I left my hack in San Francisco.
Το Watch Dogs 2 αποτελεί μια πολύ καλή περίπτωση για να εξετάσουμε το αποτέλεσμα που προκύπτει από το συσχετισμό ενός video game με το promotion του. Το κατά πόσο, δηλαδή, επηρεάζεται η κρίση και η αντιμετώπιση κάποιου για το ίδιο το παιχνίδι, σε σχέση με την εικόνα που είχε σχηματίσει στο μυαλό του, ποτισμένος από το ανηλεές marketing που τον έχει βομβαρδίσει μέχρι τη στιγμή που θα πατήσει το τελικό “κλικ” της προπαραγγελίας. Και λίγο μετά το κλικ, λοιπόν, φτάνει και η ώρα της κρίσης. Ο παίκτης παίρνει στα χέρια του το παιχνίδι, που του έταξαν ότι θα αλλάξει τον τρόπο που έβλεπε το gaming μέχρι σήμερα, και τoν ενθουσιασμό της αναμονής διαδέχεται η απογοήτευση.
Εδώ, λοιπόν, για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να αναφέρουμε ότι μερίδιο ευθύνης φέρουν και οι δύο πλευρές. Ίσως όχι στον ίδιο βαθμό, αλλά σίγουρα και οι δύο. Η εταιρία που φουσκώνει τα λόγια της προκειμένου να αυξήσει τις πωλήσεις, αλλά και ο gamer. Αφενός γιατί οφείλει να είναι πιο επιφυλακτικός, κι αφετέρου, γιατί μέσα στην απογοήτευση του ανεκπλήρωτου gaming διαμαντιού που ενέμενε, γίνεται πολλές φορές πιο άδικος απ’ ότι θα έπρεπε προς ένα παιχνίδι που δεν ήταν τόσο κακό στην τελική -όπως το πρώτο Watch Dogs- τιμωρώντας έτσι κατά μία έννοια την εταιρία που τον ξεγέλασε. Ας μην μιλάμε άλλο όμως γενικόλογα, κι ας βάλουμε τα πράγματα κάτω για να δούμε σε ποιο μέρος αυτής της εξίσωσης τοποθετείται το δεύτερο μέρος της σειράς.
Όλη η ουσία του προλόγου, λοιπόν, δείχνει να φωτογραφίζει το πρώτο Watch Dogs και τα κακώς κείμενα που το συνόδευσαν, αλλά η αλήθεια είναι πως πλέον βρισκόμαστε στην άλλη μεριά. Την καλή. Αυτή που δείχνει ότι αν δώσεις μεγαλύτερη σημασία στο έργο σου, απ ‘ ότι στα λόγια, μπορεί τελικά και να βγεις κερδισμένος. Και αυτό είναι το αίσθημα που αποπνέει το Watch Dogs 2. Του τίμιου παιχνιδιού, που έμαθε από τα λάθη του. Χωρίς τις υπερβολές, τις τυμπανοκρουσίες του next-gen και τα “παραφουσκωμένα” βίντεο, η Ubisoft προσφέρει ένα παιχνίδι γεμάτο απόλαυση που δύσκολα θα σταματάς να παίζεις. Οι μέχρι τώρα πωλήσεις σε σχέση με τον αρχικό τίτλο δεν το αποζημιώνουν βέβαια, αλλά μάλλον πληρώνει ακόμα τις αμαρτίες του προκατόχου. Εμάς δεν μας αφορούν οι πωλήσεις, όμως, οπότε ας δούμε τι κάνει σαν παιχνίδι.
Σε μία κίνηση που μοιάζει να ακολουθεί και την εμπορική πολιτική της σειράς (που λέγαμε προηγουμένως), η Ubisoft αφήνει πίσω τη σκοτεινή πλευρά της –βλέπε Chicago-, και κατεβαίνει παραλία. Πιο συγκεκριμένα, στο ηλιόλουστο και γεμάτο χρώμα και ενέργεια San Francisco Bay Area. Τα video games δεν είναι τυποποιημένα προϊόντα για να βάζουμε “τικς” σε κουτάκια, αλλά αν έπρεπε να φτιάξουμε μια λίστα με τα βασικά στοιχεία του καλού open world παιχνιδιού, η τοποθεσία θα ήταν από τα πρώτα, και το WD 2 δείχνει να έχει κάνει εξαιρετική επιλογή και εκτέλεση στον συγκεκριμένο τομέα. Το ψηφιακό San Francisco, βέβαια (για το κανονικό δεν ξέρουμε), μοιάζει υπερβολικά με το ψηφιακό Los Angeles –λέγε με και Los Santos- και αυτό δεν είναι το μόνο σημείο που το WD 2 δείχνει την προσπάθειά του να μοιάσει στο μεγάλο του αδελφάκι, το GTA V.
Ο τομέας της έμπνευσης και του δανεισμού στη δημιουργία είναι λίγο αμφιλεγόμενο κομμάτι. Μπορείς να πάρεις πράγματα όταν αντιγράφεις από τον βασιλιά και πατέρα του είδους, όπως γίνεται καλή ώρα με την επιλογή και το σχεδιασμό της πόλης, αλλά εγκυμονεί και κινδύνους. Η ιστορία μας, λοιπόν, ξεκινάει με την εισαγωγική πίστα του tutorial να μας παρουσιάζει παράλληλα τον πρωταγωνιστή καθώς και το γενικότερο γίγνεσθαι. Ο Marcus Holloway είναι ένας Χάκερ που βρέθηκε ξαφνικά με ψεύτικες, “φυτευτές” κατηγορίες στον ψηφιακό του φάκελο και η πρώτη μας αποστολή είναι οι εξετάσεις που θα δώσει για να γίνει μέλλος της DedSec του San Fransisco.
Αυτό το παράρτημα χακτιβιστών, λοιπόν, θα έρθει αντιμέτωπο με την εταιρεία Blume και τη νέα έκδοση (μετά το Chicago) του κεντρικού λογισμικού της, ctOS 2.0, που έχει αναλάβει την ψηφιακή υποστήριξη ολόκληρης της πόλης. Στο παρασκήνιο, βέβαια, συλλέγει πληροφορίες για εμπορικούς και πολιτικούς λόγους, που φροντίζει να διαμοιράζει με άλλους εταιρικούς κολοσσούς, όσο και με το FBI, και εμείς συγκεντρώνουμε κόσμο για να εξαπολύσουμε μια DDoS επίθεση. Η ιστορία δεν έχει κάτι ιδιαίτερο να πει και η αλήθεια είναι ότι οι σεναριογράφοι είχαν λίγο μπερδεμένο στο μυαλό τους το συνολικό χαρακτήρα που ήθελαν να έχει ο τίτλος. Από τη μία έχουμε το ανάλαφρο και χρωματιστό ύφος μιας παρέας νέων ανθρώπων, που προσπαθούν να κάνουν καλύτερο τον κόσμο, κι από την άλλη, έχουμε ένα παιχνίδι που προσπαθεί να πιάσει την καυστική σάτιρα της Rockstar. Δυστυχώς, κανένα από τα δύο δεν δουλεύει απόλυτα καλά. Αρχικά, γιατί έχουμε ένα παιχνίδι που προσπαθεί περισσότερο απ’ ό,τι θα έπρεπε να φανεί cool, και μάλιστα με αρκετά παρωχημένη οπτική, με αποτέλεσμα να δείχνει ως “O θείος που λέει, εγώ θα κάτσω με τη νεολαία” του gaming. Και για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, ας μιλήσουμε για τους hipsters.
Όλο το Watch Dogs 2 είναι μια ωδή στον χιπστερισμό, χωρίς, όμως, αυτό να είναι κακό. Πολλοί από εμάς (μαζί και ‘γω) δεν συμπαθούμε τη συγκεκριμένη μόδα και τους ακόλουθούς της. Αυτό όμως είναι απλά θέμα αισθητικής και δεν επηρεάζει το παιχνίδι. Επαφίεται αποκλειστικά και μόνο στην κρίση και την αισθητική του καθενός, αλλά πρέπει να πούμε ότι θα είναι κρίμα να το προσπεράσει κάποιος αποκλειστικά και μόνο για αυτό τον λόγο. Αφού το βγάλαμε από την μέση, πάμε παρακάτω, σε πιο σημαντικά θέματα. Και συγκεκριμένα, στην υπόλοιπη γραφή του παιχνιδιού. Εκεί που υπάρχουν σοβαρότερα του προαναφερθέντος προβλήματα.
Είναι γνωστό ότι οι καλογραμμένοι χαρακτήρες δεν είναι στα ατού της Ubisoft, και η ιστορία της δεν θα αλλάξει ούτε στο WD 2. Παρότι ο Marcus αποτελεί τη συμπαθή φιγούρα, που νοιάζεται για όλους και χαμογελάει πάντα ευχάριστα στις selfies, δεν εμβαθύνει σε κανένα άλλο σημείο, όπως και οι υπόλοιποι χαρακτήρες της ομάδας μας. Ακραία στερεοτυπικοί, όπως ο “παράξενος” της παρέας που κυκλοφορεί μόνιμα με μάσκα ή ο καλοκάγαθος κοινωνικοπαθής αυτιστικός, που είναι ιδιοφυία στο χάκινγκ, όλη μέρα γράφει κώδικα και δεν αντιλαμβάνεται το σαρκασμό. Σε κάποια σημεία της ιστορίας γίνονται απόπειρες για περαιτέρω δραματικότητα, αλλά είναι όλες πρόχειρες, εκβιαστικές και δείχνουν εκτός κλίματος. Εκτός αυτού, όμως, ο χαρακτήρας του Marcus είναι και αρκετά μπερδεμένος, προσπαθώντας να συνδυάσει την ιστορία του με το gameplay. Από τη μία λοιπόν, έχουμε έναν Χακτιβιστή, που βάζει τη ζωή του σε κίνδυνο γιατί θέλει να βοηθήσει τους ανθρώπους και να ξεσκεπάσει τους κακούς, κι από την άλλη, δεν δείχνει να ενοχλείται ιδιαίτερα όταν στραγγαλίζει τους φρουρούς τις εκάστοτε εταιρείας, πατάει περαστικούς, κλέβει λεφτά από αυτούς, δολοφονεί σκύλους και όλα τα γνωστά, ατιμώρητα εγκλήματα που συνηθίζουμε να κάνουμε στα open world παιχνίδια. Δεν μας ενοχλεί ότι τα κάνει, είναι μέρος του είδους άλλωστε, αλλά είναι εντελώς εκτός χαρακτήρα. Άλλο να τα κάνει ο Trevor στο GTA, κι άλλο ο συμπαθής κι ευγενικός Marcus.
Καλή περίπτωση, βέβαια, αποτελούν κάποιες άλλες περιπτώσεις στον κόσμο του WD 2, όπου προσπαθεί ξεκάθαρα (ίσως και ξεδιάντροπα) να αντιγράψει την καυστική σάτιρα της Rockstar. Μπορεί να μην το κάνει τόσο επιτυχημένα, και η διαφορά να κάνει αίσθηση, αλλά δεν παύει να είναι μια δοκιμασμένη συνταγή που, έστω σε κάποιο βαθμό, δουλεύει. Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, θα συναντήσουμε τις προσαρμοσμένες στο παιχνίδι παραλλαγές πραγματικών γεγονότων και προσώπων, όπου η Google είναι η Nudle (και θα παρεισφρήσουμε στα κεντρικά της αργότερα), σε μία άλλη αποστολή θα ξεγελάσουμε γνωστό “άνθρωπο” της βιομηχανίας των φαρμάκων, που εκτόξευσε τις τιμές τους ή θα μαζεύουμε λεφτά εκτελώντας δρομολόγια ως οδηγός της Uber, που στον κόσμο του WD 2 είναι η ευρηματική εφαρμογή Driver: San Francisco. Αυτό ήταν εύστοχο, πρέπει να το παραδεχθούμε.
Κι αν τα μέχρι τώρα στοιχεία του παιχνιδιού δείχνουν αμφιλεγόμενα, υπάρχει και το βασικότερο τμήμα του, δηλαδή το gameplay, που δεν είναι τίποτα λιγότερο από άψογο. Παίρνοντας τα στοιχεία του πρώτου παιχνιδιού που ήταν ήδη καλά, και προσθέτοντας μικρές λεπτομέρειες που το κάνουν ακόμα καλύτερο. Το όλο τμήμα του stealth hacking είναι ανεξήγητα απολαυστικό και από αυτά τα στοιχεία που καθιστούν ένα παιχνίδι εθιστικό. Μπορεί στις περισσότερες αποστολές -κύριες και δευτερεύουσες- το μοτίβο να μοιάζει πάντα ίδιο, δεν γίνεται ποτέ όμως κουραστικό. Και γιατί λειτουργεί απόλυτα καλά, αλλά και γιατί κάθε φορά προστίθεται και κάτι μικρό που ανεβάζει τη συνολική εμπειρία προοδευτικά.
Εκτός από τις γνωστές επιλογές χακαρίσματος, λοιπόν, πλέον έχουμε στη διάθεσή μας και δύο συμμάχους. Το τηλεκατευθυνόμενο όχημα εδάφους (jumper), καθώς και ένα drone που αγοράζουμε στην πορεία (και καλό θα ήταν να μαζέψετε όσο πιο γρήγορα γίνετε λεφτά και να το αποκτήσετε). Έχοντας αυτή την τριπλέτα λοιπόν, καθώς και τα abilities που ξεκλειδώνουμε, η προσέγγιση κάθε αποστολής εκτελείται με μεγάλη ποικιλία και συνδυαστική στρατηγική. Σε αυτό συντελεί και το εξαιρετικό level design, που έχει δομηθεί με τέτοιον τρόπο που να ανακαλύπτεις σε κάθε απόπειρα και άλλο τρόπο προσέγγισης, να δοκιμάζεις και να ξαναδοκιμάζεις πράγματα, και στο τέλος, αφού έχεις καταφέρει το απόλυτο, να απορείς γιατί δεν σε χειροκροτεί κανείς στο σαλόνι σου.
Σε μια αποστολή, για παράδειγμα, θα χρειαστεί να καταστρέψουμε τέσσερα κιβώτια διασκορπισμένα σε ένα καράβι γεμάτο φρουρούς. Αρχικά θα στείλουμε το drone μας από ψηλά για να σκανάρει τον χώρο και να σημειώσει με κόκκινο τους αντιπάλους. Στην συνέχεια, θα κλέψει τους κωδικούς πρόσβασης από έναν εξ αυτών, και έτσι θα ξεκλειδώσουμε την πίσω πόρτα του πλοίου όπου και θα φτάσει ο Marcus κολυμπώντας. Από το μικρό άνοιγμα δίπλα στην πόρτα, θα στείλουμε το jumper που θα τοποθετήσει εκρηκτικά στο πρώτο κιβώτιο και θα το καταστρέψει. Όταν οι φρουροί σπεύσουν να δουν τι συνέβη, ο Marcus θα περάσει από την άλλη μεριά προς το πάνω επίπεδο, για να εξουδετερώσει το επόμενο. Και κάπως έτσι, προχωρούν οι περισσότερες αποστολές του παιχνιδιού. Μπορεί το drone να μας κάνει λίγο over-powered, αλλά είναι τόσο απολαυστικό που δεν μπορείς να παραπονεθείς για αυτό.
Αυτό που μπορεί να καταλογιστεί ως αρνητικό, όμως, είναι η Α.Ι. των αντιπάλων, που αδυνατεί να πετύχει τη σωστή ισορροπία, αμφιταλαντευόμενη πάντα στα δύο άκρα. Ή πολύ δύσκολη ή πολύ εύκολη. Για την ακρίβεια, αδυνατεί να συντονιστεί με την εξέλιξη και την ανάπτυξη των δυνάμεων του παίκτη στην πορεία του παιχνιδιού. Αρχικά θα φανεί έντονα επιθετική (πέραν του ρεαλιστικού, που είναι αποδεκτό), και στη συνέχεια δεν θα αποτελεί και ιδιαίτερο εμπόδιο στο δρόμο μας. Ειδικά αν επιλέξει κάποιος να ακολουθήσει το δρόμο του shooting -που δεν τον προτείνουμε, αλλά κάποιες φορές θα γίνει κι αυτό. Η αίσθηση των όπλων είναι αρκετά άνευρη, αλλά αυτό αιτιολογείται σε ένα βαθμό, καθώς τα όπλα μας είναι όλα εκτυπωμένα σε 3D printer. Ναι, είπαμε, χίπστερς. Εδώ αντί για XP μαζεύουμε followers, αυτό μας πείραξε; Πολλές φορές όμως, θα πάρουμε στα χέρια μας και όπλα από τους αντιπάλους μας, και η αίσθηση αυτή δεν θα αλλάξει. Δεν είναι κάτι που επηρεάζει τη συνολική εμπειρία όμως, καθώς κατά τα άλλα, δουλεύει ομαλά και απλά. Όπως θα όφειλε σε ένα open world παιχνίδι. Άμεσα, λειτουργικά κι απολαυστικά.
Όπως και η οδήγησή του. Σε ένα open world παιχνίδι δεν επιζητάς ρεαλισμό στην οδήγηση, αλλά άνεση και ομαλότητα. Κάτι που το Watch Dogs 2 το πετυχαίνει στο απόλυτο, και ίσως, θα τολμήσω να πω, και καλύτερα από το GTA V, χρησιμοποιώντας κάποιες μικρές λεπτομέρειες. Αποφορτίζοντας αρχικά τους δρόμους από τα πολλά αυτοκίνητα. Εκεί οι άνθρωποι της Ubisoft πέτυχαν τη χρυσή τομή. Χωρίς η πόλη να δείχνει άδεια, αλλά να μπορεί παράλληλα ο παίκτης να τρέξει και να κινηθεί άνετα και απολαυστικά. Έχοντας μάλιστα και το χρόνο να χακάρει τα φανάρια, να κλέψει λεφτά από άλλα αμάξια, να ξεκλειδώσει την πλατφόρμα ενός προπορευόμενου γερανού και να πηδήξει πάνω της κ.α.. Επίσης, λειτουργεί άψογα η Α.Ι. των άλλων οχημάτων, ενώ οι δρόμοι έχουν το κατάλληλο μέγεθος για την απαιτούμενη άνετη κίνηση.
Υπάρχουν ακόμα δεκάδες πράγματα μικρότερης σημασίας που θα μπορούσαν να αναφερθούν, όπως οι NPCs με τις μικρές ενδιαφέρουσες ιστορίες τους που μπορείς να διαβάσεις ή να ακούσεις από τα τηλέφωνά τους, το mini gaming του χάκινγκ μέσα στις αποστολές ή οι παράπλευρες ασχολίες, όπως οι αγώνες με καρτ και ιστιοπλοϊκά. Όμως, το γενικότερο συμπέρασμα παραμένει ένα: Παρά τα κάποια στραβοπατήματά του σε σημεία, το Watch Dogs 2 είναι ένα εξαιρετικό open world παιχνίδι, που τα πάντα στον κόσμο του κυλούν πολύ ομαλά. Και αυτό είναι το βασικότερο. Με έναν πολύ γερό πυρήνα gameplay, που το κάνει εξαιρετικά απολαυστικό, και αρκετά καλογυαλισμένο περιβάλλον να τον περικλείει. Είναι ένα παιχνίδι που καταφέρνει να βρει τη θέση του στην κατηγορία, ακριβώς ανάμεσα στη στιβαρή γραφή της Rockstar από τη μία και την ολοκληρωτική παράνοια των Saints Row από την άλλη.
Και για να επιστρέψουμε και στο συσχετισμό της εισαγωγής λοιπόν, όσο κακό έκανε η υπέρ-προώθηση στο πρώτο Watch Dogs, τόσο καλό έκανε στο δεύτερο η πιο συνετή προσέγγιση σε όλους τους τομείς. Και κάπου εδώ θα λέγαμε ότι η Ubisoft πήρε μάλλον το μάθημά της και θα κλείναμε με την προτροπή να κάνετε μια βόλτα στην υπέροχα απεικονισμένη γέφυρα του San Francisco στο ηλιοβασίλεμα, αλλά ξεχάσαμε να αναφέρουμε κάτι: Το multiplayer τμήμα ακούγεται αρκετά διασκεδαστικό, ενώ έχει και co-op αποστολές, αλλά από την μέρα του launch έως και σήμερα, δεν δουλεύει. Να θες να τους συγχωρέσεις και να μην σε αφήνουν.
Το review βασίστηκε στην PS4 έκδοση του παιχνιδιού.