιείς ποικιλία και αστραπιαία εναλλαγή όπλων στη μάχη, αν θες να επιβιώσεις στα δύσκολα.
Και τα δύσκολα έρχονται γρήγορα, ειδικά αν μιλάμε για βαθμό δυσκολίας Nephilim και άνω, όπου ο σαδισμός (και η αδικία κάποιες φορές) έρχονται στο προσκήνιο. Δυσκολία που στην αρχική έκδοση ήταν εντονότερη από την απουσία lock on και την προβληματική κάμερα. Ωστόσο, ένα μεγάλο πρόβλημα της αρχικής έκδοσης, που είχε παιδέψει τον υπογράφοντα, δηλαδή αυτό της -σε σημεία- αλλοπρόσαλης κίνησης της κάμερας κατά τη διάρκεια των μαχών -κυρίως σε κλειστούς χώρους- έχει εξαλειφθεί σε μεγάλο βαθμό λόγω του κατά βούληση (manual) lock on που έχει ενσωματωθεί, το οποίο βοηθάει τα μέγιστα και δεν επιτρέπει στην κάμερα να περιστρέφεται τρελά και εκτός στόχου.
Υπάρχουν πολλά ακόμα όμορφα πράγματα που έχουν συμπεριληφθεί στο DmC Definitive Edition, όπως skins για χαρακτήρες και όπλα (μπορούμε πλέον να παίξουμε με τον κλασικό, ασπρομάλλη Dante από την αρχή… τέλος στη γκρίνια -αν και η μορφή αυτή δεν εμφανίζεται στις cut-scenes) και νέα modes (hardcore, Gods Must Die και Must Style), που αναφέρονται μόνο σε ανθρώπους με… 14 δάχτυλα. Εννοείται πως όλα τα καλά της αρχικής έκδοσης (εντυπωσιακά boss fights, καλογραμμένο σενάριο, καταπληκτικό σύστημα μάχης) είναι παρόντα και με μερικά “tweaks” και μικροβελτιώσεις (σε ό,τι αφορά το σύστημα μάχης), που απογειώνουν ακόμα περισσότερο την εμπειρία.
Ειλικρινά, δεν υπάρχουν και πολλά περισσότερα να προσθέσουμε για αυτό το παιχνίδι (επαναλαμβάνουμε, ότι στο αρχικό μας review υπάρχουν όλες οι πληροφορίες για σύστημα μάχης και σενάριο). Αν δεν είχατε αποκτήσει το DmC πριν από ακριβώς δύο χρόνια, αυτό το υπερπλήρες πακέτο, με τα πανέμορφα γραφικά, το μοναδικό art direction, τη ροή των 60 fps και τις περίπου 20 ώρες gameplay που μπορεί να προσφέρει, “φωνάζει” να το αποκτήσετε. Αλλά ακόμα και αν το είχατε προμηθευτεί τότε, όταν το δείτε να τρέχει στο PS4 ή το Xbox One, πολύ δύσκολα θα μπορέσετε να αντισταθείτε στον πειρασμό.
Πάλι η γενιά των PS3/ 360 games ξελασπώνει τη new-gen…
Το review βασίστηκε στην Xbox One έκδοση του παιχνιδιού.