Μαύρη μαυρίλα πλάκωσε.
Η ανακοίνωση ενός καινούργιου Black Mirror adventure παιχνιδιού πριν από λίγους μόλις μήνες, είχε συνοδευτεί από ενθουσιασμό αλλά και δυσπιστία. Η σειρά είναι αρκετά αγαπημένη στους adventure κύκλους, και το γεγονός ότι το νέο παιχνίδι θα ερχόταν από τα χεράκια που μας έδωσαν τα φανταστικά Book of Unwritten Tales, ανέβαζαν ψηλά τις προσδοκίες. Ωστόσο, όταν ακούς για “reboot”, που θα κάνει τη σειρά πιο προσβάσιμη, ένα μικρό καμπανάκι συναγερμού αρχίζει και χτυπάει στο μυαλό σου. Δίχως πολλά λόγια, θα πούμε πως, δυστυχώς, το καμπανάκι είχε απόλυτο δίκιο, και το νέο, αυτόνομο Black Mirror δεν καταφέρνει να πλησιάσει τα επίπεδα των προκατόχων του σε σχεδόν όλα τα σημεία.
Ως reboot, αναλώνεται πάλι στην οικογένεια Gordon και την κατάρα που την ακολουθεί, αλλά αφηγείται μια διαφορετική ιστορία. Πρόκειται για μια τίμια προσπάθεια γραφής, που πατάει μεν στα βασικά στοιχεία του lore, αλλά κάνει πολλές αλλαγές και μας δίνει μια νέα ιστορία με νέους χαρακτήρες, περιοχές και γεγονότα, καθιστώντας το παιχνίδι ενδιαφέρον ακόμα και για όσους έχουν δει τα παλαιότερα. Το πρόβλημα της ιστορίας έρχεται στην πάρα πολύ μικρή διάρκεια του τίτλου. Εκεί που τα προηγούμενα τρία παιχνίδια της σειράς προσέφεραν 15 με 20 ώρες διάρκεια το καθένα, εδώ το Black Mirror με το ζόρι θα διαρκέσει 5-6 ώρες. Αυτό, δίνει -ουσιαστικά- ελάχιστο χρόνο αλλά και υλικό στο παιχνίδι να αναπτύξει τον κόσμο και το lore του, με αποτέλεσμα από τη μέση και μετά να αρχίζει μια πολύ μεγάλη “τρεχάλα”. Έτσι, ούτε θα πάρετε χαμπάρι πόσο γρήγορα αλλάζουν τα δεδομένα.
Αυτό που θα αναγνωρίσουμε στην King Art είναι ότι κατάφερε να κρατήσει την υποβλητική ατμόσφαιρα που είχε η σειρά. Ίσως δεν έχουμε πλέον αυτόν τον φρικτό, στυγερό, δολοφονικό τρόμο που υπήρχε στο παρελθόν, αλλά το Black Mirror καταφέρνει να αποδώσει μια κρύα, στοιχειωμένη ατμόσφαιρα, που σε συνδυασμό με πολύ ωραίους νυχτερινούς φωτισμούς, κάνει την περιήγηση στη γοτθική έπαυλη του Black Mirror αρκετά μαγευτική. Αρκετά καλή δουλειά γίνεται και στον τομέα του ήχου, με το παιχνίδι να παίζει με την απόλυτη ησυχία αρκετά καλά, ενώ οι voice actors κάνουν ικανοποιητική δουλειά (μετά από μια έναρξη που είναι κάπως άκομψη). Από εκεί και πέρα, όμως, ο τεχνικός τομέας αρχίζει και κάνει μακροβούτια.
Σε σύγκριση με τα μαγευτικά pre-rendered σκηνικά των παλιών παιχνιδιών, οι περιοχές του νέου Black Mirror είναι ιδιαίτερα απλές και άδειες. Μια σύγκριση του κεντρικού hall ανάμεσα στο πρώτο Black Mirror και το reboot κάνει τo πρώτο να φαντάζει σαν στοιχειωμένο πεντάστερο και το δεύτερο σαν παρατημένο πανδοχείο. Σε αυτό συμβάλει και η αρκετά χαμηλή ανάλυση ορισμένων textures αλλά και το tearing και τα frame drops που είναι εμφανή σε διάφορα σημεία. Σχετικά φτωχός είναι και ο σχεδιασμός των χαρακτήρων, με τους μισούς να έχουν μια σχετική εκφραστικότητα, αλλά τους άλλους μισούς (και τον πρωταγωνιστή, δυστυχώς), να φαντάζουν σαν κέρινα ομοιώματα, με animation που θυμίζει τους Cybermen από το Doctor Who.
Το πρόβλημα αυτό μάλλον πηγάζει από την επιλογή της King Art να αφήσει το παραδοσιακό στυλ που γνώριζε στα Book of Unwritten Tales και να προσπαθήσει να κάνει κάτι πιο κινηματογραφικό, στα πλαίσια του Until Dawn, δίχως όμως να έχει τις δυνατότητες να υλοποιήσει κάτι τέτοιο. Έτσι, το παιχνίδι δεν είναι πλέον Point & click αλλά διαθέτει direct “tank controls”, με μια ημι-στατική κάμερα, που μας ακολουθεί ελαφρώς, με τον παίκτη να έχει έναν σχετικό έλεγχο επάνω της. Στην αρχή η κάμερα θα σας φανεί δύσχρηστη, αλλά μετά από λίγη ώρα θεωρούμε πως συνηθίζεται και δεν δημιουργεί κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα. Το πρόβλημα, ωστόσο, εμφανίζεται στον έλεγχο του χαρακτήρα μας. Επειδή θα πρέπει με τα arrow keys/ gamepad να πλησιάσουμε ένα hotspot, συχνά θα πρέπει να κάνουμε το χαρακτήρα μας μπρος-πίσω για να μπορέσουμε να πετύχουμε το κατάλληλο context sensitive σημείο, στοιχείο που είναι αρκετά κουραστικό.
Και αυτό το πρόβλημα γίνεται ακόμα πιο ενοχλητικό σε ορισμένες σκηνές όπου πρέπει να εξερευνήσουμε ορισμένα visions. Σε αυτά, αν δεν είμαστε ταχύτατοι και τυχεροί στο στόχο μας, μπορεί να “πεθάνουμε”, με αποτέλεσμα να ξεκινάμε από την αρχή. Ένα ακόμα άχρηστο στοιχείο είναι η εισαγωγή ορισμένων QTEs (μα καλά, δεν πέθανε αυτή η μόδα;) που δεν έχουν καμία ουσία, καθώς σχεδόν σε όλα, απλά, να πρέπει να πατήσουμε γρήγορα αρκετές φορές ένα κουμπί. Εξίσου ενοχλητικός είναι και ο χειρισμός στο inventory όταν πρέπει να περιεργαστούμε ορισμένα αντικείμενα. Ο τρόπος με τον οποίο τα περιστρέφουμε είναι, απλώς, κακός, και σε μια συγκεκριμένη σειρά puzzle όπου πρέπει να διαμορφώσουμε ένα κλειδί με διάφορους τρόπους, αυτό το control scheme μετατρέπει ένα εύκολο puzzle σε άσκηση ψυχραιμίας!
Και μιας και είπαμε για puzzles, θα πρέπει να αναφέρουμε πως οι δημιουργοί όντως έκαναν το παιχνίδι πολύ πιο προσβάσιμο για το κοινό. Το νέο Black Mirror βρίσκεται πολύ πιο κοντά στα σύγχρονα cinematic adventures -όπως τα Heavy Rain και Until Dawn- παρά στα παλιά, παραδοσιακά adventures, αν και περιέχει ορισμένους πιο σύνθετους γρίφους που του επιτρέπουν να μην χαρακτηριστεί απλά ως μια εμπειρία «ταινίας». Είναι σίγουρα πολύ εύκολο για έμπειρους adventure gamers, αλλά ένας αρχάριος θα εκτιμήσει αυτό το ψήγμα πρόκλησης και κινηματογραφικής αίσθησης στο παιχνίδι. Αυτό που δεν θα εκτιμήσει κανένας, όμως, είναι το καθολικά απαράδεκτο coding του παιχνιδιού όσον αφορά τα loadings.
Κατά καιρούς, πολλά παιχνίδια έχουν κατηγορηθεί για μεγάλα loading times. Witcher 3, ReCore, GTA και άλλα, δοκίμασαν την υπομονή των παικτών στις αρχικές κυκλοφορίες τους, με πολύ χρονοβόρα loading times για τις εκάστοτε περιοχές τους. Όμως, εδώ, η περίπτωση του Black Mirror είναι πολύ χειρότερη. Το Black Mirror δεν είναι ένα open-world παιχνίδι, είναι ένα adventure παιχνίδι που περιορίζεται σε μια έπαυλη με μερικά δωμάτια και κάποιες εξωτερικές περιοχές. Παρόλα αυτά, ο παίκτης αναγκάζεται να βλέπει από 5 ως 15 δευτερόλεπτα loading screen στην παραμικρή μετακίνηση που κάνει. Ακόμα και από ένα μικροσκοπικό δωμάτιο σε ένα εξίσου μικροσκοπικό διάδρομο, το loading screen θα κάνει την εμφάνισή του και θα δοκιμάσει τα νεύρα του καθενός, όση υπομονή και αν διαθέτει.
Γιατί όταν ένα παιχνίδι σου ζητάει να τριγυρνάς αρκετά ανάμεσα σε όλες αυτές τις περιοχές για συλλογή στοιχείων, και ταυτόχρονα για να πας από τη μία πλευρά του ισογείου στην άλλη μπορεί να δεις 5 με 6 loading screens, η εξερεύνηση αυτή αυτομάτως καθίσταται ψυχοφθόρα, κουραστική, εκνευριστική και καταφέρνει να βγάλει τον παίκτη εντελώς εκτός ατμόσφαιρας. Κάθε φορά που είχαμε ένα νέο quest μπροστά μας, μια βαριά ανάσα εγκατέλειπε το στέρνο μας όταν σκεφτόμασταν ότι πάλι θα δούμε καμιά εικοσαριά loading screens για να βγάλουμε άκρη. Είναι πραγματικά αδιανόητα κακός σχεδιασμός περιοχών επάνω στην Unity Engine και δείχνει ένα πρόβλημα που πηγάζει από τις βάσεις του κώδικα και που δύσκολα θα λυθεί με κάποιο patch. Το πολύ πολύ να ελαττωθεί λίγο ο χρόνος (το πρώτο patch που διατέθηκε ήδη δείχνει να έκοψε 1-2 δευτερόλεπτα) αλλά και πάλι…
Εν κατακλείδι, το Black Mirror μπορεί να περιγραφθεί ως μια απογοήτευση. Υπάρχει μια ωραία ατμόσφαιρα κρυμμένη μέσα του, που προκαλεί το ενδιαφέρον και σε οδηγεί να προχωράς μπροστά, αλλά πέρα από αυτό, ως τίτλος είναι “λίγος”. Είναι βιαστικός σε ροή και αργός σε κίνηση, είναι άτσαλος σε χειρισμό και μπλεγμένος με loading screens. Είναι αρκετά υποδεέστερος των προκατόχων του και είναι ιδιαίτερα πρόχειρο και ερασιτεχνικό για ένα παιχνίδι μιας ομάδας που έδωσε ένα από τα καλύτερα σύγχρονα adventure games. Ο μαύρος καθρέφτης ηττήθηκε ολοκληρωτικά στο Black Mirror 3 και -απ’ ό,τι φαίνεται- μια πρόχειρη reboot νεκρανάσταση δεν είναι αρκετή για να επαναφέρει το κακό στον κόσμο μας. Εκτός και αν η ιδέα ήταν πως τα δαιμονικά πνεύματα ήθελαν να φέρουν ένα κακό παιχνίδι. Αν είναι έτσι, τότε ο Cthulhu έκανε καλά τη δουλειά του.