Τα όμορφα δάση, άσχημα καίγονται.
Όταν το Firewatch έκανε το ντεμπούτο του με το reveal trailer τον Αύγουστο του 2014 στην gaming έκθεση PAX, κατάφερε να κερδίσει το ενδιαφέρον του κοινού με πολλαπλούς τρόπους. Θέλετε τα πανέμορφα τοπία και τα παιχνίδια του με τον ήλιο; Την υπόσχεση ενός open world κόσμου σε ένα απόμερο δάσος του Wyoming; Ή μήπως το γεγονός ότι οι δημιουργοί του ήταν ορισμένοι από τα βασικότερα μέλη πίσω από το Mark of the Ninja και το Walking Dead Season 01; Ήταν ένας τίτλος γεμάτος υποσχέσεις, ελπίδα, που πατούσε επάνω στην εμπειρία ταλαντούχων και ευρηματικών σχεδιαστών. Και ο κόσμος το λάτρεψε. Κέρδισε διάφορα βραβεία κοινού και ήταν αντικειμενικά ένα από τα πιο αναμενόμενα indies για το PS4 και το PC. Έλα, όμως, που ό,τι λάμπει δεν είναι και πάντα χρυσός…
Η ιστορία του παιχνιδιού λαμβάνει χώρα το 1989 σε ένα δάσος του Wyoming. Ο πρωταγωνιστής μας, ο Henry, έχοντας περάσει πολύ δύσκολα τα τελευταία χρόνια -με τη γυναίκα του να πολεμά ενάντια στη νόσο του Αλτσχάιμερ- είδε τη ζωή του αργά μα σταθερά να καταστρέφεται και το γάμο του να γίνεται παρανάλωμα του πυρός. Σε μια προσπάθεια αποφυγής των ευθυνών αλλά και της καθημερινότητάς του, αποφάσισε να αναλάβει μια καλοκαιρινή δουλειά ως δασοφύλακας πυρασφάλειας σε ένα απομακρυσμένο δάσος. Μια καθόλα μοναχική δουλειά, μέσα από την οποία θέλει να ξεφύγει από τη ζωή του και να ηρεμήσει. Μοναδική του «συντροφιά» είναι η συνάδελφος και ανώτερή του, Delilah, η οποία του μιλάει συχνά μέσω ασυρμάτου από το δικό της πύργο. Αυτή είναι και στην ουσία η μοναδική πραγματική επαφή που έχετε με άλλους ανθρώπους στο παιχνίδι. Θα έχετε μια επιφανειακή επαφή και με λίγους ακόμα χαρακτήρες, αλλά στην ουσία είστε εσείς και η Delilah ενάντια στο δάσος. Και αυτή η σχέση μεταξύ των δύο αυτών ανθρώπων αποτελεί και το ισχυρότερο στοιχείο του παιχνιδιού.
Πρόκειται για μια εξαιρετικά καλογραμμένη συνομιλία, που εξελίσσεται με το πέρασμα των ημερών και ξεδιπλώνει υπέροχα τις πτυχές των δύο χαρακτήρων όσο ο ένας γνωρίζει τον άλλο καλύτερα. Και δίνει μια υπέροχη ματιά γύρω από την ανθρώπινη μοναξιά, το Γολγοθά των καθημερινών προβλημάτων και την ασχήμια της ανθρώπινης αδυναμίας. Και όλα αυτά, μέσα από μια ωραία και καλοστημένη ροή. Τα πάντα ξεκινούν απλά, με συζητήσεις και πράξεις ρουτίνας, μέχρι που να αρχίσουν να συμβαίνουν ορισμένα περίεργα πράγματα. Νιώθετε πως σας παρακολουθούν. Ότι σας λένε ψέματα. Ανακαλύπτετε στοιχεία που δείχνουν πως δεν είστε μόνος. Στοιχεία πως άνθρωποι έχουν εξαφανιστεί. Στοιχεία πως κινδυνεύετε. Το παιχνίδι κάνει ωραία δουλειά χτίζοντας έναν αργό αλλά ωραίο ρυθμό και ως ένα σημείο, τα πάει πολύ καλά και εξάπτει την περιέργεια.
Και κάποια στιγμή, αποφασίζει να ζωθεί με εκρηκτικά και να καταστρέψει ολοκληρωτικά όλη την ιστορία, το σασπένς και τη σχέση που είχε καταφέρει να χτίσει με τον παίκτη. Έχουμε δει πολλά παιχνίδια, αλλά πραγματικά αδυνατούμε να σκεφτούμε έναν άλλο πρόσφατο τίτλο που να κατάφερε να θαλασσώσει τόσο άσχημα το κλείσιμό του. Το Firewatch καταφέρνει μέσα στα τελευταία 30 λεπτά (της τετράωρης διάρκειας ενασχόλησης) να εξαϋλώσει κάθε ιδέα μυστηρίου, να σβήσει παντελώς αδέξια μια πλούσια σχέση και να κλείσει “τρέχοντας”, αφήνοντας τον παίκτη να κοιτάζει με απορία την οθόνη. Μια απορία που πολύ εύκολα θα μετατραπεί σε εκνευρισμό όταν τελειώσουν τα credits και δεν θα δείτε τίποτα παραπάνω. Βλέπετε, αυτό το κατακρήμνισμα ελπίδων και δυνατοτήτων είναι που συνοδεύουν το παιχνίδι στο γενικότερο σύνολό του και παίζουν ένα “γιο-γιο” ποιότητας και συναισθημάτων.
Ερχόμενοι στη δεύτερη μανούβρα του γιο-γιο, αυτή αφορά στο γενικότερο gameplay του τίτλου. Ξεκινώντας, είναι ξεκάθαρο ότι το Firewatch δεν έχει γρίφους (σ.σ.: είναι Walking Simulator όπως, για παράδειγμα, το Gone Home και το Dear Esther) αλλά αυτό δεν είναι πρόβλημα, διότι το μεγάλο μεγάλο δάσος και το γενικότερο εύρος δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι θα μπορέσετε να εξερευνήσετε και να ανακαλύψετε πράγματα. Και όντως, στην αρχή έτσι δείχνει. Μεγάλες αποστάσεις, ανακάλυψη ποταμών, λιμνών, σπηλιών και γκρεμών προσδίδουν στη μαγεία του τίτλου και νιώθετε σαν Μικρός Εξερευνητής σε εκδρομή στο δάσος. Κάπου στη μέση του παιχνιδιού, όμως, η ψευδαίσθηση αυτή αρχίζει και παραπαίει.
Μόλις καταλάβετε τον τρόπο που είναι στημένο το παιχνίδι, έρχεται η απότομη ανακάλυψη πως στην ουσία το Firewatch έχει απλά ορισμένους μεγάλους διαδρόμους. Δεν μιλάμε απλά για open world, αλλά για… “open corridor” καταστάσεις. Για να πάτε σε μια περιοχή, συνήθως υπάρχει μόνο ένας ή το πολύ δύο τρόποι. Και φυσικά, για να πάτε σε πολλά από αυτά τα μέρη, θα πρέπει το παιχνίδι να αποφασίσει να σας στείλει εκεί με την ιστορία του και σας δώσει την κατάλληλη στιγμή τον κατάλληλο εξοπλισμό. Έτσι, η αρχική ψευδαίσθηση του ανοιχτού δάσους καταρρέει και ο παίκτης, εν τέλει, βλέπετε το χάρτη και ακολουθεί βήμα προς βήμα την κόκκινη διαδρομή στο μονοπάτι του. Στο δασάκι του Σέιχ Σου της Θεσσαλονίκης, πιο εύκολα θα χαθείτε!
Κάνοντας ένα ακόμα τρελό κόλπο με το ξύλινο γιο-γιο τους, οι σχεδιαστές της Campo Santo φέρνουν τα ίδια αντιφατικά αποτελέσματα και σε όλα τα φάσματα του τεχνικού τομέα του τίτλου. Από πλευράς γραφικών, το Firewatch είναι πολύ συχνά ένα όμορφο και ιδιαίτερο παιχνίδι. Από τη μία, πρόκειται για μια πανέμορφη απεικόνιση ενός δάσους κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, πνιγμένο με χρωματισμούς του καυτού καλοκαιρινού ήλιου και προσφέροντας ορισμένες πάρα πολύ εντυπωσιακές εικόνες. Στην PC έκδοση του παιχνιδιού δε, μπορείτε να βγάλετε φωτογραφίες αυτά τα σκηνικά με μία κάμερα μίας χρήσης και μετά να τις παραγγείλετε με ένα αντίτιμο από την Campo Santo. Είναι μια ευρηματική ιδέα για παραπάνω κέρδη από τους δημιουργούς και σίγουρα πολύ πιο ευχάριστη και τίμια απ’ ό,τι διάφορα microtransactions.
Διαβάστε επίσης