No Books, No Wisdom.
Τη στιγμή που γράφονται οι σειρές αυτές, κανείς (εκτός από αυτούς που έχουν εκ των έσω πληροφόρηση) δε μπορεί να προβλέψει το πού θα οδηγήσει η Ubisoft το Assassin’s Creed. Κι όμως, γύρω στο 2006-7 τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Το Assassin’s Creed έπαιρνε λίγο από τον ανατολίτικο αέρα του Prince of Persia, δανειζόταν τις ξεστρατισμένες ιδέες του Splinter Cell Conviction, και αν και θύμιζε περισσότερο ένα εκτεταμένο tech demo με δοκιμές πολλών μηχανισμών, έθετε βάσεις για κάτι πολύ μεγάλο. Κι όσο κι αν είναι απορίας άξιο το πώς κατάφερε η Ubi να οδηγήσει το προϊόν της σε ανυποληψία (σχεδόν), αν ζορίσουμε τον εαυτό μας, θα θυμηθούμε ότι οι μεγάλες κυκλοφορίες της χρονιάς μετά το 2007 ήταν τα Call of Duty και τα Assassin’s Creed.
Στο “2” συγκεντρώνονται όλες οι αρετές του τέλειου sequel. Δεν υπήρχε ούτε ένα στοιχείο του πρώτου AC που να μην επιθυμούσε ο συνειδητοποιημένος παίκτης να βελτιωθεί και δε βελτιώθηκε. Ακόμα και η στριφνή μάχη απέκτησε κάποιο νόημα μέσα από τις κινήσεις και της τεχνικές του Ezio. Το AC II είναι το σεμινάριο το οποίο πρέπει να παρακολουθήσουν όλοι όσοι επιθυμούν το δεύτερο παιχνίδι μίας σειράς να βγαίνει συντριπτικά καλύτερο και καθολικά πιο ικανοποιητικό από το πρώτο.
Δύο πόλεις, ένα χωριό με micromanagement, μία κωμόπολη με την ύπαιθρο, μία ματιά στη Ρώμη, δεκάδες μυστικά, αριστοτεχνική αποτύπωση των εσωτερικών των μεγάλων μνημείων, μυστικοί τάφοι προς εξερεύνηση, δεκάδες collectibles και τεράστιο περιεχόμενο (συν τα δύο dlc sequences) συνθέτουν ένα σύνολο που μονοπώλησε το ενδιαφέρον των gamers τη χρονιά που κυκλοφόρησε. Και βεβαίως, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η ιστορία της σειράς είχε ακόμα νόημα (οι φοβερές αποκαλύψεις στο τέλος στο Βατικανό κ.λπ). Η έκδοση του Ezio Collection είναι βελτιωμένη μεν, απέχει δε από τη φαντασίωση του να βλέπαμε το ΙΙ με γραφικά του Unity ή του πιο συντηρητικού -για τεχνικούς λόγους- Syndicate. Όχι, δεν έχει γίνει κάτι τέτοιο.
Όπως συμβαίνει και με το Brotherhood και το Revelations, πρόκειται για ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο με βελτιωμένες υφές, φωτισμούς, σταθερό τεχνικό τομέα κ.λπ. Τίποτα νέο. Αλλά το παιχνίδι στέκεται αξιοθαύμαστα καλά ακόμα και σήμερα. Σίγουρα, θέματα όπως η A.I. και οι μηχανισμοί μάχης δείχνουν τα χρόνια τους, αλλά δε γνωρίζουμε τι περιθώρια θα υπήρχαν για να αλλάξουν αυτά. Πώς ακριβώς θα λειτουργούσε το μη-stealth ΑCII (θυμίζουμε ότι το καθαρό stealth μπήκε στη σειρά από το Black Flag και μετά) με πιο «έξυπνους» εχθρούς; Θα δημιουργούνταν πρόβλημα.
Στο Brotherhood (το πιο αδύναμο της τριλογίας) έχουμε ένα σωρό νέες ιδέες, από το recruit των Assassins και τα Templar Dens μέχρι νέα όπλα. H αλήθεια είναι ότι στο συγκεκριμένο τίτλο φάνηκαν οι πρώτες ροπές για καθαρά map cleaning στοιχεία, μιας και το μεσοδιάστημα μεταξύ των επεισοδίων της σειράς μίκραινε και τα χρονικά περιθώρια για παράδοση χορταστικού υλικού μίκραιναν. Το Brotherhood δε στέκεται καλά δίπλα στο τεράστιο “2” και φαντάζει παλιός τίτλος δίπλα στο μυσταγωγικό Revelations. Παρόλα αυτά συνεχίζει ομαλά την ιστορία της σειράς, ο Ezio όπως και ο Desmond εξελίσσονται σα χαρακτήρες, προστίθενται ένα κάρο νέα στοιχεία για την ιστορία και λειτουργεί καλά ως μετάβαση στην κατάληξη του τρίτου τίτλου της σειράς. Όπως και με το “2”, έχει βελτιωθεί σε πολλούς τομείς, παίζεται ανετότατα και σήμερα και συγκρινόμενο με τα μετέπειτα στραβοπατήματα των AC ανήκει στα καλά παιχνίδια της σειράς.
Η περίπτωση, τέλος, του Revelations είναι περίεργη. Ταυτόχρονα προσφέρει κάποιες από τις καλύτερες εμπειρίες της σειράς (το εκπληκτικό setting, τα γραφικά που ακόμα και σήμερα είναι καταπληκτικά, την καλύτερη ίσως μάχη της σειράς, τις πλούσιες αναβαθμίσεις και μία ανατριχιαστική ακόμα και για τα δεδομένα της άχρωμης και άγευστης Ubisoft κατάληξη της ιστορίας) και την ίδια στιγμή έχει και κάποια στοιχεία που απορεί κανείς με την έμπνευση αυτών που τα προσέθεσαν. Το crafting είναι ένας πονοκέφαλος, το mini tower defense δεν έχει λόγο ύπαρξης και ο Desmond παγιδευμένος στο Animus 2.03 με τα puzzles πρώτου προσώπου που πολύ θα ήθελαν να είναι Portal αλλά δεν… είναι πραγματικά κακό σαν ιδέα. Αν αυτό δεν είναι απόδειξη ότι η πολυδιάσπαση και η ανάθεση ενός παιχνιδιού σε, 13 παρακαλώ, studio απλά δεν λειτουργεί, δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο είναι.
Πάντως, με το άγγιγμα του re-release άνετα μπερδεύει κανείς το Revelations με ένα σύγχρονο παιχνίδι της τρέχουσας γενιάς. Έλα όμως που είναι πέντε χρονών. Μιλάμε πραγματικά για οπτικό αριστούργημα, με τα χρώματα να έχουν γίνει πιο ζεστά και έντονα και τις υφές να αναδίδουν όλες τις καταπληκτικές λεπτομέρειες του σχεδιασμού. Και πάλι επισημένεται ότι είναι το ίδιο παιχνίδι. Δεν έχει γίνει καμία ουσιαστική αλλαγή και εντονότερα αυτό φαίνεται στην καθόλα μηχανική Α.Ι. Για το Revelations, όμως, πάντα θα υπάρχει στο μυαλό μας μια εικόνα της Αγίας Σοφίας και του Κεράτιου και η τελευταία σκηνή με τον Ezio στη Masyaf.
Στο ψητό. Αυτοί που δεν έχουν ασχοληθεί με τα παιχνίδια αυτά, ακόμα κι αν έχουν παίξει κάποια πιο πρόσφατα AC, έχουν κάθε λόγο να ασχοληθούν. Δε θα χάσουν. Αυτοί πάλι που τα έχουν εξαντλήσει, η αλήθεια είναι ότι δεν έχουν και πάρα πολλούς λόγους να αποκτήσουν τη συλλογή. Ίσως για τα dlc; Τι, για τα extras από το Ubisoft Club; Aυτό που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι κάποιος που αγάπησε αυτά τα παιχνίδια, μπορεί πλέον να τα έχει με πεντακάθαρη και βελτιωμένη εικόνα σε μία τακτοποιημένη συλλογούλα. Άλλος ουσιαστικός λόγος δεν υπάρχει.
Καλύτερα από όλα έχει «γεράσει» το Revelations, αλλά το καλύτερο όλων παραμένει το ΙΙ. Ένα παράδειγμα του πώς θα έπρεπε να σκέφτεται η βιομηχανία στο θέμα της εξέλιξης των βασικών μεγάλων σειρών. Και δυστυχώς το παράδειγμα ελάχιστοι το ακολούθησαν και σε αυτούς δεν συμπεριλαμβάνεται η ίδια η Ubi, η οποία επεφύλασσε τη χειρότερη συμπεριφορά απέναντι στην αγαπημένη σειρά. Πάντως, δεν το κρύβω, το κυρίαρχο συναίσθημα της επιστροφής στα παλιά αυτά λημέρια είναι η μελαγχολία. Μία καθόλου γλυκιά μελαγχολία. Μάλλον πικρή θα έλεγα.
To review βασίστηκε στην PS4 έκδοση του παιχνιδιού.