Σαν να ανακαλύψαμε ένα ξεχασμένο διαμάντι του SNES.
Εννιά χρόνια στην ανάπτυξη. Πείτε μας πoιο άλλο παιχνιδι γνωρίζετε που να έκανε τα πρώτα του βήματα το 2007 και να εκδοθηκε φέτος. Η νορβηγική D-Pad Studio στις κατά καιρούς ανακοινώσεις της αλλά και στο επίσημο site της δεν είχε κανένα πρόβλημα να μας υπενθυμίζει τον τεράστιο κύκλο παραγωγής, σε αντίθεση με άλλους παραγωγούς, που ίσως θα προσπαθούσαν να το αποσιωπήσουν. Γιατί να μην το τονίζει άλλωστε; Καταρχάς, η εξαιρετική αξιοποίηση της pixel art προσδίδει μία διαχρονική ομορφιά στο Owlboy που, όπως συμβαίνει και στα καλύτερα δείγματα της δεκαεξάμπιτης εποχής, δεν έχει να φοβηθεί καθόλου από το μεγάλο κύκλο παραγωγης, όπως συμβαίνει συνήθως με τρισδιάστατες προσπάθειες.
Επιπλέον, η D-Pad Studio μπορεί να υπερηφανεύεται πως έφερε εις πέρας ένα παιχνίδι χωρίς να καταφύγει σε οποιαδήποτε πλατφόρμα χρηματοδότησης, κάτι που κατ’ επέκταση σημαίνει πως δεν χρειάστηκε να προβεί σε άκομψες ή ατυχείς υποσχέσεις “προμοταρίσματος”. Το Owlboy αναβλύζει από την αγάπη και την όρεξη των δημιουργών του και το στόχο τους για τη δημιουργία ενός platforming εκμοντερνισμένου παιχνιδιού, που θα μπορούσε να αποτελεί άνετα ένα από τα διαμάντια του SNES αν έμπαινε σε μία χρονοκάψουλα και κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή.
Το Owlboy έχει επίσης έναν συμπαθέστατο κεντρικό χαρακτήρα στο πρόσωπο του Otus, που ξεχωρίζει από τον υπερπληθυσμό των indie πρωταγωνιστων χάρη στο καλοσχεδιασμένο παρουσιαστικό του, την έκδηλη εκφραστικότητά του (πράγμα συνήθως σπάνιο σε pixel art) αλλά και τις ιδιαίτερες platforming ικανότητές του. Ο Otus είναι μία ανθρωπόμορφη κουκουβάγια που ζει σε έναν κόσμο γεμάτο από αιωρούμενα νησιά (κάτι που μπορεί να θυμίζει Avatar, αλλά για να είμαστε δίκαιοι η ταινία προβλήθηκε δύο χρόνια μετά την έναρξη του κύκλου παραγωγής του Owlboy). Ο Otus είναι ο κλασικός, βουβός πρωταγωνιστής, μόνο που εδώ αυτή η αναπηρία του αναγνωρίζεται από όλους τους επιμέρους χαρακτήρες.
Από την αρχή του παιχνιδιού είναι εμφανές πως ο Otus δεν είναι ο κλασικός, ηρωικός χαρακτήρας από τον οποίο περιμένουν όλοι να σώσει τον κόσμο. Ήδη από τα πρώτα λεπτά της εισαγωγής, τον βλέπουμε να δέχεται συνεχώς τα υποτιμητικά και άκρως προσβλητικά σχόλια του μέντορά του, όχι με κάποια κωμική αύρα, αλλα αντίθετα με τρόπο που πραγματικά μας κάνει να νοιώσουμε άσχημα για τον Otus. Είναι εμφανές ότι η D-Pad θέλησε να προσφέρει τη δική της οπτική για το bullying αλλά και για την ανάγκη που έχουμε όλοι μας από φίλους, ώστε να ξεπεράσουμε διάφορες δυσκολίες. Βέβαια, αυτο δε σημαίνει ότι το Owlboy είναι βαρύ κι ασήκωτο στη θεματική του, καθώς στο μεγαλύτερο μέρος το ύφος του είναι ανάλαφρο και χιουμοριστικό, απλά να περιμένετε μερικές καλοδεχούμενες δραματικές πινελιές που δίνουν βαρύτητα στα τεκταινόμενα.
Αν και ορισμένες φορές το σενάριο πλησιάζει επικίνδυνα τα όρια της φλυαρίας, γενικά είναι καλογραμμένο και παρακολουθείται ευχάριστα. Κρίνοντας από την εξέλιξή του, βέβαια, γίνεται μάλλον εμφανές ότι η D-Pad αναγκάστηκε να κόψει διάφορα κομμάτια και πιθανές σεναριακές προεκτάσεις προκειμένου να ολοκληρώσει το παιχνίδι σε 9 χρόνια και όχι σε 19. Το κλείσιμο έρχεται λίγο απότομα, ενώ δημιουργείται η εντύπωση πως το περιβάλλον του θα έπρεπε να είναι λίγο μεγαλύτερο ώστε να αποδώσει καλύτερα την κλίμακα του κόσμου. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι το Owlboy είναι ένα καθαρόαιμο, γραμμικό platformer, παρόλο που το κεντρικό hub προσπαθεί να δώσει την ψευδαίσθηση ενός πιο ανοικτού κόσμου. Αν και περιέχει ψήγματα metroidvania, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως τέτοιο. Η γραμμικότητα του παιχνιδιού δεν είναι βέβαια κάτι το αρνητικό καθώς δεν χρειάζεται και δεν πρέπει κάθε platformer να βαδίζει αναγκαστικά σε metroidvania μονοπάτια.
Ως εκ τούτου, δεν θα βρεθείτε μπροστά από ποικίλες διαφορετικές δυνάμεις. Από την άλλη πλευρά, ο χειρισμός του Otus καταφέρνει να αντισταθμίσει αυτήν την έλλειψη, χάρη στο άρωμα φρεσκάδας που φέρνει στο gameplay των platformers. Ως μία ανθρωπόμορφη κουκουβάγια ο Otus κατέχει τη δυνατότητα να πετάει με πλήρη ελευθερία. Ειλικρινά δεν μπορούμε να θυμηθούμε άλλο platformer όπου ο πρωταγωνιστής είχε εξ αρχής ως βασική του ικανότητα τόσο μεγάλη ελευθερία κινήσεων, που σε οποιοδήποτε άλλο παιχνίδι του είδους θα έμοιαζε ως cheat.
Η D-Pad είχε το θάρρος και την ικανότητα να αποβάλλει σχεδόν εξ ολοκλήρου έναν από τους βασικότερους μηχανισμούς των platformers, που δεν είναι άλλος από το άλμα. Αυτή η καινοτομία λειτουργεί τελικά πολύ καλά, χάρη στο κατάλληλο design των επιπέδων και τη σωστή υλοποίηση του μοντέλου χειρισμού. Στα ελάχιστα σημεία που οι καταστάσεις κόβουν τα… φτερά του Otus, δημιουργείται απευθείας η επιθυμία να γυρίσουμε σύντομα στους αιθέρες. Αυτό συμβαίνει όχι γιατί το Owlboy δεν επιτρέπει άλματα ακριβείας, αλλά επειδή η ελευθερία που προσφέρει με το πέταγμα είναι τόσο απολαυστική, που στο συγκεκριμένο παιχνίδι δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος να χρησιμοποιούμε τα πόδια του πρωταγωνιστή.
Όσον αφορά τον οπλισμο του Otus, αυτός έρχεται είτε με τη δυνατότητα περιστροφής που έχει (ως άλλος Sonic) είτε μέσω των φίλων που θα αποκτήσει σταδιακά. Εδώ έρχεται ένας ενδιαφέρων μηχανισμός απόκτησης νέων ικανοτήτων, που δένει ιδανικά με το γενικότερο μήνυμα της φιλίας που θέλει να περάσει η D-Pad. Το βασικότερο όπλο που έχουμε έρχεται από νωρίς, όταν ο Otus συναντήσει τον κολλητό του φίλο Geddy, οπλισμένος με ένα πιστόλι. Εάν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το όπλο, θα πρέπει να τον μεταφέρουμε μαζί μας, επιτρέποντάς μας να σημαδεύουμε προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Ως εκ τούτου, τόσο στους απλοϊκούς περιβαλλοντικούς γρίφους όσο και στις μάχες θα πρέπει πάντα να στηριζόμαστε εξίσου στην ικανότητα πετάγματος του Otus και στη συνεργασία κάποιου φίλου του.
Η χρήση των όπλων που έχουν οι φίλοι του Otus γίνεται άμεσα και γρήγορα χάρη στη δυνατότητα να τους τηλεμεταφέρει κατά βούληση στα χέρια του. Συνολικά, θα βρείτε τρεις φίλιους χαρακτήρες, κάθε ένας εκ των οποίων φέρει το δικό του όπλο με ειδική χρήση, που θα σας επιτρέψει να αποκτήσετε πρόσβαση σε φαινομενικά απρόσιτες περιοχές. Τα περιβάλλοντα παρουσιάζουν αρκετά καλή ποικιλία στον σχεδιασμό τους και στις απαιτήσεις τους ώστε να αποφεύγεται η αίσθηση της επανάληψης. Η αλήθεια είναι πάντως ότι θα θέλαμε λίγο μεγαλύτερο βαθμό πρόκλησης, καθώς το Owlboy -σε γενικές γραμμές- είναι περίπατος. Οι βασικοί εχθροί αντιμετωπίζονται με χαρακτηριστική ευκολία και οι περιβαλλοντικοί γρίφοι είναι άμεσα αντιληπτοί. Εξαίρεση αποτελεί ένα εκνευριστικό stealth κομμάτι που απλά θα έπρεπε να λείπει…
Τουλάχιστον τα διάφορα boss fights έχουν τον απαραίτητο βαθμό δυσκολίας. Αποφεύγουν κουραστικές πρακτικές, όπως το να απαιτούν 1000 σφαίρες για να πέσουν, έχοντας ακριβώς τη διάρκεια που χρειάζονται αλλά και τον επιβλητικο σχεδιασμό που απαιτείται ώστε να οδηγούν στην ιδανική κλιμάκωση κάθε επιμέρους περιοχής. Κάπου εδώ ερχόμαστε στον οπτικό τομέα του Owlboy, ο οποίος, με λίγα λόγια, αποτελεί μία από τις πιο καλοδουλεμένες χρήσεις της pixel art που έχουμε δει ποτέ. Ακόμα και αν έχετε… σιχαθεί να βλέπετε indie pixels, πολύ δύσκολα δεν θα παραδεχθείτε ότι τα περιβάλλοντα και οι χαρακτήρες είναι πανέμορφα και γεμάτα λεπτομέρειες. Η D-Pad αξιοποιεί την τεχνοτροπία στο έπακρο, αποτυπώνοντας “γεμάτα” και ποικιλόμορφα περιβάλλοντα, αποφεύγοντας το copy-paste από assets. Κατά τη γνώμη μας, είναι εμφανές ότι ένας από τους λόγους αυτού του τεράστιου κύκλου ανάπτυξης δεν ήταν άλλος από τον εκτενή σχεδιασμό των περιβαλλόντων.
Επιπλέον, οι χαρακτήρες είναι ιδιαίτερα εκφραστικοί, πράγμα σπάνιο σε αυτήν την τεχνοτροπία, ενώ και τα κάθε λογής animations έχουν δεχθεί περίσσεια φροντίδα, αποτυπώνοντας μία γοητευτική ομαλότητα. Ο οπτικός τομέας συνοδεύεται από ενα ποικίλο soundtrack, με ορχηστικά θέματα που πλαισιώνει άψογα κάθε ξεχωριστό τοπίο αλλά και συναισθηματική κατάσταση.
Με λίγα λόγια, το Owlboy αποτελεί μία πραγματικά αξιέπαινη προσπάθεια, από μία ολιγομελή ομάδα ανάπτυξης που κατάφερε –προφανώς- με πείσμα να ολοκληρώσει το επίτευγμά της παρά τη χρονοβόρα και σίγουρα πιεστική ανάπτυξη. Μπορεί να μη φέρνει κάποια επανάσταση, άλλωστε μιλάμε για ένα παιχνίδι που επικεντρώνεται σε retro ερεθίσματα, αλλά το Owlboy δεν παύει να είναι ένα πανέμορφο και απολαυστικό platforming παιχνίδι, σχεδιασμένο με περίσσειο μεράκι. Πολύ λίγοι indie δημιουργοί έχουν καταφέρει να αποδώσουν σε τόσο μεγάλο βαθμό την (ψευδ)αίσθηση ότι ασχολούμαστε με έναν ποιοτικότατο τίτλο της δεκαεξάμπιτης εποχής, που για κάποιο λόγο μας είχε ξεφύγει.